Ο Ντιουκ Έλινγκτον υπήρξε κορυφαίος συνθέτης της τζαζ κι ένας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα.
Για μισό αιώνα υπήρξε επικεφαλής μιας ορχήστρας, που παραμένει ενεργή και μετά το θάνατό του. Χρησιμοποίησε την ορχήστρα του ως μουσικό εργαστήριο για τις συνθέσεις του, ενώ προσάρμοσε το γράψιμό του για να αναδείξει το ταλέντο πολλών μελών της ορχήστρας, που έμειναν μαζί του για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ο Έλινγκτον συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο και το μιούζικαλ. Το έργο του μεγάλο σε όγκο αξιολογείται ακόμη και σήμερα, αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από το θάνατό του.
Γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1899 στην Ουάσιγκτον, ως Έντουαρντ Κένεντι Έλινγκτον (Edward Kennedy Ellington). Ο πατέρας του Τζέιμς Έντουαρντ Έλινγκτον ήταν οικονόμος στον Λευκό Οίκο και ο μικρός Ντιουκ (Δούκας), όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά, μεγάλωσε σε άνετο περιβάλλον. Άρχισε νωρίς μαθήματα πιάνου και στην εφηβική του ηλικία έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις. Στα 17 του εγκατέλειψε το σχολείο και αφιερώθηκε στη μουσική. Αρχικά έπαιξε σε τοπικά κλαμπ της Ουάσιγκτον με το πενταμελές σχήμα «Washingtonians» και στη συνέχεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ο Έλινγκτον ανέλαβε τα ηνία του σχήματος, το οποίο άρχισε να μεγαλώνει, για να καταλήξει να γίνει η περίφημη Duke Ellington Band.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1927, μετά από μακροχρόνια παραμονή στο «Club Kentucky», η μπάντα του Ντιουκ Έλινγκτον μετακομίζει στο περίφημο Cotton Club, ένα από τα λίγα κέντρα του Χάρλεμ με πελατεία αποτελούμενη αποκλειστικά από λευκούς. Ήταν το διαβατήριο για την επιτυχία και την ευρύτερη καταξίωση. Το ύφος του κλαμπ, που προοριζόταν για τουρίστες, θύμιζε εξωτική ζούγκλα. Ο Ντιουκ ανταποκρίθηκε, ενορχηστρώνοντας κομμάτια με τρομπέτες να τσιρίζουν, τρομπόνια να βρυχώνται και σαξόφωνα να ουρλιάζουν. Όλα αυτά τα εφέ παρουσιάζονταν με καταπληκτική μαστοριά και συνδυάζονταν με αυτοσχεδιαζόμενα σόλο των μουσικών του. Χαρακτηριστικό δείγμα, η σύνθεση «East St. Louis Toodle-oo», που αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ντιουκ Έλινγκτον. Το στυλ αυτό ονομάστηκε jungle.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ο Έλινγκτον ήταν ένας φτασμένος τζαζίστας με ένα γαλαξία μουσικών αστεριών στην ορχήστρα του, όπως τους τρομπετίστες Μπάμπερ Μίλεϊ, Ρεξ Στιούαρτ και Κούτι Γουίλιαμς, τους τρομπονίστες Τρίκι Σαμ Νάντον, Χουάν Τιζόλ και Λόρενς Μπράουντον, τον κλαρινετίστα Μπάρνεϊ Μπίγκαρντ, τον κοντραμπασίστα Γουέλμαν Μπροντ και τους σπουδαίους σαξοφωνίστες Τζόνι Χότζες και Μπεν Γουέμπστερ. Με τις ενορχηστρώσεις του κατάφερνε να παρουσιάζει καταπληκτικά πρωτότυπους μουσικούς στο κοινό, με έναν τρόπο που ανέπτυσσε και αξιοποιούσε την προσωπικότητά τους.
Το 1931 αφήνει το Cotton Club και πραγματοποιεί περιοδεία στην Ευρώπη. Από τότε, η ορχήστρα του θα βρίσκεται συνεχώς «στο δρόμο». Αυτή την εποχή κυκλοφορεί μία ακόμη επιτυχία, το κλασσικό «Mood Indigo» και αργότερα το εξωτικό «Caravan» (1937). Το 1939 ο Έλιγκτον προσλαμβάνει ένα νεαρό μουσικό, τον Μπίλι Στρέιχορν, που δεν εμφανίζεται συχνά με την ορχήστρα του, αλλά γίνεται ο άμεσος συνεργάτης στον συνθετικό και ενορχηστρωτικό τομέα. Η κορύφωση της συνεργασίας τους έρχεται το 1941 με τη μεγάλη επιτυχία «Take the A Τrain», που αποτελεί ένα κλασσικό κομμάτι της εποχής του σουίνγκ.
Μετά τον πόλεμο, το σουίνγκ έφυγε από τη μόδα και οι μεγάλες ορχήστρες άρχισαν να διαλύονται. Η τζαζ βρισκόταν στον αστερισμό του μπι-μποπ κι έπαψε να απασχολεί το μεγάλο κοινό. Ήταν η εποχή των τραγουδιστών, όπως ο Φρανκ Σινάτρα. Ο Ντιουκ Έλινγκτον, κόντρα στο συρμό, διατήρησε την ορχήστρα του χάρις στα πνευματικά δικαιώματα που εισέπραττε από τα τραγούδια του, ενώ έγραφε μουσική για μιούζικαλ και τον κινηματογράφο («Η ζούγκλα της ασφάλτου»).
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50 ήταν μία δύσκολη περίοδος για τον Έλινγκτον, καθώς η ορχήστρα του υπέστη αφαίμαξη από τις πολλές αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών της. Ο Ντιουκ αποζημιώθηκε με τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1956 και την ηχογράφηση ενός «ζωντανού» άλμπουμ («Ellington at Newport»), που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία για τον ίδιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με μουσικούς της νέας γενιάς, όπως οι Τσαρλς Μίνγκους και Μαξ Ρόουτς («Money Jungle», 1962) και Τζον Κολτρέιν (Duke Ellington & John Coltrane, 1962).
Ο Ντιουκ Έλινγκτον συνέχισε να συνθέτει και να περιοδεύει με την ορχήστρα του, μέχρις ότου καταβλήθηκε από καρκίνο των πνευμόνων και πέθανε στις 24 Μαΐου του 1974. Η Ορχήστρα του συνεχίζει να παίζει και να διαδίδει τη μουσική του, πρώτα υπό την καθοδήγηση του γιου του Μέρσερ Έλινγκτον και μετά το θάνατό του το 1996 από τον εγγονό του Πολ Έλινγκτον.
Πηγή: sansimera.gr