Έπειτα από ένα σημαντικό διάστημα αγωνίας και φόβου σχεδόν για το σύνολο της ανθρωπότητας, που επιδεινώθηκε με την υιοθέτηση μέτρων περιορισμού από πολλές κυβερνήσεις του πλανήτη, πλέον ο κόσμος προσπαθεί να επιστρέψει -στον βαθμό που μπορεί- στην προηγούμενη ζωή του.
Ωστόσο, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο με πριν, παρά τη χαλάρωση των μέτρων, καθώς δεν έχουν βρεθεί ακόμα το εμβόλιο και το κατάλληλο φάρμακο.
Πολίτες από την Κίνα, τη Νότια Κορέα, την Αυστρία και τη Δανία, χώρες που κατάφεραν να φέρουν σε έναν άκρως ικανοποιητικό βαθμό την επιδημική καμπύλη, περιγράφουν στο Atlantic την εμπειρία τους, ενώ μεταφέρουν την πεποίθηση πως τίποτα δεν θα είναι ίδιο με πριν και πως δεν θα υπάρχει επιστροφή στην παλιά κανονικότητα.
Οι δύο τρόποι αντίδρασης των ανθρώπων στην εποχή μετά το lockdown
Όπως τόνισε ο Ζακ Ντίχτουολντ του Young China Group, η πανδημία έσπειρε τον φόβο ότι «η προσεκτική ισορροπία στις ζωές μας, προσωπική, οικονομική ή άλλη, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί».
Ο ίδιος παρατήρησε δύο διακριτούς τρόπους αντίδρασης στον φόβο, μέσω των συνεντεύξεων που πήρε από συμπατριώτες του στο WeChat. Ορισμένοι, κυρίως οι νεότεροι ενστερνίζονται την άποψη του «ζήσε το σήμερα, αφού δεν είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει το αύριο». Η χαλαρότητα κυριαρχεί σε αυτούς τους ανθρώπους, καθώς βγαίνουν έξω, γευματίζουν σε εστιατόρια, κυκλοφορούν, κάνουν μαζικά ψώνια και ταξιδεύουν. Γενικά, όλα όσα νιώθουν πως στερήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, αυτό του εγκλεισμού.
«Τις τελευταίες ημέρες Κινέζοι φίλοι μου στο Πεκίνο, τη Σαγκάη και την Τσενγκτού μου έστειλαν βίντεο με πλήθη κόσμου να πίνουν και να παρτάρουν στις πίστες νυχτερινών κέντρων», είπε ο Ντίχτουολντ. Άλλοι, ωστόσο, και ιδιαίτερα όσοι βίωσαν τον οικονομικό πόνο του lockdown αντιδρούν διαφορετικά, αποφάσισαν «να ζουν προσεκτικά», αφού «η ζωή είναι εύθραυστη».
Η δημοσιογράφος της νοτιοκορεατικής JoongAng Ilbo, Σουτζίν Τσουν, λέει ότι τα μπαρ, τα εστιατόρια και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ξαναγεμίζουν στη χώρα της, που έχει ένα από τα καλύτερα συστήματα ιχνηλάτησης των ατόμων που ήλθαν σε επαφή με φορείς του κορονοϊού και που απέφυγε να υιοθετήσει κινεζικού τύπου περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, όπως σημείωσε, «γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν είναι ώρα να χαλαρώσουμε και να σκεφτούμε ότι “όλα είναι καλά πλέον, ας γιορτάσουμε”. Καμία σχέση».
Την ίδια ώρα, στην Αυστρία πολλές εταιρείες εξακολουθούν να συνιστούν την τηλε-εργασία στο προσωπικό τους, αν και τίποτα δεν τους εμποδίζει να γυρίσουν στα γραφεία τους, όπως σημειώνει ο Τόμας Τσιπιόνκα, ειδικός σε θέματα Υγείας του Ινστιτούτου Προηγμένων Σπουδών της Βιέννης. Όταν χαλάρωσαν για πρώτη φορά τα μέτρα, πολλοί έτρεξαν σε μεγάλα καταστήματα επίπλων και οικιακών ειδών, καθώς συνειδητοποίησαν ότι θα περάσουν πολύ καιρό στα σπίτια τους, αντί να επισκεφθούν μικρότερα καταστήματα, όπου είναι και δυσκολότερη η αποφυγή των στενών επαφών με άλλους.
Η χαλάρωση των μέτρων μπορεί να στείλει λάθος μηνύματα
Στη Δανία, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε στα μέσα Απριλίου να ξανανοίξουν οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, Σίμους Πάουερ και Μέρλιν Σέφερ, παρατήρησαν κάτι ενδιαφέρον.
Ενώ, η κυβέρνηση προχώρησε στο μέτρο εν μέρει επειδή το ποσοστό των εργαζόμενων μητέρων στη χώρα είναι το υψηλότερο μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών και το κόστος για την παραγωγικότητα θα ήταν υψηλό αν έμεναν στο σπίτι τα παιδιά με δύο γονείς πλήρως απασχολούμενους, πολλοί κάτοικοι της χώρας εξέλαβαν την κίνηση αυτή ως ένδειξη υποχώρησης του επιπέδου απειλής για τη δημόσια υγεία και το επόμενο Σαββατοκύριακο βγήκαν μαζικά έξω για να απολαύσουν τον ανοιξιάτικο καιρό, να τρέξουν, ή να συγκεντρωθούν σε μικρές ομάδες σε πάρκα, πλατείες κι άλλους χώρους.
«Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος, ορισμένοι φόρεσαν σορτσάκια, όλοι ένιωθαν σαν να πρόκειται για μια νέα αρχή. Αλλά δεν είναι… Όλοι το γνωρίζουμε αυτό», δήλωσε ο Σέφερ, που συνεργάζεται με τον Πάουερ και άλλους συναδέλφους τους σε μια μελέτη για τις επιπτώσεις των πολιτικών κοινωνικής αποστασιοποίησης στην καθημερινότητα, την ψυχική υγεία των ανθρώπων και την οικογενειακή ζωή. Τα πρώτα στάδια της έρευνάς τους έδειξαν ότι πολλοί αρχίζουν σιγά σιγά να εγκαταλείπουν πρακτικές, όπως το συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, την τήρηση αποστάσεων από άλλους και την παραμονή στο σπίτι. Όπως σημείωσε, «τα κρούσματα κορονοϊού στη Δανία αυξήθηκαν από εκατοντάδες πριν τα περιοριστικά μέτρα σε χιλιάδες σήμερα, άρα τώρα είναι υψηλότερος παρά ποτέ ο κίνδυνος μόλυνσης».
Επίσης, ο ίδιος επισήμανε πως οι άνθρωποι δεν χάνουν ευκαιρία να παρεκκλίνουν από τις συστάσεις των Αρχών, καθώς αντιλαμβάνονται όλο αυτό ως επιστροφή στην κανονικότητα. Δηλαδή, την επαναλειτουργία σχολείων, κομμωτηρίων, κέντρων αισθητικής και μικρών καταστημάτων. «Επειδή ξανάνοιξαν τα σχολεία, δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να πλένουμε τα χέρια μας», τόνισε επί του θέματος ο Σέφερ.
Με τον Πάουερ να συμπληρώνει από την πλευρά του: «Ο κόσμος θα συνεχίσει να ερμηνεύει αυτή τη μικρή επιστροφή στην κανονικότητα με πιο ακραίους τρόπους απ’ ό,τι σκόπευε η κυβέρνηση. Και αυτό είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις αυτής της εν εξελίξει κρίσης ανά την υφήλιο: πώς θα αντιδράσει ο κόσμος όταν αρχίζει μια χαλάρωση των μέτρων».
H ζωή επιστρέφει σταδιακά, αλλά σε μια νέα κανονικότητα… μη κανονική
Η ζωή μετά το lockdown ελάχιστα θυμίζει εκείνη πριν την έλευση της πανδημίας. Μπορεί τα σχολεία να ξανάνοιξαν π.χ. στη Δανία, αλλά με τους μαθητές σε ένα αλλόκοτο, εξατομικευμένο περιβάλλον, εν μέρει σε υπαίθριες τάξεις και με λιγότερους δασκάλους. «Τα παιδιά δεν επιτρέπεται να αγγίζουν το ένα το άλλο, να παίζουν μαζί, να αγκαλιάζονται, να κάνουν high –five και άλλα τέτοια. Μόνον ένα παιδί κάθεται ανά θρανίο, όχι δύο», μετέφερε ο Σέφερ.
Η Τσουν στη Σεούλ χρησιμοποιεί και πάλι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά όταν λησμόνησε μια φορά να φορέσει μάσκα, δέχθηκε τα άγρια βλέμματα των συνεπιβατών της. «Αντιλαμβάνομαι γιατί, αφού αυτήν την εποχή πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί», επισήμανε, δείχνοντας ότι αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Και παρά το γεγονός πως η ίδια επέστρεψε στην αίθουσα σύνταξης, ειδικό προσωπικό στην είσοδο του κτιρίου μετρά τη θερμοκρασία όσων μπαίνουν σε αυτό, ενώ το βλέμμα της πηγαίνει συνέχεια σε φιαλίδια με αντισηπτικά. Αν και λαμβάνει λιγότερα SMS από τον κρατικό μηχανισμό που την ενημερώνουν για παρουσία ύποπτων κρουσμάτων του κορονοϊού στην περιοχή της, ωστόσο τα δέχεται με ανάμεικτα αισθήματα και την αίσθηση της διαρκούς παρακολούθησης ενός αόρατου… Big Brother. Όπως ανέφερε: «Κάποιοι λένε ότι ώρα είναι η εποχή του Big Brother για λόγους προστασίας», σημειώνει.
Ο Τζάστιν Λόβετ, φωτογράφος από τις ΗΠΑ που εργάζεται στη Νότια Κορέα, ανησυχεί ότι ο κόσμος τον κοιτάζει αυτήν την περίοδο με μεγαλύτερη καχυποψία, αφού τα κρούσματα του κορονοϊού στη χώρα είναι πλέον κατ’ εξοχήν εισαγόμενα. Μπορεί να χρησιμοποιεί και πάλι το μετρό, αλλά φροντίζει πάντα να φορά μάσκα και να αποφεύγει το βήξιμο ή το φτάρνισμα, «αφού ξέρω ότι ήδη έχουν προσέξει όλοι την παρουσία μου».
Στην Ουχάν, την πόλη από την οποία ξεκίνησε η επιδημία του κορονοϊού στα τέλη Δεκεμβρίου του 2019, η ατμόσφαιρα αρχίζει να αποκτά ξανά ζωντάνια, με τα τρένα να σφύζουν από κόσμο και τους αυτοκινητόδρομους κατάμεστους από αυτοκίνητα. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Αμερικανός καθηγητής Αγγλικών, Κρίστοφερ Σούζαν, που ζει στην κινεζική μεγαλούπολη των 11 εκατομμυρίων κατοίκων, πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν ακόμη ανοίξει και πάλι, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να εργάζονται από τα σπίτια τους, αρκετά εστιατόρια είναι ανοικτά μόνο για να πάρει κανείς πακέτο στο σπίτι του και η τοπική οικονομία δεν θυμίζει σε τίποτα το παρελθόν.
«Κίνηση βλέπω, αλλά δεν ξέρω που πάνε», λέει. «Μη νομίζει ο κόσμος ότι η Ουχάν είναι αυτή που ήξεραν κι ότι η μηχανή της οικονομίας της κινείται με πλήρεις ρυθμούς. Μόνον το 20% με 30% των επιχειρήσεων είναι ανοικτές και κάπου το 70% των ανθρώπων βγαίνουν έξω…», ανέφερε.
Και μπορεί η ελάφρυνση των περιορισμών, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, να επιτρέπει μια αισιοδοξία. Όμως, «μέχρι να έχουμε ουσιαστική ανοσία, είτε μέσω λοίμωξης ή εμβολιασμού, η κοινωνική αποστασιοποίηση και οι μάσκες σε μερικές περιπτώσεις θα μας συνοδεύσουν για έναν χρόνο ή περισσότερο», σημείωσε ο Τσιπιόνκα.
Το απόγευμα της Παρασκευής μετά το άνοιγμα των σχολείων στη Δανία, η Πάουερ κάθισε σε ένα παγκάκι με έναν συνάδελφο και ήπιε μαζί του μια μπίρα. «Μιλήσαμε για τα πάντα εκτός από τον κορονοϊού» και του έδωσε «μια αίσθηση ελπίδας ότι τα πράγματα βελτιώνονται». Ωστόσο, «ο Σέφερ παρενέβη και σημείωσε πως θα μπορούσε να είναι “μια ψεύτικη αίσθηση ελπίδας”. Σε τελική ανάλυση, η δανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι ορισμένα μέτρα κοινωνικής απόστασης θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι το τέλος του έτους και ότι η ζωή ενδέχεται… να σταματήσει ξανά, εάν αυξηθούν τα ποσοστά μόλυνσης από τον ιό».