Αργά ή γρήγορα, με την προϋπόθεση ότι οι πολίτες δεν θα χαλαρώσουν και οι κυβερνήσεις θα μείνουν πιστές στα σκληρά μέτρα, η κρίση με τον κορωνοϊό θα ξεπεραστεί. Πίσω της, όμως, θα αφήσει μια άλλη, για πολλούς ακόμη πιο επικίνδυνη. Το αποτύπωμά της στην διεθνή οικονομία η οποία θα βρεθεί σε σοκαριστική και δεινή θέση.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι παραμένουν ιδιαίτερα φειδωλοί και διστακτικοί ως προς τις προβλέψεις τους καθώς θεωρούν πολύ σωστά ότι η εικόνα δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένη, αφού η πανδημία βρίσκεται σε έξαρση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δείχνει να επανακάμπτει μέχρι και σε χώρες που είχαν εμφανίσει σημάδια ύφεσης.
Προφανώς το παζλ έχει ακόμη κομμάτια που δεν έχουν μπει στις θέσεις τους, ωστόσο όλοι οι αναλυτές συμφωνούν σε ένα πράγμα. Ο κόσμος, από άποψη οικονομικών μεγεθών, θα είναι εντελώς διαφορετικός, όταν θα περάσουν τα κύματα του κορωνοϊού.
Τα πρώτα ανησυχητικά στοιχεία έρχονται από τα διεθνή χρηματιστήρια που ξεκινώντας από εκείνα της Ασίας παρέσυραν και τα υπόλοιπα σε ένα ντόμινο τρόμου, με «βουτιές» να καταγράφονται παγκοσμίως, τιμές μετοχών να κατρακυλούν και πολλές αγορές να αναγκάζονται να αναστείλουν ή να διακόψουν συνεδριάσεις προκειμένου να περιορίσουν –όσο αυτό είναι δυνατό- τις απώλειες.
Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις ελλοχεύει ο κίνδυνος της επόμενης ημέρας, όταν δηλαδή η (μέχρι ενός βαθμού) εικονική πραγματικότητα των χρηματιστηρίων, μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία και οι συνέπειες αντικατοπτρίζονται με σκληρά στατιστικά στοιχεία σχετικά με την ανεργία, τον πληθωρισμό, τις απώλειες εισοδήματος, τους μισθούς, τις συντάξεις. Σε επίπεδο κρατών η αναλογία αφορά τα ίδια κρίσιμα μεγέθη και το πώς αυτά θα αποτυπωθούν στους προϋπολογισμούς και την (αναμενόμενη) δραματική σε ορισμένες περιπτώσεις μείωση του ΑΕΠ που θα προκύψει.
Πριν καν εμφανιστεί στις ζωές μας ο Covid 19 τα σημάδια της ύφεσης είχαν κάνει την εμφάνισή τους σε μερικές από τις πιο δυνατές οικονομίες του κόσμου, την ώρα που ο κορωνοϊός έρχεται να λειτουργήσει ως επιταχυντής των εξελίξεων και να συμβάλει αρνητικά σε ένα μέλλον που ήδη έμοιαζε δυσοίωνο και γίνεται ακόμη περισσότερο αφού οι κυβερνήσεις πολλών χώρων, αλλά και θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, βρέθηκαν (για άλλη μια φορά) απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ή επιχείρησαν να το κάνουν χρησιμοποιώντας τις ίδιες αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος. Ίσως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την πεισματική άρνηση της Γερμανίας για έκδοση ευρωομολόγου να μην υπάρχει για να περιγράψει την παραπάνω θέση. Μια στάση αντίστοιχη εκείνης που υιοθετήθηκε και τα προηγούμενα χρόνια όταν οι οικονομίες της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών του Νότου, δοκιμάστηκαν όσο ποτέ εξαιτίας της κρίσης χρέους.
Οικονομολόγοι που δημοσίευσαν μελέτη στο Harvard Business Review εμφανίζονται βέβαιοι για τις αρνητικές συνέπειες του σοκ που προκαλείται ήδη και θα γίνει μεγαλύτερο στο επόμενο διάστημα, χωρίς φυσικά να μπορούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια το μέγεθός του λόγω της αβεβαιότητας που έχουν πάντα τα μαθηματικά μοντέλα, αλλά και του γεγονότος ότι σύμφωνα με όλες τις ιατρικές εκτιμήσεις, το φαινόμενο είναι ακόμη στην αρχή του και για την ώρα αντιλαμβανόμαστε μόνο την κορυφή του «παγόβουνου».
Την μελέτη υπογράφουν ο Φίλιπ Κάρλσον-Τσλέζακ, ο Μάρτιν Ριβς και ο Πολ Σβαρτς, όλοι υψηλόβαθμα στελέχη του Boston Consulting Group, οι οποίοι επιχείρησαν να κάνουν μια προσομοίωση της σημερινής (και αυριανής) κατάστασης συγκρίνοντάς την με την τελευταία μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε ο πλανήτης πριν από περίπου μία δεκαετία, όταν έσκασε η «φούσκα» των στεγαστικών δανείων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τράπεζες έβαλαν λουκέτο και στη συνέχεια συμπαρέσυραν τα πάντα, μετατρέποντας τις δικές τους αστοχίες σε διεθνές πρόβλημα που μεταφράστηκε σε κρίση δανεισμού και χρέους σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Παραθέτουν τρία διαφορετικά παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο επανέκαμψαν ή όχι διαφορετικές μεταξύ τους χώρες οι οποίες υιοθέτησαν διαφορετικού τύπου προσεγγίσεις, ανάλογα βέβαια με τη δυνατότητα παρέμβασης που είχαν.
Το πρώτο παράδειγμα αφορά τον Καναδά, στον οποίο τα απόνερα της κρίσης αποτυπώνονται με το σχήμα V. Όπως τονίζουν, η χώρα απέφυγε την τραπεζική κρίση. Η ρευστότητα δεν περιορίστηκε και η ύφεση δεν απέκτησε βαθύ χαρακτήρα. Προφανώς επηρεάστηκε αρνητικά το ΑΕΠ, αλλά με σχετικά φυσιολογικούς ρυθμούς και η οικονομία δεν άργησε να επανέλθει στην κανονικότητα και σε ρυθμούς ανάπτυξης.
Το δεύτερο σενάριο είναι εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που συμβολίζεται με καμπύλη τύπου U. Εκεί η άρνηση της κεντρικής κυβέρνησης να σώσει τράπεζες είχε άμεσο αντίκτυπο στη ρευστότητα. Μπορεί σταδιακά να επανήλθαν μέχρι ενός βαθμού οι ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά το χτύπημα που δέχτηκε η οικονομία ήταν τέτοιο ώστε να μην υπάρξει πλήρης «ανάρρωση», ενώ ο χρόνος που απαιτήθηκε για αυτό ήταν αρκετά μεγάλος, με συνέπεια να αφήσει έντονα σημάδια στην αγορά εργασίας αλλά και στην παραγωγικότητα.
Και φτάνουμε στο τρίτο –και χειρότερο όπως επισημαίνουν- παράδειγμα, που δεν είναι άλλο από αυτό της Ελλάδας, το οποίο περιγράφεται ως L, και είναι αλήθεια πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οικονομική ανάλυση, αφού το τι ακριβώς συνέβη το γνωρίζουμε δυστυχώς πάρα πολύ καλά όλοι μας. Η χώρα, όχι μόνο δεν ανάκαμψε επί της ουσίας, αλλά πήρε την… κατηφόρα, δημιουργώντας δομικά προβλήματα στην οικονομία και «πληγές» σε ό,τι αφορά στην ανεργία, την παραγωγικότητα και κατά συνέπεια στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, το οποίο κατακρεουργήθηκε παρά τη… σωτηρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα πακέτα διάσωσης.
Οι υπογράφοντες την μελέτη τονίζουν ότι το σοκ του κορωνοϊού δεν θα μείνει μόνο στα χρηματιστήρια αλλά θα μεταφερθεί στην πραγματική οικονομία. Ήδη κεντρικές κυβερνήσεις και τράπεζες αποφασίζουν να προχωρήσουν σε γενναίες χρηματοδοτήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα απαιτηθεί κάτι περισσότερο, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο να απαιτηθούν προ δεκαετίας μέτρα όπως νέο τραπεζικό bail out για να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη κρίση ρευστότητας η οποία μοιραία θα χτυπήσει κάθε μικρή ή μεγάλη επιχείρηση και ιδιώτες που πλέον δεν θα έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια για να συνεχίσουν τις δραστηριότητες τους. Εφόσον κάτι τέτοιο συμβεί, «λουκέτα», αύξηση της ανεργίας και μείωση της παραγωγικότητας είναι φαινόμενα αναπόφευκτα, που θα δημιουργήσουν νέες πιέσεις νέες «ενέσεις», σε αυτόν τον φαύλο και καταστροφικό κύκλο.
Η κατάσταση γίνεται χειρότερη στην περίπτωση μιας πανδημίας, καθώς τα μέτρα περιορισμού και καραντίνας που έχουν ήδη επιβληθεί, έχουν επιφέρει από τώρα προβλήματα σε καθαρά οικονομικούς όρους, δυσπραγίες και αναστολή ή διακοπή παραγωγικών δραστηριοτήτων, με την πραγματική οικονομία να παραμένει «παγωμένη» και στο τέλμα που έχουν δημιουργήσει οι αναγκαστικού τύπου απομονώσεις του εργατικού δυναμικού.
Εάν αυτή η κατάσταση δεν ομαλοποιηθεί σύντομα, η ύφεση δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Και όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το διάστημα που θα απαιτηθεί για εξομάλυνση και τόσα περισσότερα χρήματα θα απαιτηθούν για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Εδώ μιλάνε τα απλά μαθηματικά αλλά και οι εμπειρίες της περασμένης δεκαετίας, που σε περιπτώσεις σαν αυτής της Ελλάδας, το «καλύτερο αύριο» στην ουσία αναζητείται ακόμα.
Πλέον το «παιχνίδι» παίζεται σε δύο άξονες. Τον ιατρικό και τον οικονομικό. Στο πρώτο επίπεδο καθίσταται απαραίτητα η ανάπτυξη μιας θεραπείας, αλλά κυρίως ενός εμβολίου, που θα επιτρέψει τον τερματισμό των μέτρων καραντίνας, την επάνοδο των εργαζομένων στα πόστα τους και το άνοιγμα των καταστημάτων ώστε να σταματήσει και να μην γίνει πιο βαθιά η ύφεση. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, η κατάσταση απλά θα γίνεται πιο δυσμενής και ακόμη και τεράστια «πακέτα» από τις κεντρικές τράπεζες θα είναι αρκετά για να αλλάξουν οτιδήποτε.
Ο δεύτερος άξονας είναι ο καθαρά οικονομικός, ο οποίος όμως έπεται. Στην έρευνα που δημοσιεύεται στο Harvard Business Review γίνεται λόγος για 2 τρις δολάρια τα οποία έχουν ήδη δαπανηθεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, τις πολιτείες και τους δήμους προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, ενώ στην πρόσφατη ενημέρωση από κυβερνητικά στελέχη μάθαμε ότι –μέχρι τώρα- το κόστος για την Ελλάδα υπολογίζεται στα 7 δισεκατομμύρια. Ακόμη κι έτσι, ακόμη και με τέτοια ποσά, το μέλλον δεν δείχνει ευοίωνο και επιπλέον ρευστότητα αλλά και νέες ιδέες θεωρούνται απαραίτητες.
Όπως τονίζουν, χρειάζεται η ρευστότητα να φτάσει μέχρι τις τσέπες των πολιτών, προτείνοντας «πάγωμα» των δανειακών υποχρεώσεων τους για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση, την παροχή άτοκων δανείων σε ιδιώτες αλλά πρωτίστως σε επιχειρήσεις ώστε να μην κλείσουν, αλλά και μια τεράστια αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος ώστε να παρέχει τα χρήματα που είναι απαραίτητα ώστε να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις σε τέτοιο βαθμό που θα είναι σε θέση να καλύψουν τη δική τους «υποχρέωση» στον τομέα της προσφοράς, την ίδια ώρα που και οι ιδιώτες θα μπορούν να στηρίξουν το «σύστημα» μέσω της ζήτησης αυτών των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Εάν ένας από τους δύο άξονες δεν στηριχθεί επαρκώς, μια νέα περίοδος ακόμη πιο βαθιάς οικονομικής ύφεσης είναι σενάριο όχι μόνο ορατό, αλλά αναπόφευκτο.