Ο Τοτός πάει μία μέρα στο σχολείο, με ένα μάτι πρησμένο και μελανιασμένο… τον κοιτάει η δασκάλα του και του λέει:
– Τοτό μου, τι έπαθες;
– Κυρία, χθες βράδυ έβρεξε.
– Και λοιπόν; Και λοιπόν;
– Και όταν βρέχει, εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ και πάω και ξαπλώνω στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Μετά από λίγο, μου λέει ο πατέρας μου: «Τοτό, κοιμήθηκες;» «Όχι», του απαντάω. Μετά από λίγο με ξαναρωτάει: «Τοτό, κοιμήθηκες;» «Όχι», του απαντάω. Μετά από λίγο με ρωτάει για τρίτη φορά: «Τοτό, κοιμήθηκες;» «Όχι», του απαντάω. Και μ’αρχίζει στις σφαλιάρες…
Μετά από μια βδομάδα, πάει ο Τοτός στο σχολείο, με τα δύο του μάτια πρησμένα και μελανιασμένα. Τον κοιτάει τρομαγμένα η δασκάλα του και του λέει:
– Τοτό μου, τι έπαθες;
– Κυρία, χθες βράδυ έβρεξε. Και πήγα και ξάπλωσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου και μετά από λίγο, με ρωτάει ο πατέρας μου: «Τοτό, κοιμήθηκες;»
Χαζός είμαι να του απαντήσω; Δε λέω τίποτα. Μετά από λίγο, με ξαναρωτάει: «Τοτό, κοιμήθηκες;» Εγώ, δε μιλάω. Μετά από λίγο, με ρωτάει για τρίτη φορά: «Τοτό, κοιμήθηκες;» Εγώ, δε μιλάω.
Μετά από λίγο, ακούω την μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου : «Αχ, ναι, πάρε με! Πάρε με!»
Οπότε και εγώ, τινάζομαι όρθιος και τους λέω: «Καλέ, πού πάτε; Πάρτε με και μένα μαζί σας!»