Η ενδομητρίωση είναι μία συχνή πάθηση, καθώς προσβάλλει το 5-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, οι τέσσερις στις δέκα από τις οποίες θα εκδηλώσουν εξαιτίας της υπογονιμότητα.
Η εμφάνιση της ενδομητρίωσης συμπίπτει με την αναπαραγωγική ηλικία. Δεν υπάρχουν κρούσματά της πριν από την εφηβεία και είναι σπάνια μετά την εμμηνόπαυση. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι επηρεάζεται από τις ορμόνες του γυναικείου φύλου, ιδιαίτερα τα οιστρογόνα.
Υπολογίζεται ότι τα δύο τρίτα των κρουσμάτων εκδηλώνονται σε γυναίκες ηλικίας 20-35 ετών και το 10% σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 20 ετών.
«Η ενδομητρίωση είναι μία συχνά επώδυνη ασθένεια, κατά την οποία αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα ιστός ο οποίος δομικά και λειτουργικά είναι παρόμοιος με τον βλεννογόνο που επιστρώνει το εσωτερικό τοίχωμά της, δηλαδή με το ενδομήτριο», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή.
«Ο ιστός αυτός συνήθως αναπτύσσεται σε όργανα και ιστούς της πυέλου, κυρίως στο εξωτερικό τμήμα της μήτρας, στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες και στο περιτόναιο. Μπορεί όμως να αναπτυχθεί και σε άλλα όργανα, όπως η ουροδόχος κύστη, το παχύ έντερο και η περιοχή μεταξύ του ορθού και του κόλπου. Η ανάπτυξή του μπορεί να τραυματίσει τα όργανα, οδηγώντας στην ανάπτυξη ουλώδους ιστού (συμφύσεις), που συχνά έχουν συνέπειες στη γονιμότητα».
Στα σημεία όπου αναπτύσσεται ο ενδομητρικός ιστός μπορεί επίσης να δημιουργηθούν μάζες ή κύστεις, που λέγονται ενδομητριώματα. Ειδικά στις ωοθήκες μπορεί να δημιουργηθεί κύστη γεμάτη αίμα που ονομάζεται σοκολατοειδής κύστη. Οι σοκολατοειδείς κύστεις είναι τα πιο συχνά ενδομητριώματα (εμφανίζονται σε περίπου τέσσερις στις δέκα γυναίκες με ενδομητρίωση) και μπορεί να μειώσουν τη γονιμότητα.
Η δημιουργία των ενδομητριωμάτων και των συμφύσεων μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα όργανα και να διαταράξει την ανατομία της πυέλου. Επιπλέον, όταν οι συμφύσεις δημιουργούνται στις σάλπιγγες, εμποδίζεται η διέλευση των ωαρίων και των σπερματοζωαρίων, επομένως γίνεται πιο δύσκολη η σύλληψη.
Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι καθώς εξελίσσεται η νόσος και αυξάνονται οι πυελικές βλάβες δημιουργείται και φλεγμονή στις πυελικές δομές, η οποία παράγει ουσίες και κύτταρα που εμποδίζουν τη λειτουργία των ωαρίων και των σπερματοζωαρίων, καθώς και τη γονιμοποίηση.
Η κατάσταση μπορεί ακόμα να προκαλέσει ενδοκρινική (ορμονική) δυσλειτουργία και να αποτελέσει αιτία αναστολής της ωοθυλακιορρηξίας. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μη φυσιολογική ανάπτυξη των ωοθυλακίων.
«Όλες αυτές οι εκδηλώσεις μπορεί να έχουν ως συνέπεια την υπογονιμότητα στη γυναίκα», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
«Ωστόσο η ενδομητρίωση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και στην τεκνοποίηση καθαυτή. Μπορεί, για παράδειγμα, να μειώσει την ικανότητα εμφύτευσης των εμβρύων στο έδαφος της μήτρας και να αυξήσει τον κίνδυνο για αυτόματη αποβολή. Ή πάλι μπορεί να εμποδίσει τη φυσιολογική πορεία της εγκυμοσύνης, μέσω της φλεγμονής που προκαλεί στο ενδομήτριο και των εμποδίων που δημιουργεί στη δράση της προγεστερόνης κατά την εμφύτευση του εμβρύου και σ’ όλη τη διάρκεια της κυήσεως».
Επιπρόσθετα, μεγάλη ανάλυση που δημοσιεύθηκε το 2017 στο επιστημονικό περιοδικό Fertility and Sterility έδειξε ότι η ενδομητρίωση μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες πρόωρου τοκετού, απόκτησης μωρού με χαμηλό βάρος γέννησης, επιπωματικού (ή προδρομικού) πλακούντα και καισαρικής τομής.
Υπάρχουν επίσης αυξανόμενες ενδείξεις ότι η ενδομητρίωση επηρεάζει την ποιότητα των ωαρίων της γυναίκας, καθώς και τα αποθέματα των ωοθυλακίων στις ωοθήκες της (ωοθηκική εφεδρεία). Μάλιστα οι επιπτώσεις αυτές δεν παρατηρούνται μόνο όταν η ενδομητρίωση προσβάλλει την ωοθήκη αλλά και όταν ο ενδομητρικός ιστός αναπτύσσεται σε άλλα όργανα της πυέλου.
Και μετά, είναι οι έμμεσες συνέπειες στη γονιμότητα. «Ο πόνος που συνοδεύει την ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά κάθε παράμετρο της ζωής της γυναίκας, επομένως και την ερωτική σχέση της», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Έχει βρεθεί πως οι γυναίκες με ενδομητρίωση έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναφέρουν μειωμένη ερωτική επιθυμία, ελαττωμένη σεξουαλική διέγερση και πόνο κατά την σεξουαλική επαφή, καθώς και να παρουσιάζουν διαταραχή στην εικόνα σώματος. Και όσο εντονότερη είναι η ενδομητρίωση, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των προβλημάτων».
Οι πιθανότητες υπογονιμότητας σε μία γυναίκα με ενδομητρίωση εξαρτώνται από την βαρύτητα της πάθησής της. Αυτή καθορίζεται με βάση τα κριτήρια που έχει θεσπίσει η Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM). Τα κριτήρια αυτά είναι η θέση, η έκταση και το βάθος των ενδομητρικών εστιών, η παρουσία και το μέγεθος των ενδομητριωμάτων και η σοβαρότητα των συμφύσεων. Έτσι, η ενδομητρίωση ταξινομείται ως:
– Ελάχιστη (στάδιο 1)
– Ελαφρά (στάδιο 2)
– Μέτρια (στάδιο 3)
– Βαριά (στάδιο 4)
Η ταξινόμηση αυτή συσχετίζεται και με την ικανότητα επίτευξης και ολοκλήρωσης μιας εγκυμοσύνης. Έχει βρεθεί ότι τα υπογόνιμα ζευγάρια με ελαφριά ενδομητρίωση έχουν (χωρίς θεραπεία) ποσοστά φυσικής σύλληψης 2% έως 4,5% κάθε μήνα, έναντι του 15-20% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό στα ζευγάρια δίχως ενδομητρίωση.
Όμως στις περιπτώσεις μέτριας και βαριάς ενδομητρίωσης τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ κάτω του 2% και απαιτείται θεραπεία της ενδομητρίωσης πριν από τις προσπάθειες τεκνοποίησης.
Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή, αλλά συχνά συμπεριλαμβάνει χειρουργική αντιμετώπιση (π.χ. καυτηρίαση των ενδομητριωσικών εστιών, λύση των συμφύσεων, εξαίρεση των ενδομητριωσικών κύστεων κ.λπ.).
Η επιλογή του χειρουργού αναπαραγωγής, ο οποίος θα εκτελέσει την επέμβαση πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά. Και αυτό, διότι «δυστυχώς, πολύ συχνά ένα κακό τεχνικά χειρουργείο κάνει νέες γυναίκες να αποκτούν το ορμονικό προφίλ που φυσιολογικά θα βλέπαμε σε πολύ μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες, με συνέπεια ακόμα και η εξωσωματική γονιμοποίηση να καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη», καταλήγει ο Δρ. Βασιλόπουλος.