Με αφορμή την επέτειο του «ΟΧΙ» τέτοιες ημέρες διαβάζουμε ιστορίες για το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων στρατιωτών, το πόσο με αυταπάρνηση έδωσαν οι ήρωες μας τη ζωή τους για την πατρίδα. Από τους παλαιότερους έχουμε ακούσει διηγήσεις για μάχεις και για αντίσταση κατά των κατακτητών.
Τέτοιες ημέρες όμως αναδεικνύονται και κάποιες άλλες ιστορίες με έντονο αντιπολεμικό μήνυμα, όπως αυτή που μας μεταφέρει ο Σπύρος Αμάραντος. «Πριν είκοσι και πλέον χρόνια, με τη δημοσιογράφο, κ. Ρένα Τριανταφυλλίδου, κάναμε ένα τηλεοπτικό λαογραφικό αφιέρωμα, από την ζωή του χωριού μας και στα «Γερμανικά» που λέγαμε, στον τόπο με το πολυβολείο, εκεί που θάψανε οι Γερμανοί τους νεκρούς τους, συναντήσαμε τον θείο, «Λάμπο» Σπυριδόπουλο, αγωνιστή στα φρούρια Μεταξά, λεκανοπεδίου Νευροκοπίου…», αναφέρει και συνεχίζει διηγούμενος την ιστορία του αείμνηστου πολεμιστή:
« Ήταν η ώρα 5:15 της 6ης Απριλίου 1941, όταν δεχθήκαμε ξαφνικά πυρά από ένα λόχο Γερμανών, που είχε εισβάλει από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εμείς, η διμοιρία μου, για να μην αιχμαλωτισθούμε γυρίσαμε στο οχυρό Μαλιάγκα. Στη συνέχεια τους αφήσαμε να μπούνε σε ένα στενωπό που κατέληγε στο Λεκανοπέδιο του Κ. Νευροκοπίου, με αποτέλεσμα να τους αποδεκατίσουμε με τα πυρά μας. Σε αυτή τη μάχη, αιχμαλωτίσθηκαν 250 Γερμανοί, τους οποίους οδήγησαν στο Οχυρό «Παρταλούσκα», μεταξύ Περιθωρίου και Κ. Βροντούς! Ανάλογες μάχες έγιναν και στα υπόλοιπα οχυρά του Συγκροτήματος Καραντάγ, με ηρωικές προσπάθειες των Ελλήνων μαχητών, που εξέπληξαν ακόμη και τους ίδιους τους εισβολείς.».
Ακολούθως ο Σπύρος Αμάραντος διηγείται την αντιπολεμική ιστορία του συγχωρεμένου θείου Λάμπου, όπως τον αποκαλεί. «Κάθε χρόνο φιλοξενούσε στο σπίτι του έναν Γερμανό, που πολεμούσανε αντίπαλοι στην ίδια την βουνοπλαγιά! Ο Γερμανός στον πόλεμο πείνασε και μπήκε στο άδειο σπίτι του “Λάμπου”, να βρει κάτι να φάει και φεύγοντας, συμμάζεψε από το πάτωμα και μια πεσμένη φωτογραφία.
Τα χρόνια πέρασαν κι όταν οι βετεράνοι του πολέμου κάθε πρώτη Κυριακή, αρχές Απριλίου συναντιόνται στα οχυρά Λίσσε, ερχόταν κι αυτός από τη Γερμανία, στον τόπο της εκδήλωσης και δείχνοντας εδώ και εκεί την φωτογραφία, γνώρισε τον “Λάμπο”, με τον οποίο βρέθηκαν και έγιναν αχώριστοι φίλοι». Και καταλήγει λέγοντας «Κάθε καλοκαίρι μάλιστα τον φιλοξενούσε σπίτι του, στο χωριό μας».
Αυτό και αν είναι το λαμπρότερο παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι και οι λαοί, δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους. Άλλοι τους βάζουν να πολεμούν και να χύνουν ο ένας το αίμα του άλλου.
Δείτε τον βετεράνο να διηγείται την ιστορία του: