Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές μας που σημάδεψε τον αιώνα. Η γενιά του ‘30 τον είχε στην κορυφή. Οι επόμενες συνέχισαν να τον θεωρούν ηγέτη και δάσκαλο σαν να μην έχει φύγει. Τα ποίηματά του βρήκαν πλατιά απήχηση σε όλον τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο πως είναι ο πρώτος ποιητής που μας έφερε το πρώτο Νόμπελ στην Ελλάδα. Ο ποιητής της “Στροφής”που άλλαξε τον ρου του ποιητικού ποταμού. Ο Γιώργος Σεφέρης.
Με τη Μαρίκα Λόντου είχαν γνωρίσει εξ όψεως σε μια εκδρομή στο Σούνιο το καλοκαίρι του 1935. Τα ποιήματά του τα γνώριζε από πριν και μάλιστα, κάποια από αυτά τα είχε είχε αποστηθίσει. Στις αρχές του 1936, γίνονται οι επίσημες συστάσεις. “Η ευπροσηγορία, η γλυκυθυμία και η ογκολιθική αυτοπεποίθηση του ποιητή” την εντυπωσίασαν.
Η ίδια, έχει πει στον Α. Φωστιέρη και τον Θ. Νιάρχο : “Το Σεφέρη τον συνάντησα πρώτη φορά στο σπίτι των Τσάτσων με τους οποίους ήμασταν φίλοι.
Εκείνη την εποχή ο ήταν μια παρέα και ήμουν και γω μέσα σ` αυτή την παρέα. Ανέκαθεν είχα μανία με τους λογοτέχνες, μ`ενδιέφεραν πολύ. Παλιότερα στη Θεσσαλονίκη ήμουν στον κύκλο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και άλλων καθηγητών του πανεπιστημίου.
Στη Θεσσαλονίκη έζησα τρία χρόνια, από το `30 ως το `33, γιατί ο πρώτος μου άντρας [ο Αντρέας Λόντος] επιστατούσε στην κατασκευή του δρόμου Θεσσαλονίκης – Καβάλας. Τη δουλειά αυτή τη βρήκε μετά την παραίτησή του από το Βασιλικό Ναυτικό. Τότε λοιπόν είχα συνδεθεί με όλο το πανεπιστήμιο και κάθε τόσο μαζεύονταν στο σπίτι μου και στο σπίτι της κυρίας Μαυροκορδάτου όλοι οι καθηγητές. Παίζαμε σαν παιδιά, κάναμε εκδρομές — ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Κρητικός της Μαθηματικής, ο Δελμούζος, ο Ζολώτας ἠταν φίλοι μου.
Ο άντρας μου δεν έβλεπε με καλό μάτι τα ενδιαφέροντά μου αυτά. Έπαιρνε τα βιβλία που διάβαζα και τα έσκιζε, είχε ένα μίσος μπορώ να πω για τα βιβλία. Αυτή ήταν ίσως η αιτία που δεν τα πήγαμε καλά.
Είχα διαβάσει Σεφέρη χωρίς να τον ξέρω ακόμη καλά-καλά και μ` ενδιέφερε φοβερά η ποίησή του. Όπως όλους, με είχε τραβήξει πολύ ο «Ερωτικός Λόγος». Τώρα είναι αυτό που μ’ αρέσει λιγότερο απ’ όλα, αν και είναι πολύ καλό ποίημα.
Όταν λοιπόν γνωριστήκαμε στους Τσάτσους του είπα: «Να έρθετε στην Αίγινα το καλοκαίρι, γιατί είναι Αττική και νησί μαζί, πράγματα που σας αρέσουν και τα δυο». Πράγματι ήρθε εκεί το καλοκαίρι του `36 κι έτσι άρχισε ο δεσμός μας.”
Γεννήθηκε, λοιπόν, ένας μεγάλος έρωτας. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, παραθερίζουν – κάτω από διαφορετική στέγη- στην Αίγινα, στο νησί με τις βαθιές θαλασσινές σπηλιές. Αυτό το γεγονός δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, καθώς ο κύκλος της Αίγινας είναι μικρός και … φθονερός…
Μία μέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, παντρεύονται στην Πλάκα, αλλά δεν αποκτούν ποτέ παιδιά.
Ο σπουδαίος ποιητής, έγραψε ερωτικά γράμματα για τη γυναίκα που αγάπησε. Τα λόγια του είναι πραγματικά συγκινητικά και δείχνουν τη λατρεία του προς εκείνη.
Επέλεξα ένα γράμμα του και κάποια αποσπάσματα, και σας τα παραθέτω…
“Ξαναδιάβασα τα γράμματά σου από την αρχή. Σου γράφω «δύο λόγια αγάπης». Ένα πράγμα αισθάνομαι πως είναι το δυσκολότερο να σου δώσω να καταλάβεις: πόσο σε νιώθω, πόσο σε παρακολουθώ κι από μια σου λέξη ακόμη, όπως άλλοτε από ένα παίξιμο του χεριού σου. Τώρα που ξανακοίταξα όλα αυτά τα χαρτιά, βρίσκω πάντα ένα φόβο μήπως δε λες καλά ότι ήθελες να πεις, ένα δισταγμό μην τύχει και πεις πολλά, και προς το τέλος αρχίζεις κίολας να γράφεις και να σκίζεις. Άφησε, χρυσή μου, τον εαυτό σου, είναι τόσο χαριτωμένος έτσι όπως είναι, άφησέ τον να μην μιλήσει όπως ξέρει αυτός. Θα μου πεις: «Εσύ μήπως δεν κάνεις το ίδιο;» Κι αν το κάνω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να με μιμηθείς. Το κάνω, άλλωστε, τόσο άσχημα. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ότι έχεις κι ότι μπορείς. Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως δε γυρεύω τίποτε άλλο. Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ΄ αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ’ αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς, να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει.
Ξέρεις, συλλογίζομαι ακόμη πως έτσι θα μπορούσαμε, όταν μας δοθεί να ιδωθούμε, να μην πούμε ούτε μια λέξη παρά να χαζεύει ο ένας τον άλλον. Και θα είναι τόσο ξεκουραστικό. Καληνύχτα, αγάπη. Όλη τη μέρα σήμερα γύρευα τη στοργή σου.
Γιώργος
«Όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…»
«…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…»