Οι μεγάλοι αστέρες του τένις, όπως οι Ρότζερ Φέντερερ, Ραφαέλ Ναδάλ, Μίλαν Τζόκοβιτς, η Σερένα Γουΐλιαμς, αλλά και οι πρόσφατες επιτυχίες του Στέφανου Τσιτσιπά, έχουν φέρει το άθλημα σε υψηλά επίπεδα δημοφιλίας και στη χώρα μας.
Εκατομμύρια μάτια φθάνουν ακόμη και να ξενυχτούν, λόγω της διαφοράς ώρας, για να παρακολουθήσουν τα σημαντικά διεθνή παιχνίδια, κοιτάζοντας το μπαλάκι του τένις να εξακοντίζεται με ταχύτητα από τη μία πλευρά του γηπέδου στην άλλη.
Ωστόσο, το 2018 μία σημαντική διαμάχη διαίρεσε πολλούς από τους φίλους του αθλήματος. Όχι φυσικά για το ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, αλλά για το τι χρώμα είναι το μπαλάκι: κίτρινο, ή πράσινο; Κανένας όμως δεν φανταζόταν πως εκείνος που καθόρισε το σημερινό χρώμα του δεν ήταν κάποιος διοργανωτής, ή κατασκευαστής, αλλά η τηλεόραση και μάλιστα ο διάσημος (για το περίφημο ντοκυμαντέρ του Planet Earth, ‘ο πλανήτης Γη’) Βρετανός σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ατένμπορο.
Το άθλημα του σύγχρονου τένις γεννήθηκε στην Αγγλία ως εξέλιξη της υπαίθριας αθλοπαιδιάς της αριστοκρατίας, γνωστής και ως lawn tennis, που σύμφωνα με όλα τα συγκλίνοντα τεκμήρια και πηγές, εφευρέθηκε το 1870. Αλλά και το lawn tennis οφείλει τη γέννησή του στο γαλλικό παιχνίδι jeu de paume (κατά κυριολεξία ‘παιχνίδι παλάμης’. Κατά την εξέλιξή του, το μπαλάκι αρχικά ήταν κατασκευασμένο από φελλό, μαλλί, έως και πραγματικές ανθρώπινες τρίχες, έως ότου καταλήξει στην ιδεώδη μορφή τους: μία λαστιχένια μπάλα καλυμμένη από λευκή, ή μαύρη τσόχα, φτιαγμένη από σφικτά πλεγμένες μάλλινες ίνες.
Για περίπου έναν αιώνα, τα μπαλάκια του τένις ήσαν λευκά, ή μαύρα, μέχρι το 1972 οπότε άρχιζαν να παίρνουν το γνωστό ‘φωσφορίζον’ χρώμα τους. Αλλά, γιατί αυτή η αλλαγή; Στα τέλη του ’60 ξεκίνησε η έγχρωμη τηλεοπτική αναμετάδοση των αγώνων του πιο ονομαστού τουρνουά τένις στον κόσμο, του Γουίμπλετον. Τότε ο Ατένμπορο εργαζόταν ως επικεφαλής σκηνοθέτης των μεταδόσεων.
Η απευθείας κι έγχρωμη μετάδοση των αγώνων του Γουίμπλετον έδιναν στον τηλεθεατή την εντύπωση πως ζούσε πραγματικά την ατμόσφαιρα των περίφημων αγώνων, μέχρι όμως τη στιγμή που το λευκό μπαλάκι πλησίαζε την λευκή τελική, ή όποια άλλη, γραμμή του γηπέδου. Τότε τα χρώματα συμφύρονταν και επηρέαζαν την παρακολούθηση.
Μπροστά σε τούτο το ‘ορατό’ πρόβλημα, η Διεθνής Ομοσπονδία Τέννις (ITF) παρήγγειλε μελέτες για να διαπιστωθεί ποιο θα ήταν το καταλληλότερο χρώμα που θα έπρεπε να έχει το μπαλάκι, ώστε να γίνεται αντιληπτό καλύτερα από το μάτι και του τηλεθεατή. Τα συμπεράσματα ήσαν πως το κίτρινο είναι το πιο κατάλληλο χρώμα και το 1972 η Ομοσπονδία κυκλοφόρησε μία εγκύκλιο επιτάσσοντας πως τα μπαλάκια οφείλουν να έχουν ομοιόμορφη περιφέρεια και να είναι κίτρινα, ή λευκά. Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες στην παρακολούθηση, το Γουίμπλετον δεν άλλαξε την παράδοσή του αμέσως και μέχρι το 1986 όλοι οι αγώνες του παίζονταν μόνον με λευκά μπαλάκια.
Το 1991, η εφημερίδα Chicago Tribune δημοσίευσε ένα άρθρο για την ‘επιστροφή της λευκής μπάλας’ στο τένις, καθώς οι κατασκευαστές ουδέποτε σταμάτησαν να παράγουν τα λευκά μπαλάκια –έστω και σε πολύ μικρότερες ποσότητες– αι πολλοί αθλούμενοι «νοσταλγοί, ή και συλλέκτες» προτιμούσαν να παίζουν με αυτά. Δεν συμφωνούσαν όλοι με αυτό το άρθρο: ο Αμερικανός παλαίμαχος άσσος των χωμάτινων γηπέδων Γκραντ Γκόλντεν, τόνισε πως η «επιστροφή του λευκού» είναι ανώφελη γιατί «το κίτρινο μπαλάκι είναι τέλειο».
Το διακριτό χρώμα της μπάλας του τένις επισήμως ονομάζεται «οπτικό κίτρινο» από την ITF, όμως σε άλλες ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες περιγράφεται και ως «φωσφορίζον κίτρινο», ή «ηλεκτρικό λάιμ».
Αυτή η διαφορά στην ονομασία οδήγησε και σε μία πραγματική διαμάχη στο διαδίκτυο, προκαλώντας και το μεγάλο περιοδικό The Antlantic να εμβαθύνει στο θέμα, εξετάζοντάς το υπό το πρίσμα της θεωρίας των χρωμάτων και της φιλοσοφίας της αντίληψης, συναρτώντας το και με διάσημο πρόβλημα του «χρώματος του Φορέματος», που αφορά την αντιληπτικότητα των ανθρώπινων αισθήσεων και τη διττή ερμηνεία που μπορούν να δώσουν για ένα χρώμα.
Η διαμάχη τούτη για το μπαλάκι έλαβε τέτοια διάσταση που ενέπλεξε ακόμη και τους διάσημους αστέρες του αθλήματος, με τον Φέντερερ να αναρωτιέται δημοσίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «είναι κίτρινα, έτσι δεν είναι;». Παρά την επίσημη θέση και ορισμό της ΙΤF το ζήτημα παραμένει ανοικτό και δεν έχει υπάρξει τελειωτική απάντηση. Εκτός εάν κάποιος είναι οπαδός του Φέντερερ και πιστεύει πως είναι κίτρινο, ή είναι θαυμαστής του Ναδάλ και θεωρεί πως πλησιάζει περισσότερο στο πράσινο.
Όποια κι εάν είναι η γνώμη του καθενός, το αναμφισβήτητο γεγονός παραμένει πως το μπαλάκι πλέον είναι ορατό σε κάθε γωνιά του γηπέδου, ακόμη και όταν κτυπά ακριβώς πάνω στην άσπρη γραμμή του.
Πηγή: www.newsit.gr