Περνάμε τον καλύτερο μήνα, τον μήνα του μουσακά. Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας της μελιτζάνας, τώρα είναι στα καλύτερά της.
Οι μελιτζάνες; Τώρα; Και η ταύτισή τους με το βαρύ καλοκαίρι τι είναι; Παρεξήγηση; Κατεβαίνω στους μανάβηδες για επιτόπια διαπίστωση. Άλλες σαν τέλειες παρενθέσεις, άλλες κυματιστές σαν περισπωμένες, άλλες αχαλίνωτα καμπυλωτές, άλλες πιο ευθύγραμμες και σοβαρές, άλλες τροφαντές και πληθωρικές –η Τζίνα Λολομπριτζίτα του φυτικού βασιλείου–, άλλες συγκρατημένες σε εκτόπισμα, απλώς τσουπωτές, σαν τρυφερά οπίσθια φρεσκομπανιαρισμένου βρέφους. Καμία ρυτίδα, κανένα βαθούλωμα, σφριγηλό σώμα, τεντωμένο δέρμα. Λεωνίδιο, Λαγκαδάς, Σαντορίνη. Με ρίγες ή χωρίς.
Κι από χρώματα, αν δεν υπήρχε το μοβ της μελιτζάνας, ο Ιβ Σεν Λοράν ή ο Κριστιάν Λακρουά θα έπρεπε εκ του μηδενός να το είχαν εφεύρει. Σκούρο και βαθύ, συχνά πλησιάζοντας το μαύρο ή λιγότερο, σαν να στάζει μελάνι από πένα, με μεγάλη δόση του ρόδινου και τη συνακόλουθη αυθάδεια, χρώμα τελετουργίας. Βαρύς ταφτάς, ιερατικός σχεδόν, ή φίνο σατέν περιπαθούς γυναίκας. Κι αυτή η σάρκα από μέσα, και σφριγηλή και σπογγώδης, υπόλευκη με τόσο δα πράσινο φευγαλέο, τόσο που να μην το πιάνει καν το μάτι. Σάρκα απολύτως ευαίσθητη, που θολώνει και μαυρίζει στο άγαρμπο πιάσιμο. Οι άλλες οι σαντορινιές, πιο σεμνότυφες, με το κρεμώδες λευκό καλύπτρας για καθολική μοναχή. Ένα είναι βέβαιο: οι μελιτζάνες μπορούν να σε κάνουν να χάσεις το μυαλό σου. Είναι αυτόνομες, αλλά και συνεργάζονται τέλεια – σκέψου την απλή τηγανητή μόνη της στην καυτή πιατέλα ή τη σύμπραξη του μουσακά και πώς το μοβ της άκρης τους λάμπει ανάμεσα στα υποκίτρινα της κρέμας και στα κόκκινα του κιμά.
Λιώνουν σαν λουκουμαδάκι στο στόμα, κομμένες και μελωμένες δίπλα στο κρέας, γίνονται τραγανά από τη μία και από την άλλη μαλακά κυβάκια για να ομορφύνουν μια απλή μακαρονάδα (μην τσιγκουνευτείς το σκόρδο, μην ξεχάσεις τα ψιλοκομμένα φουντούκια).
Και ανεξάρτητες, και αυτόνομες, και ευεπίφορες σε ωραίες συνεργασίες; Η τέλεια σύντροφος.
Το μοβ τους το βρίσκω σαν αδιόρατο υπαινιγμό στο χρώμα της σουπιάς και ως εκ τούτου στέκομαι στον ισπανικής καταγωγής συνδυασμό: μελιτζάνα με μεθυσμένες σουπιές. Ψήνω τις μελιτζάνες σε φλόγα, βγάζω τη σάρκα τους και την ανακατεύω (με ξύλινο κουτάλι) μαζί με λίγο αλάτι και λίγο καλό ελαιόλαδο. Σοτάρω μπόλικα ψιλοκομμένα κρεμμύδια μέχρι να ξανθύνουν. Προσθέτω τις σουπιές κομμένες, ανακατεύω καλά και, μόλις αρχίσουν να τρυπιούνται, τις καλύπτω με λευκό κρασί (Manzanilla από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ προτιμούν οι Ισπανοί). Μαγειρεύω μέχρι να πιουν τα ζουμιά τους. Στο πιάτο: μια ωραία φοκάτσια για να απορροφήσει τις υγρές νοστιμιές, από πάνω η κρέμα της μελιτζάνας και οι κρεμμυδούχες σουπιές. Για λίγη παραπάνω σπιρτάδα, ψιλοκόψτε στην κορυφή άγρια ρόκα.
Κείμενο: Αναστασία Λαμπρία