Η δυστυχία της επιτυχίας: Μαθήματα ζωής από τον Φρόιντ


Ύστερα από πολλά χρόνια δουλειάς με νευρωτικούς ασθενείς, ο Φρόυντ είχε καταλάβει πως η προσωπική ζωή των ανθρώπων συχνά καταρρέει και διαλύεται όχι μετά από μια αποτυχία αλλά, παραδόξως, μετά από έναν θρίαμβο. Σε ένα κλασικό δοκίμιό του ο Φρόυντ προσπάθησε να εξηγήσει τους κινδύνους της επιτυχίας:

Η ψυχαναλυτική εργασία μας διδάσκει ότι οι άνθρωποι υποφέρουν από νεύρωση εξαιτίας της ικανοποίησης των λιβιδινικών επιθυμιών τους, και θα χρειαστούν μεγάλες παρεκβάσεις προκειμένου να την κατανοήσουμε. Διότι η εκδήλωση της νεύρωσης προϋποθέτει την ύπαρξη μιας σύγκρουσης ανάμεσα στις λιβιδινικές επιθυμίες ενός ανθρώπου και στο κομμάτι εκείνο της ύπαρξης του ονομάζουμε Εγώ και το οποίο αποτελεί έκφραση των ενορμήσεων της αυτοσυντήρησης του ιδίου, ενώ συγχρόνως περιλαμβάνει και τα ιδεώδη που προσδιορίζουν την προσωπικότητα του. Μια τέτοιου είδους παθογόνα σύγκρουση δεν εκδηλώνεται παρά μόνο όταν η λίμπιντο επιχειρεί να ακολουθήσει δρόμους και να θέσει στόχους τους οποίους το Εγώ έχει προ πολλού προσπεράσει και αποκηρύξει, με αποτέλεσμα να τους θεωρεί απαγορευμένους για το μέλλον. Κάτι τέτοιο η λίμπιντο δεν το αποπειράται παρά μόνο όταν τις έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα μιας ιδανικής ικανοποίησης εναρμονισμένης με το Εγώ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υστέρηση, η ματαίωση μιας πραγματικής ικανοποίησης αποτελεί τον πρωταρχικό, αν και ουδόλως τον μοναδικό, όρο για την εκδήλωση της νεύρωσης.

Επομένως, η έκπληξη, αν όχι η σύγχυση, ενός γιατρού είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν ο ίδιος ανακαλύπτει ότι, μερικές φορές ορισμένοι άνθρωποι αρρωσταίνουν όταν έχει εκπληρωθεί μια βαθιά ριζωμένη και μακροχρόνια επιθυμία τους, δημιουργώντας την εντύπωση ότι δεν αντέχουν να νιώθουν ευτυχισμένοι. […]

[«Ορισμένοι χαρακτήρες ιδωμένοι μέσα από την ψυχαναλυτική εργασία», 1916]

Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1936, ο Φρόυντ επανήλθε στο θέμα με μια επιστολή στον Γάλλο συγγραφέα Ρομαιν Ρολλάν, όπου περιέγραφε την αίσθηση της απώλειας της πραγματικότητας όταν, όντας μεσήλικας, είχε σταθεί μαζί με τον αδελφό του πάνω στην Ακρόπολη, στην Αθήνα, έκπληκτος και δύσπιστος, και παραδόξως ενοχλημένος με την εμπειρία, καθώς ανακαλύπτει ότι η Ακρόπολη όντως υπάρχει:

Κατά κανόνα αρρωσταίνει κανείς από ματαίωση, από μη εκπλήρωση μιας ζωτικής ανάγκης ή επιθυμίας. Όμως, με αυτά τα πρόσωπα συμβαίνει το αντίθετο. Αρρωσταίνουν και κυριολεκτικά δεινοπαθούν διότι μια ευχή τους, ιδιαίτερα έντονη, πραγματοποιήθηκε. Εντούτοις, η αντίθεση μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων δεν είναι τόσο μεγάλη όσο εμφανίζεται αρχικά. Στη συγκεκριμένη παράδοξη περίπτωση μια εσωτερική ματαίωση επιτάσσει την προσκόλληση στην εξωτερική. Όμως γιατί; Διότι η απάντηση που δίνει από μια σειρά περιπτώσεων είναι ότι δεν μπορεί να προσμένει κανείς τίποτε καλό από τη μοίρα. Και πάλι, λοιπόν, το «too good to be true», εκδήλωση απαισιοδοξίας, της οποίας ένα μεγάλο μέρος πολλοί από μας φαίνεται να φιλοξενούν μέσα τους. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως ακριβώς σε όσους αποτυγχάνουν τη στιγμή της επιτυχίας. Πρόκειται για ένα αίσθημα ενοχής ή κατωτερότητας, που μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: «Δεν είμαι άξιος για μια τέτοια ευτυχία, δεν τη δικαιούμαι». […]

Όμως, ακριβώς η εμπειρία μου πάνω στην Ακρόπολη, που καταλήγει σε μια διαταραχή της μνήμης, σε μια παραποίηση του παρελθόντος, μας βοηθά να δείξουμε το προφανές αυτής της επιρροής. […] Είχα προ πολλού αντιληφθεί ότι ένα μεγάλο μέρος του πόθου μου να ταξιδέψω αποτελούσε εκπλήρωση της παλαιάς αυτής ευχής, που ήταν ριζωμένη στη δυσαρέσκεια που μου προξενεί το σπίτι και οικογένεια. Όταν κάποιος βλέπει για πρώτη φορά τη θάλασσα, διασχίζει τον ωκεανό και έχει την εμπειρία της πραγματικότητας των πόλεων και των χωρών, που για τόσο μεγάλο διάστημα αποτελούσαν ένα μακρινό απρόσιτο όνειρο γι’ αυτόν, αισθάνεται τον εαυτό του σαν ήρωα που έχει επιτελέσει απίθανα σπουδαίους άθλους. […]

Και ακόμα αν μας επιτρέπεται να συγκρίνουμε ένα τόσο μικρό συμβάν με κάποιο άλλο, πολύ μεγαλύτερο, μήπως ο Ναπολέων ο 1ος δε στράφηκε, στη διάρκεια της στέψης του στη Notre Dame, σε έναν από τους αδελφούς του […] και είπε: «Τι θα έλεγε ο πατέρας μας αν μπορούσε να βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή;»

Και τώρα προσεγγίζουμε πλέον στη λύση του μικρού προβλήματος. […] Αυτό πρέπει να οφείλεται σε ένα αίσθημα ενοχής, που ήταν συνδεδεμένο με την ικανοποίηση ότι πήγαμε τόσο μακριά∙ εδώ υπάρχει κάτι το άδικο, κάτι που από παλιά ήταν απαγορευμένο. Κι αυτό είχε σχέση με την εκ μέρους του παιδιού κριτική στον πατέρα του, με την περιφρόνηση που αντικατάστησε την υπερεκτίμηση που είχε γι’ αυτόν στην πρώτη παιδική του ηλικία. Μοιάζει σαν η ουσία της επιτυχίας να ήταν να πάει κανείς πιο μακριά από τον πατέρα, και … ήταν πάντοτε αθέμιτο να θέλουμε να ξεπεράσουμε τον πατέρα. […]

[«Μια διαταραχή της μνήμης πάνω στην Ακρόπολη», 1936]

Ο Φρόυντ κατάλαβε πως όταν θριαμβεύουμε επί των γονιών μας, ή νομίζουμε πως αυτό έχουμε κάνει, […] βιώνουμε το επώδυνο αίσθημα ενοχής πως έχουμε πληγώσει ή ατιμάσει τους γονείς μας […] Ο Φρόυντ εισήγαγε μια νέα ιδέα στην ψυχολογία, ότι δηλαδή όλοι μας ενδέχεται να ενοχληθούμε όταν οι επιθυμίες μας πραγματωθούν, όχι όμως επειδή πασχίζουμε να μάθουμε τι πρέπει να κάνουμε με την κοινωνική θέση ή τον πλούτο που μόλις αποκτήσαμε, αλλά μάλλον επειδή φοβόμαστε πως έχουμε κάπως πληγώσει τους γονείς μας. […]

Μπρετ Καρ, Μαθήματα ζωής από τον Φρόυντ [Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2016, σελ. 24-33]

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ