Ναπολέων Βοναπάρτης είχε στην κατοχή του ένα μυστηριώδες φυλαχτό, στο οποίο είχε αποδώσει όλες τις μεγάλες επιτυχίες του.
Κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία της Αιγύπτου, ο Ναπολέων, που τότε ήταν απλώς ένας Στρατηγός, έφερε ένα μετάλλιο, το οποίο έβαλε μέσα σε μια κομψή θήκη και το κρέμασε στον λαιμό του σαν φυλαχτό, δίχως να το αποχωρίζεται ούτε μια στιγμή.
Αλλά, λίγες μέρες πριν από την καθοριστική μάχη της Λειψίας, που έκρινε την τύχη της Αυτοκρατορίας του και επέφερε το πρώτο χτύπημα στον «Κορσικανό Γίγαντα», ο Ναπολέων έχασε το πολύτιμο φυλαχτό του κάτω από τις ακόλουθες περιστάσεις, τις οποίες είχε αφηγηθεί στα απομνημονεύματά του ο Αυλάρχης Louis Antoine Fauvelet de Bourrienne:
«Ο Ναπολέων προχωρούσε προς την οδό του Micheldorf της Αυστρίας και για δυο μέρες σταμάτησε σε μια έπαυλη, την οποία είχαν ληστέψει προτού φτάσουμε εμείς. Μα, πριν την εγκαταλείψουμε, συνέβη ένα λυπηρό επεισόδιο. Είχε ξεσπάσει πυρκαγιά σε μια αγροικία, μισό χιλιόμετρο πέρα από την έπαυλη, στην οποία είχαμε διαμείνει. Η αγροικία αυτή είχε χρησιμοποιηθεί ως γενικό στρατηγείο και μέσα βρίσκονταν πέντε-έξι σκευοφόροι. Σε ένα σκευοφυλάκιο υπήρχαν προσωπικά αντικείμενα του Αυτοκράτορα, ρουχισμός και κοσμήματα, αλλά και το αγαπημένο του φυλαχτό, στο οποίο ο Ναπολέων απέδιδε μεγάλη σημασία και το οποίο ήταν η μοναδική φορά που το είχε βγάλει από πάνω του. Όλα χάθηκαν από την πυρκαγιά, μαζί και το φυλαχτό του!»
Ήταν τότε το έτος 1813. Μετά τη Λειψία, ο Κορσικανός Κολοσσός κλονίστηκε. Επακολούθησαν η εκστρατεία κατά της Γαλλίας, το Βατερλό και η εξορία στο νησί της Αγίας Ελένης. Το φυλαχτό του Ναπολέοντα, το οποίο είχε χαθεί πλέον, είχε τη δική του ιστορία, η οποία ήταν πραγματική και όχι προϊόν φαντασίας.
Μάλιστα, την ιστορία του φυλαχτού την ανακάλυψε πρώτος ένας Γάλλος σε επίσημα έγγραφα του 1798. Επρόκειτο για μια αφήγηση ενός συνεργάτη του Γάλλου Αυτοκράτορα, του Etienne Geoffroy Saint-Hilaire, ο οποίος τον είχε συνοδεύσει στην Αίγυπτο. Η αφήγηση έλεγε:
«Την ημέρα εκείνη, ο Αρχιστράτηγος, συνοδευόμενος από το επιτελείο του και πολλά μέλη της επιτροπής του Εθνικού Ινστιτούτου, μετέβη στη Μεγάλη Πυραμίδα του Χέοπος. Ο Ιμάμης Μουχαμέτ ανέλαβε να ξεναγήσει τον Βοναπάρτη στο εσωτερικό της πυραμίδας. Ο Αυτοκράτορας και η συνοδεία του βρέθηκαν σε μια στοά μήκους εκατό περίπου ποδών και πλάτους τριών. Έχοντας απότομη κλίση, η στοά οδηγούσε προς την Κοιλάδα των Βασιλέων, που χρησίμευε ως τάφος για τον Φαραώ, ο οποίος είχε αναγείρει το πελώριο τούτο μνημείο.
Όταν έφτασαν στον προθάλαμο του τάφου, ο Βοναπάρτης ρώτησε τον Ιμάμη, που ήταν γέροντας άνω των 80 ετών, πού οδηγούσε μια εντυπωσιακή μπρούτζινη πόρτα, η οποία ήταν καλυμμένη από ένα παχύ γκρίζο χνούδι εξαιτίας της πολυκαιρίας.
Τότε, ο Ιμάμης του απάντησε ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πέραν εκείνου του σημείου, διότι η πόρτα αυτή δεν άνοιξε ποτέ από την εποχή της κατάκτησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, παρά μόνο μία φορά, κατά τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Επίσης, επεσήμανε πως πίσω της υπήρχε ο θάλαμος, στον οποίο φυλασσόταν το λείψανο του τρανού Φαραώ Σέσωστρι και του ψιθύρισε:
«Κανένα ανθρώπινο μάτι δεν είδε τη σεπτή του όψη, εκτός από τον Μεγάλο Αλέξανδρο και τον Καίσαρα».
Ο Βοναπάρτης τον κοίταξε επίμονα και του είπε:
«Ιμάμη, ήρθα εδώ, για να αναστήσω τη Βασιλεία των Φαραώ. Μη φοβάσαι. Θα εισέλθω μόνο μαζί σου και με τον διερμηνέα».
Έτσι, ο Ναπολέων, αφού πήρε στα χέρια του έναν πυρσό, έκανε μια από εκείνες τις κινήσεις που επιβάλλουν την άμεση υπακοή των παρισταμένων. Ο Ιμάμης, μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο παρά να υπακούσει, άνοιξε δειλά την επιβλητική μπρούτζινη πόρτα, που οδηγούσε σε μια νέα στοά, ακόμα πιο σκοτεινή από την προηγούμενη.
Έφτασαν σιωπηλοί σε έναν μεγάλο νεκρικό θάλαμο, του οποίου τα τοιχώματα, κατασκευασμένα από μάρμαρο και πορφυρίτη, ανταύγαζαν το φως του πυρσού. Πάνω σε ένα κέδρινο κενοτάφιο, που ο χρόνος είχε πια απολιθώσει, αναπαυόταν η μούμια του Μεγάλου Σέσωστρι.
Οι υφασμάτινες λωρίδες, με τις οποίες είχε τυλιχθεί το σώμα του Φαραώ, είχαν καλυφθεί με φύλλα χρυσού. Στην κεφαλή του έφερε το χαρακτηριστικό στέμμα των Αιγυπτίων Βασιλιάδων και πάνω στο στήθος του είχε τοποθετηθεί το ξίφος με το οποίο ο Σέσωστρις είχε δαμάσει και υποτάξει τόσους λαούς.
Γύρω από τη βασιλική μούμια υπήρχαν, κοντά στον τοίχο του νεκρικού θαλάμου, τοποθετημένα περισσότερα από εκατό φέρετρα με μούμιες. Η βουβή αυτή μεταθανάτια ακολουθία του Μεγάλου Φαραώ ήταν οι υπουργοί του, οι γυναίκες του και οι στρατηγοί του.
Κάτω από έναν θόλο, στο βάθος του θαλάμου, στέκονταν οι θεοί Ίσις και Όσιρις σε κολοσσιαία αγάλματα, που ήταν κατασκευασμένα από πολύχρωμο λίθο ιάσπιδος. Οι κεφαλές τους στέφονταν από ένα είδος χρυσής μίτρας, διακοσμημένης με πολύτιμους λίθους, που έλαμπαν σαν τα άστρα του ουρανού.
Μέσα σε τέσσερα δοχεία τεραστίων διαστάσεων, τοποθετημένα στα γρανιτένια βάθρα των αγαλμάτων, υπήρχαν νομίσματα από χρυσό κι ασήμι, που έφεραν παραστάσεις από τα ένδοξα γεγονότα της βασιλεία του Φαραώ Σέσωστρις.
Ο Βοναπάρτης, σιωπηλός, παρατηρούσε τα ιερά αυτά πανάρχαια λείψανα, κειμήλια μιας συγκλονιστικής δόξας, η οποία είχε σβήσει πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
Αίφνης, τον απέσπασε από το ταξίδι της φαντασίας του στο τόσο μακρινό παρελθόν, μια κίνηση του Ιμάμη, ο οποίος πήρε ένα μετάλλιο με το ομοίωμα του Φαραώ μέσα από ένα δοχείο και το έδωσε στον Ναπολέοντα. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε:
«Κύριε, είστε ο τρίτος πολεμιστής, μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια, που επισκέφτηκε τον τάφο αυτόν, τον άγνωστο στους υπόλοιπους θνητούς. Όπως και οι προγενέστεροί σας, δεν κάνατε τη νοσηρή σκέψη να ληστέψετε τον ιερό τούτο θησαυρό. Να είστε ευλογημένος! Σας παρακαλώ, να δεχτείτε, σε ανάμνηση της επίσκεψής σας εδώ, αυτό το χρυσό ομοίωμα του Φαραώ. Θα είναι για εσάς φυλαχτό και εγγύηση της επιτυχίας σας. Όσον καιρό θα το έχετε μαζί σας, η νίκη θα σας ακολουθεί πιστά και όλα θα γίνονται σύμφωνα με τις επιθυμίες σας. Ο Αλέξανδρος ο Μέγας και ο Καίσαρας έλαβαν το ίδιο δώρο από τους προγόνους μου και άκουσαν τα ίδια λόγια. Και δεν πέθαναν παρά μονάχα όταν έχασαν το σύμβολο αυτό της φιλίας τους με τους Φαραώ».
Πράγματι, πέρασαν 15 χρόνια μετά το γεγονός. Όλον αυτόν τον καιρό, οι υποσχέσεις του Ιμάμη πραγματοποιήθηκαν με τις νίκες του Γάλλου Αυτοκράτορα και την κατάκτηση του κόσμου μέχρι το 1813, οπότε και χάθηκε οριστικά το βαρύτιμο φυλαχτό του.
Την ημέρα εκείνη, όπως έγραφε στα απομνημονεύματά του ο Louis Antoine Fauvelet de Bourrienne: «Τα πάντα πλέον χάθηκαν για τον Κορσικανό Στρατηλάτη!»
Το μυστηριώδες φυλαχτό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε συνδέσει άρρηκτα την ύπαρξή του με τις ασταμάτητες επιτυχίες του Γάλλου Αυτοκράτορα, έμελλε να εξαφανιστεί για πάντα μέσα στις σπίθες μιας πυρκαγιάς, μετατρέποντας σε αποκαΐδια τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 16/10/1934…