Μη αναμενόμενες και ιδιαίτερα δυσάρεστες επιπτώσεις μπορεί να έχει η δυσκοιλιότητα που έπεται μιας χειρουργικής επέμβασης οπουδήποτε στο σώμα.
Αν και τις περισσότερες φορές το πρόβλημα δεν καθίσταται μακροχρόνιο αλλά επιλύεται γρήγορα, ένα σχετικά μικρό ποσοστό ασθενών ταλαιπωρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, κινδυνεύοντας από σοβαρές επιπλοκές.
«Οι χειρουργικές επεμβάσεις στρεσάρουν τον οργανισμό και δύνανται να γίνουν αιτία σοβαρών κινδύνων και παρενεργειών. Η δυσκοιλιότητα συγκαταλέγεται στις πλέον συχνές. Αιτία πρόκλησής της είναι κυρίως τα φάρμακα που χορηγούνται προεγχειρητικά, διεγχειρητικά και μετεγχειρητικά, η ακινησία, καθώς και η αλλαγή της διατροφής και της ποσότητας των υγρών που λαμβάνουν οι ασθενείς. Είναι ένα αρνητικό επακόλουθο της χειρουργικής επέμβασης σε σημαντικό ποσοστό ασθενών, όχι όμως σε όλους», μας εξηγεί ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος – Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής.
Ειδικότερα, τα παυσίπονα, τα διουρητικά, τα μυοχαλαρωτικά και τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αναισθησία είναι γνωστό ότι προκαλούν δυσκοιλιότητα. Εκτός αυτών, μια άλλη ομάδα φαρμάκων που μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις κενώσεις είναι τα οπιοειδή, τα οποία χορηγούνται στους ανθρώπους που υποφέρουν από έντονους πόνους.
Παράλληλα με τη χορήγηση φαρμάκων, συχνά επιβάλλεται η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών των ασθενών. Η αποχή από τη λήψη τροφής πριν από τη χειρουργική επέμβαση και ο σημαντικός περιορισμός ή αλλαγή των ειδών που καταναλώνουν για κάποιο χρονικό διάστημα μετά απ’ αυτήν μπορεί να οδηγήσει σε επιβράδυνση της λειτουργίας του εντέρου.
Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Αναλόγως της επέμβασης, της βαρύτητάς της και του οργάνου που χειρουργείται, κατά την περίοδο της ανάρρωσης οι ασθενείς συχνά παραμένουν κλινήρεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή επιβάλλεται η αποφυγή της παρατεταμένης ορθοστασίας και της κίνησης, με συνέπεια τη μείωση της κινητικότητας του εντέρου.
Όσοι ανήκουν στο ποσοστό εκείνων που βιώνουν μετεγχειρητική δυσκοιλιότητα, παρουσιάζουν ξαφνική μείωση του αριθμού των κενώσεων, (λιγότερες από 3 την εβδομάδα), κοιλιακό άλγος λόγω μετεωρισμού, δυσκολία στην επίτευξη της κένωσης και άμορφα ή σκληρά κόπρανα. Επίσης, μπορεί να έχουν αίσθηση ατελούς κένωσης και να έχουν την ανάγκη υποβοήθησης από χειρισμούς ώστε να κατορθώσουν να ανακουφιστούν.
Όλα αυτά, όμως, μπορεί να είναι επιβλαβή τόσο για το σημείο της τομής όσο και για το παχύ έντερο. Αναλόγως του χειρουργημένου οργάνου, η προσπάθεια για κένωση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα ράμματα ή να επηρεάσει τις διαδικασίες επούλωσης.
Όταν η δυσκοιλιότητα προκαλεί αιμορροΐδες
Επιπλέον, η αθεράπευτη δυσκοιλιότητα μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης αιμορροϊδοπάθειας, μιας δυσάρεστης κατάστασης που μειώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτήν.
«Η αιμορροϊδοπάθεια είναι ένα συχνό νόσημα, με περίπου έναν στους πέντε ανθρώπους να ταλαιπωρείται από αυτή σε κάποια περίοδο της ζωής του. Οι αιμορροΐδες είναι αιμοφόρα αγγεία τα οποία φυσιολογικά υπάρχουν μέσα και γύρω από τον πρωκτό και βοηθούν στην εγκράτεια των κοπράνων. Το πρόβλημα ξεκινά όταν φλεγμαίνουν, οπότε διογκώνονται, και προκαλούν συμπτώματα. Η οριστική θεραπεία τους είναι πάντοτε χειρουργική, ιδίως όταν τα συμπτώματα είναι έντονα και κανένα φάρμακο ή άλλος χειρισμός δεν μπορεί να επιφέρει την ύφεσή τους. Η επέμβαση με υπερήχους Trilogy ενδείκνυται και για τους τέσσερις βαθμούς αιμορροΐδων που προκαλούν συμπτώματα. Έχει αποδειχθεί ότι συγκριτικά με άλλες μεθόδους είναι αποτελεσματικότερη. Προσφέρει μια ποικιλία πλεονεκτημάτων, όπως ελαχιστοποίηση ή εξάλειψη του πόνου, μικρότερη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο (εξιτήριο την ίδια ημέρα), άμεση επάνοδο στην εργασία και υψηλά επίπεδα ικανοποίησης των ασθενών», διευκρινίζει ο Δρ. Ξιάρχος.
Τα μεγάλα και σκληρά κόπρανα μπορεί επίσης να σκίσουν τα δέρμα του πρωκτού, δημιουργώντας ραγάδες.
«Η ραγάδα δακτυλίου είναι μία επιμήκης πληγή στον πρωκτικό σωλήνα που εκτείνεται από την οδοντωτή γραμμή μέχρι τον δακτύλιο, φθάνοντας μέχρι τις ίνες του έσω σφιγκτήρα του πρωκτού. Είναι ιδιαίτερα επώδυνη μετά τη κένωση, με τον πόνο να διαρκεί ακόμα και ώρες μετά απ’ αυτήν. Συχνά συνοδεύεται από μικρή αιμορραγία που θορυβεί τους ασθενείς. Όμως, τις περισσότερες φορές η ραγάδα δακτυλίου θεραπεύεται χωρίς την παραμικρή παρέμβαση, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ή με τη λήψη αγωγής με τοπικές αλοιφές και υπακτικά (κατόπιν οδηγίας του θεράποντος ιατρού) για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας. Όταν, όμως, δεν είναι αποτελεσματική η συντηρητική θεραπεία, η λύση είναι η χρήση Laser ή R-F από εξειδικευμένο χειρουργό, η οποία επιτρέπει την αναίμακτη αντιμετώπισή της», σημειώνει.
Η δυσκοιλιότητα μπορεί επίσης να οδηγήσει σε δυνητικά σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές. Μια απ’ αυτές είναι η ενσφήνωση κοπράνων. Σ’ αυτήν οδηγεί η ατελής κένωση του εντέρου. Η δημιουργία μιας μεγάλης, σκληρής, ακίνητης μάζας κοπράνων στο ορθό (70%), το σιγμοειδές (20%) ή το κατιόν κόλο (10%) είναι δυνατόν να προκαλέσει πλήθος ιατρικών προβλημάτων στο παχύ έντερο, όπως π.χ. απόφραξη, συστολή, μεγάκολο, αιμορραγία, διάτρηση σηψαιμία. Σημειωτέον ότι η θνητότητα από ενσφήνωση είναι υψηλή τόσο στους νέους όσο και στους ηλικιωμένους ασθενείς. Η πίεση κατά την προσπάθεια αφόδευσης μπορεί να γίνει επίσης αιτία πρόπτωσης του ορθού, δηλαδή προβολή του εντέρου από τον πρωκτό.
«Η συμβουλή του χειρουργού για την αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής δυσκοιλιότητας είναι απολύτως απαραίτητη, διότι η αυθαίρετη χρήση οποιασδήποτε μεθόδου ανακούφισης ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις. Δηλαδή, δεν είναι όλες οι μέθοδοι κατάλληλες και ασφαλείς για όλες τις χειρουργικές επεμβάσεις. Γενικά, με την κίνηση, την κατάλληλη διατροφή, τη λήψη υπακτικών ή προβιοτικών ή γάλακτος μαγνησίας, η μετεγχειρητική δυσκοιλιότητα υποχωρεί σε μερικές μόνο ημέρες. Ακόμα και για τους ασθενείς που δεν επιτρέπεται να περπατήσουν, συστήνεται η κινησιοθεραπεία επάνω στο κρεβάτι. Εάν η δυσκοιλιότητα εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τον ασθενή, αυτός θα πρέπει να αναζητήσει και πάλι τη συμβουλή του χειρουργού», καταλήγει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.