Τι διαφορά μπορεί να κάνει μια τετραετία; Τον Ιανουάριο του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας, ηγέτης τoυ φαινομενικά ακροαριστερού ΣΥΡΙΖΑ, ανήλθε στην εξουσία, υποσχόμενος να βάλει τέλος στη λιτότητα που είχε βουλιάξει την Ελλάδα σε μια από τις πιο βαθιές υφέσεις στην οικονομική ιστορία.
Σήμερα, υπό την ηγεσία του, μια ανακάμπτουσα Ελλάδα διατρανώνει την πίστη της στην πολιτική ορθοδοξία της ευρωζώνης.
Οπότε, είναι όλα καλά; Η απάντηση συνεχίζει να είναι «όχι». Οι προκλήσεις παραμένουν τεράστιες, αλλά υπάρχουν λόγοι για κάποια αισιοδοξία.
Λίγοι προέβλεπαν τη σημερινή εξέλιξη στις 5 Ιουλίου του 2015, όταν με δημοψήφισμα που διενεργήθηκε απορρίφθηκαν οι όροι διάσωσης που πρότεινε η τρόικα (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), με ποσοστό 61% έναντι 39%. Αλλά στις 13 Ιουλίου του ίδιου έτους, σε μια κίνηση που μπορεί να θεωρηθεί είτε προδοσία, είτε επικράτηση της κοινής λογικής, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε ακόμα πιο σκληρούς όρους από τους πιστωτές της από εκείνους που είχε απορρίψει το δημοψήφισμα.
Έκτοτε, η μακροοικονομική πολιτική της Ελλάδας είναι αξιομνημόνευτη για την ορθοδοξία της. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα (δηλαδή προ τόκων) ήταν 3,8% του ΑΕΠ το 2016 (υψηλότερα από το 0,8% το 2015), 4,1% το 2017 και σύμφωνα με το ΔΝΤ, ξανά 3,8% το 2018. Τα πλεονάσματα αυτά είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα άλλων χτυπημένων από την κρίση χωρών της ευρωζώνης. Από το 2009 ως το 2017, το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο βελτιώθηκε κατά περισσότερο από 14% του ΑΕΠ, παρά την ύφεση. Τα νούμερα αυτά αποτυπώνουν μια βάναυση λιτότητα.
Η οικονομία επέστρεψε εν τω μεταξύ στην ανάπτυξη. Το 2017 αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,5%, το 2018 αναμένεται να φτάσει στο 2,1%, ενώ με βάση την πρόβλεψη του ΔΝΤ θα ανέλθει στο 2,4% το 2019. Αλλά το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 26% από το 2007 ως το 2014. Το 2019, θα είναι πάνω από 20% μικρότερο από ό,τι ήταν πριν από 12 χρόνια. Ακόμα και αν η οικονομία αναπτυχθεί με ετήσιο ρυθμό 2%, δεν θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ως τις αρχές της δεκαετίας του 2030. Τούτο θα αντιστοιχούσε σε μια χαμένη 25ετία.
Ήδη μια δεκαετία έχει χαθεί.
Ακριβώς πριν την κρίση, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα βρισκόταν περίπου στο 80% του γερμανικού (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης). Την περασμένη χρονιά, είχε υποχωρήσει στο 55% του αντίστοιχου γερμανικού.
Η ανεργία ανήλθε στο 28% το 2013, μια αύξηση περίπου 21 ποσοστιαίων μονάδων από τα προ κρίσης επίπεδα. Τώρα έχει βελτιωθεί. Αλλά στο τέλος του περασμένου έτους βρισκόταν ακόμα στο 18%, παρά τη μαζική φυγή Ελλήνων στο εξωτερικό.
Δεδομένης της σφοδρότητας της ύφεσης και της αδυναμίας της τρέχουσας (και προβλεπόμενης) ανάκαμψης, η μοίρα της Ελλάδας είναι πολύ χειρότερη από αυτήν της Αργεντινής μετά το 2000, της Ινδονησίας μετά το 1997 ή των ΗΠΑ μετά το 1929.
Για να αξιολογήσουμε πόσο πραγματικά έχει αναρρώσει η Ελλάδα, πρέπει να ξεκινήσουμε από το πώς και γιατί αρρώστησε τόσο βαριά και γιατί χρειάστηκε τόσο καιρό για να ανακάμψει. Τόσο το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού όσο και εκείνο των τρεχουσών συναλλαγών είχαν εκτροχιαστεί πριν την κρίση. Η ένταξη στην ευρωζώνη ενθάρρυνε τον υπερβολικό κρατικό δανεισμό και, από τη στιγμή που ποτέ δεν φταίει μόνο ένας, την υπερβολική χορήγηση δανείων από ιδιώτες στο εξωτερικό. Οι ξένες δυνάμεις αρνήθηκαν να δώσουν έγκαιρα την απαιτούμενη ελάφρυνση χρέους. Αντιθέτως, πολλά από τα νέα δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν για να επιτραπεί στους ιδιώτες δανειστές να διαφύγουν, με τη δικαιολογία ότι ήταν μια «συστημική» κρίση.
Αλλά το μέγεθος των υπερβολών πριν την κρίση και της ύφεσης μετά την κρίση καταδεικνύει επίσης κάτι βαθύτερο: τα πολιτικά και διοικητικά συστήματα και οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες, τους πολιτικούς και το κράτος είναι δυσλειτουργικές. Ο πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός είναι oι «πελατειακές σχέσεις», η υποταγή της πολιτικής και της διοίκησης στα αιτήματα για χάρες, τόσο ατομικές (όπως θέσεις στο δημόσιο για υποστηρικτές του κόμματος) όσο και μαζικές (όπως γενναιόδωρες δαπάνες για συντάξεις).
H πιο σημαντική θετική εξέλιξη σήμερα είναι η ευρεία συναίνεση σχετικά με το ορθό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής: η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ, θα τηρήσει τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική και θα επιδιώξει, τουλάχιστον επί της αρχής, μεταρρυθμίσεις υποστηρικτικές προς την ανάπτυξη, την οποία έχει απεγνωσμένα ανάγκη η χώρα. Η συναίνεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι πιστωτές κατέχουν το 76% του δημόσιου χρέους. Μπορούν να επιβραβεύσουν την κυβέρνηση -και το έκαναν πρόσφατα μέσω της τελευταίας ελάφρυνσης χρέους τον Ιούνιο-, γιατί εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις (και αντίστροφα).
Επιπλέον, ακόμα και το σχετικά απαισιόδοξο ΔΝΤ προβλέπει πτώση στον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ από το 183% το 2018 στο 135% το 2028. Το τελευταίο ποσοστό εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Η Ελλάδα κατόρθωσε μάλιστα να δανειστεί από τις αγορές: τον Μάρτιο αυτού του έτους εξέδωσε 10ετές ομόλογο με απόδοση 3,5%. Αλλά η χώρα απέχει ακόμα πολύ από το να είναι σε θέση να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της από τις αγορές.
Έχουν γίνει επίσης σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στη δημόσια διοίκηση και στο μείγμα των δημόσιων δαπανών. Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο του τελευταίου επιτεύγματος ήταν μια σειρά δύσκολων ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων.
Εν τω μεταξύ, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει ενισχυθεί σημαντικά, με τις καταθέσεις να επιστρέφουν στις τράπεζες από το 2016 και έπειτα. Η χρηματοδότηση από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) σχεδόν μηδενίστηκε στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018. Η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει σημειώσει μεγάλη πτώση, στα €11,1 δισ. στο τέλος του 2018, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2008. Το κυριότερο, καταγράφεται σταθερή μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αν και ο λόγος προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει εξαιρετικά υψηλός, στο 45%. Η Ελλάδα βγήκε τον Αύγουστο του 2018 από τα προγράμματα διάσωσης μετά από οκτώ χρόνια, σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι θα περίμενε κανείς πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια.
Οπότε τι επιφυλάσσει το μέλλον; Υπάρχουν τρεις δυνατότητες: συνέχιση της τρέχουσας τάσης, διολίσθηση σε νέα κρίση και ριζική βελτίωση.
Τι θα σήμαινε το πρώτο; Μετά από μια τόσο καταστροφική ύφεση, υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το ποια είναι η τρέχουσα τάση της ανάπτυξης και πόση είναι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Το ΔΝΤ πιστεύει ότι η ανάπτυξη θα είναι 2,2% το 2020 και 1,6% το 2021, στη συνέχεια θα επιβραδυνθεί στο 1,2% ετησίως, σε ευθυγράμμιση με τη μακροπρόθεσμη δυναμική. Η κυβέρνηση ελπίζει σε ανάπτυξη περίπου 2% μεσοπρόθεσμα. Σε κάθε περίπτωση, θα πρόκειται για μια σταθερή, αλλά αργή ανάκαμψη.
Η δεύτερη δυνατότητα είναι να αποδειχτεί ακόμα και αυτό αδύνατο, εν μέρει εξαιτίας της αποτυχίας να επιλυθούν τα προβλήματα του παρελθόντος και εν μέρει εξαιτίας του κινδύνου υπαναχώρησης από τις μεταρρυθμίσεις και της πιθανής κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας. Ένα σημαντικό πρόβλημα που κληροδοτήθηκε από το παρελθόν είναι τα προβλήματα στους ισολογισμούς των ιδιωτικών εταιρειών, ιδίως των τραπεζών. Ως εκ τούτου, το ΔΝΤ κρίνει ότι «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτο».
Όχι μόνο υποφέρουν οι τράπεζες από μεγάλα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά οι προσπάθειες να αντιμετωπιστούν υπονομεύονται από την αδύναμη κεφαλαιακή τους θέση, τη φτωχή κερδοφορία και τους επιβαρυμένους ισολογισμούς των δανειστών τους.
Ένα άλλο πρόβλημα που έχει κληροδοτηθεί από το παρελθόν είναι η αδύναμη ανταγωνιστικότητα. Παρά τη σφοδρότητα της ύφεσης, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πέρυσι ήταν 3,4% του ΑΕΠ. Πράγματι, πρόκειται για μια τεράστια μείωση από ένα έλλειμμα περίπου 15% το 2008. Αλλά αν η ζήτηση κατέγραφε ισχυρή ανάκαμψη, το εξωτερικό έλλειμμα θα αυξανόταν σημαντικά. Τούτο δεν θα είχε σημασία, αν οι εισροές (τόσο άμεσες όσο και χαρτοφυλακίου) χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα. Διαφορετικά, θα μπορούσε να ανακύψει εκ νέου ένα πρόβλημα χρέους.
Επιπλέον, η υπαναχώρηση από τις συμφωνηθείσες πολιτικές αποτελεί μια πραγματική απειλή. Η διατήρηση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ θα είναι δύσκολη. Το ΔΝΤ ανησυχεί και αυτό για την άνοδο του κατώτατου μισθού κατά 11%, την κατάργηση του υποκατώτου μισθού για τους νέους και την αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων για τις συλλογικές συμβάσεις. Η κυβέρνηση έχει ακόμα καταργήσει την ήδη νομοθετημένη ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2019, ενώ τα δικαστήρια απειλούν να ακυρώσουν τις ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 2012 έως 2016.
Πηγή ανησυχίας αποτελεί και το εξωτερικό περιβάλλον. Αν η οικονομία της ευρωζώνης επιβραδυνόταν, ο τουρισμός -ένας εξαιρετικά σημαντικός εξαγωγικός τομέας- μπορεί να δεχόταν σοβαρό πλήγμα.
Η τρίτη δυνατότητα είναι η αποφασιστική συνέχιση των φιλοαναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων δαπανών και των φορολογικών αρχών, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού στους πολιτικούς και τους αξιωματούχους του και την ενθάρρυνση την ελληνικής διασποράς να επιστρέψει στην πατρίδα.
Η ανάπτυξη θα μπορούσε τότε να επιταχυνθεί και το χρέος θα μειωνόταν ταχύτερα, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο.
Η ελληνική κρίση έχει πλέον τελειώσει, αλλά έχει αφήσει ένα δυσοίωνο αποτύπωμα. Αλλά και οι οικονομικές και πολιτικές αδυναμίες που την προκάλεσαν δεν έχουν εξαφανιστεί. Η πειθαρχία των τελευταίων τεσσάρων ετών και η στωικότητα με την οποία άντεξαν οι Έλληνες τις κακουχίες της ύφεσης είναι αξιοσημείωτες. Μια βιώσιμη ανάκαμψη είναι πιθανή, αλλά θα είναι και πάλι πολύ αργή. Δεν μπορεί να αποκλειστεί και η οπισθοδρόμηση.
Ωστόσο, υπάρχει μια πολύ καλύτερη δυνατότητα: μέσα από τις φλόγες μπορεί να αναδυθεί μια νέα, πιο σύγχρονη και πιο δυναμική Ελλάδα: οι Έλληνες ευημερούν σε όλο τον κόσμο, οπότε γιατί όχι και στην πατρίδα; Για να επιτευχθεί αυτό θα απαιτηθεί μια μακρά περίοδος πειθαρχίας και υψηλής ποιότητας πολιτική διακυβέρνηση.
Είναι κάτι που μπορεί τώρα να συμβεί. Τουλάχιστον ας ελπίσουμε ότι θα γίνει.
Του Martin Wolf