Η περικοπή της κατανάλωσης ορισμένων τροφίμων, όπως το άσπρο ρύζι, δεν μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο του διαβήτη. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το τι υποκαθιστά το ρύζι και η συνολική ποιότητα της διατροφής ενός ατόμου.
Τα διατροφικά υποκατάστατα, εάν δεν έχουν επιλεγεί σωστά, θα μπορούσαν να αποδειχθούν τελικά ανθυγιεινές επιλογές, υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Αν π.χ. αποφεύγετε το λευκό ρύζι για να μειώσετε τον κίνδυνο διαβήτη, μπορεί να είναι πιο σημαντικό να δώσετε προσοχή σε αυτό που τρώτε στη θέση του.
Δύο νέες μελέτες από ερευνητές του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης (NUS) και Ιατρικής Σχολής Duke-NUS έδειξαν ότι όσοι κατανάλωναν λιγότερο ρύζι έτρωγαν περισσότερο από διάφορα άλλα για να διατηρήσουν την ίδια πρόσληψη θερμίδων. Ορισμένοι έτρωγαν περισσότερο κόκκινο κρέας και πουλερικά για να αισθάνονται χορτάτοι, αλλά μια τέτοια διατροφή έχει υψηλότερο κίνδυνο για εκδήλωση διαβήτη, δήλωσε ο καθηγητής Rob Martinus van Dam, επικεφαλής της επιδημιολογίας στο Saw Swee Hock School of Public Health στο NUS και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Epidemiology. Άλλοι προτιμούσαν περισσότερα πιάτα με ζυμαρικά, τα οποία συχνά μαγειρεύονται σε σάλτσες με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, αλάτι και λάδι. Παρά την χαμηλότερη πρόσληψη ρυζιού, αυτά τα υποκατάστατα θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο του διαβήτη, δήλωσε ο van Dam. Αντίθετα, όσοι κατανάλωναν περισσότερα δημητριακά ολικής άλεσης και λαχανικά αντί για ρύζι είχαν μειωμένο κίνδυνο.
Η καθηγήτρια Koh Woon Puay, δεύτερη συγγραφέας της ανάλυσης και διευθύντρια του Centre for Clinician-Scientist Development στην ιατρική σχολή Duke-NUS, δήλωσε: “Ο κίνδυνος εξαρτάται περισσότερο από τη συνολική ποιότητα της διατροφής ενός ατόμου. Η κατανάλωση μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο εάν τα υποκατάστατα τρόφιμα εξετάζονται προσεκτικά”. Και άλλοι επιστήμονες συμφώνησαν ότι τα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με τη σύσταση των υγειονομικών αρχών για κατανάλωση περισσότερου καστανού ρυζιού.
Τα στοιχεία για τις νέες μελέτες προήλθαν από τη συνεχιζόμενη μελέτη υγείας Singapore Chinese Health Study που ξεκίνησε το 1993 από την NUS. Συμμετείχαν περίπου 45.400 Κινέζοι από την Σιγκαπούρη που δεν είχαν διαβήτη, καρκίνο ή καρδιαγγειακές παθήσεις όταν μπήκαν στην ομάδα μεταξύ του 1993 και του 1998. Σε διάστημα 11 ετών κατά μέσο όρο, περισσότεροι από 5.200 εμφάνισαν διαβήτη. Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι σημαντικό να εξετάσουμε τη διατροφή στο σύνολό της και να μην επικεντρωθούμε υπερβολικά σε κάποια μεμονωμένη συνιστώσα. Κάποιοι τείνουν να αναπληρώνουν την κατανάλωση λιγότερου ρυζιού με την κατανάλωση περισσότερων ανθυγιεινών τροφών. Πρέπει να έχουμε επίγνωση του τρόπου με τον οποίο δημιουργείται το έλλειμμα. Οι πρόσφατες αυτές μελέτες ακολουθούν μια σειρά από προηγούμενες έρευνες που συνδέουν την πρόσληψη λευκού ρυζιού με τον διαβήτη.
Η δεύτερη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν επίσης οι καθηγητές van Dam και Koh, χρησιμοποίησε καθιερωμένους δείκτες ποιότητας μιας δίαιτας για να καθορίσουν την ποιότητα του διαιτολογικού προγράμματος ενός ατόμου. Στη συνέχεια μέτρησαν τη σχέση ανάμεσα στην ποιότητα της διατροφής και τον κίνδυνο διαβήτη. Καταγράφηκε ένας κατάλογος 165 διατροφικών ειδών και ποτών, που καλύπτουν περίπου το 90% από αυτό που καταναλώνεται συνήθως στη Σιγκαπούρη. Βαθμολογήθηκαν σύμφωνα με τους δείκτες της δίαιτας Dash που, ως γνωστόν, αντιμετωπίζει την υπέρταση.
Οι δίαιτες των συμμετεχόντων κατατάχθηκαν ανάλογα με το πόσο συχνά κατανάλωναν και σε τι ποσότητα ένα συγκεκριμένο τρόφιμο κατά μέσο όρο. Εκείνοι που έτρωγαν περισσότερα δημητριακά ολικής αλέσεως, γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, ξηρούς καρπούς, σπόρους, όσπρια, φρούτα και λαχανικά σημείωσαν υψηλότερη βαθμολογία. Όσοι κατανάλωναν περισσότερα επεξεργασμένα και κόκκινα κρέατα, ζαχαρούχα ποτά και νάτριο βαθμολογήθηκαν χαμηλότερα.Το 20% εκείνων με την υψηλότερη βαθμολογία που είχαν σχετικά υψηλότερης ποιότητας δίαιτες, ήταν σχεδόν 30% λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν διαβήτη σε σύγκριση με το 20% εκείνων που είχαν σκοράρει χαμηλά. Η αναλογία κάθε στοιχείου ως μέρος ενός συνεπούς καθημερινού τρόπου διατροφής είναι πιο σημαντική από την μεμονωμένη πρόσληψη, δήλωσε η Koh. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν χρειάζεται να κόβει εντελώς τα τρόφιμα που δεν είναι υγιεινά, εφόσον καταναλώνονται με μέτρο, πρόσθεσε.