Να επιχειρήσουμε ανασκόπηση των νεκρικών εθίμων μέσα στην Αθήνα, σ’ όλες τις λεπτομέρειες, αυτό θα ήταν τεράστιο, ίσως και ασυγχώρητο τόλμημα.
Γιατί θα έπρεπε να συμβουλευθούμε όλες τις εκθέσεις και όλα τα δημοσιεύματα που εδώ και ενάμιση αιώνα συγκεντρώθηκαν, σκορπισμένα εδώ και εκεί, με περιγραφές των τάφων που ανασκάπτονταν, τυχαία και βιαστικά οι περισσότεροι, όσων δεν έμεινε η εύρεση μυστική, για να μην εμποδιστή η εργασία κάποιας οικοδομής ή –το πιο συχνό- για να γίνει εμπόρευμα το περιεχόμενο του τάφου.
Αυτό ακριβώς το περιεχόμενο είναι συχνά η αφορμή που δεν μαθαίνουμε ούτε την ανακάλυψη ενός τάφου, ούτε τον τρόπο του ενταφιασμού.
Τα θαυμαστά έργα της αθηναϊκής κεραμεικής και αγγειογραφίας, που, τοποθετημένα δίπλα στο νεκρό από ευλαβικά χέρια πονεμένων συγγενών του εκράτησαν συντροφιά σ’ όλους τους αιώνες, είναι τόσο περιζήτητα σ’ όλο τον κόσμο στο Μουσείο, προτιμούν να τα παραδίδουν στα χέρια των αρχαιοκαπήλων.
Πολλοί από τους νεκρούς είχαν ταφεί μέσα σε πήλινες λάρνακες, άλλοι είχαν καεί σε πυρές. Είναι μια θλίψη για τον αρχαιολόγο να βρίσκει σπασμένα και καμένα μέσα στην πυρά, μαζί με τα κόκκαλα του νεκρού, ωραία ερυθρόμορφα αγγεία και αιθέριες λευκές ληκύθους, αυτές με αφανισμένο το επίχρισμα, άρα και τις ζωγραφιές.
Έτσι είχαν θελήσει οι αρχαίοι, γιατί πίστευαν ότι τα αγγεία γίνονταν ένα με το νεκρό, που έπαιρνε μαζί του και τα αφιερώματα των σκευών του.
Το εσωτερικό της χρυσής λάρνακας από το θάλαμο του τάφου ΙΙ στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. Διακρίνονται πάνω από τα οστά το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς και τα θραύσματα πορφύρας και χουντίτη.
Πέθαιναν συχνά οι άνθρωποι στα αρχαία χρόνια, πολύ συχνότερα παρ’ ότι σήμερα, πέθαιναν από την πιο ασήμαντην αρρώστεια. Κάθε μέρα χάνονταν νέες γυναίκες στη γέννα ή μικρά παιδάκια, αυτά με το τίποτα, με το παραμικρό.
Από τα συγκινητικότερα ευρήματα είναι τα αγγεία που απόθεταν δίπλα στα νεκρά παιδιά, σχήματα «μικκύλα», τόσα-δα, στολισμένα όμως με αιθέριες ζωγραφιές, όχι ξένες προς τον παιδικό κόσμο. Είναι σχεδόν εξακριβωμένο ότι οι Αρχαίοι Αθηναίοι δεν έκαψαν ποτέ τα σώματα των μικρών παιδιών, αλλά τα έθαβαν μέσα σε πήλινες λάρνακες.
Σ’ αυτή τη συνήθεια χρωστούμε ότι τόσα αγγεία βρέθηκαν μέσα στους παιδικούς τάφους. Σπάνια τα έχουμε όλα μαζί, όσα βρέθηκαν σ’ ένα τάφο, πράγμα που θα τους χάριζε ξεχωριστό φως.
Είναι σκορπισμένα εδώ και εκεί, σε διάφορα Μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές, όσα δεν εχάθηκαν γυρίζοντας από χέρι σε χέρι. Η δράση των αρχαιοκαπήλων είναι πιο οδυνηρή μέσα στην Αθήνα παρά αλλού, γιατί σε κανέναν άλλο ελληνικό τόπο δεν βρίσκονται έξω από τους ιερούς χώρους καλλιτεχνήματα τέτοιας γραμμής.
Θα αντιλέξουν μερικοί ότι οι Θεσσαλικοί και οι Μακεδονικοί τάφοι έδωσαν χρυσά έργα μεγαλύτερης αξίας. Τούτο είναι αλήθεια, όμως η χρηματική αξία δεν σημαίνει και ότι τα λεπτουργήματα της χρυσοχοϊκής είναι ανώτερα από τα ζωγραφικά. Ακόμη και ένα άλλο: τα χρυσά δεν μιλούν.
Μόνο τα αγγεία μας λένε για τους αθάνατους θεούς και για τους ήρωες, για τους ανθρώπους που περνούν και φεύγουν τόσο σύντομα από τον κόσμο τούτον. Μας λένε για τη ζωή των συμποσίων και της παλαίστρας, για τη μουσική του γυναικωνίτη και αλλού, μας λένε και ανεβαίνουν κάποτε απάνω οι νεκροί για να δεχτούν τα άνθη και τις προσφορές.
Δεν είχαν οι Αθηναίοι τόσο μόνιμη τη συνήθεια των Βοιωτών να προστατεύουν και να διασκεδάζουν τους θαμμένους χαρίζοντας τους πήλινα ειδώλια, «κούκλες» κάθε λογής. Μόνο σπάνια βρίσκονται τέτοιες στους αττικούς τάφους. Οι φημισμένοι «κοροπλάθοι» της Αθήνας θα εργάζονται περισσότερο για τα αναθήματα στα ιερά παρά για τα κτερίσματα των τάφων.
Όμως όσα ειδώλια βγήκαν από τα χέρια των ξεχωρίζουν∙ αλλιώς εργάζονται τις μήτρες οι Αθηναίοι τεχνίτες, με επιμέλεια και με γνώση, με ατομική προσήλωση στην κάθε περίπτωση, χωρίς τη βιασύνη, την ανεμελιά και τον επαρχιωτισμό των Βοιωτών κοροπλαθών.
Το δυστύχημα είναι, είδαμε, ότι οι τυμβωρύχοι, αφανίζοντας βάρβαρα τους τάφους καταστρέφουν και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται να μελετήσουν σε έκταση τις συνήθειες του ενταφιασμού. Πολύ νωρίς, πριν από την ελληνικήν Ανεξαρτησία, άρχισε η συστηματική ιεροσυλία και τα ονόματα του Φωβέλ και του Πρόκες φον Ώστεν αναφέρονται δίκαια ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της.
Στα χρόνια εκείνα σκέφτηκε ένας μεγάλος ελληνοθρεμμένος, και καλλιτέχνης να συγκεντρώσει σ’ ένα μηνημειακό βιβλίο μερικά από τα ευρήματα των αττικών τάφων, πριν να σκορπιστούν και να δώσει, ανάμεσα σ’ άλλα, ένα σχεδίασμα τάφων με το περιεχόμενο του, έως σήμερα πολύτιμο και σεβαστό τεκμήριο για την ακρίβεια και την καλλιγραμία του. Οι τάφοι των Ελλήνων του Βαρώνου Στάκελμπεργκ, από τη Βαλτική, μένουν πάντα ένα ποίημα, λυρικό μαζί και ελεγειακό, εμπνευσμένο από τους αττικούς τάφους.
Θα περίμενε κανείς ότι το ελληνικό Κράτος, βλεποντας ότι μοιραία απλωνόταν σιγά σιγά η πρωτεύουσα πέρα από τον Θεμιστόκλειο περίβολο των τειχών θα ωργάνωνε την επιστημονική ανασκαφή των αρχαίων νεκροταφείων της. Αυτό όμως δεν έγινε. Ένα τυχαίο εύρημα στο σκουπιδαριό της πόλης, το 1870 αποκάλυψε ότι στη θέση τούτη βρισκόταν ο αρχαίος έξω Κεραμεικός και έτσι άρχισε η ανασκαφή του.
Λίγο πιο μέσα ήταν τα τείχη με την επιβλητική κύρια είσοδο του 4ου αιώνα, το Δίπυλο∙ κατά ρητή απαγόρευση οι νεκροί ποτέ δεν εθάβονταν μέσα στην τειχογυρισμένη πολιτεία. Από την αντίθετη, την ανατολική πλευρά του Θεμιστοκλείου περιβόλου, γύρω από το Σύνταγμα, αλλά και μέσα στην πλατεία, βρέθηκαν τυχαία τάφοι και σημειώνονται από τότε στο σχέδιο της αρχαίας πόλης. Για τον προσδιορισμό της θέσης των τειχών στη βορειοανατολική πλευρά είχε σημασία η εύρεση ταφών, αφού είδαμε, έπρεπε τα νεκροταφεία να βρίσκονται έξω απ’ αυτά.
Οι πρώτες επιστημονικές παρατηρήσεις για τα έθιμα της ταφής στην Αθήνα έγιναν το 1882 όταν το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ανέλαβε την δημοσίευση των ελληνικών ανασκαφών του Κεραμεικού. Ενώ στις παλαιότερες του 1870 είχε αποκαλυφθή το νεκροταφείο του 3ου αιώνα, που έδωσε την Ηγησώ, τον Δεξίλεω και τόσα άλλα θαυμάσια ανάγλυφα, τώρα η σκαπάνη εστάθηκε στους τάφους του 8ου αιώνα.
Πρώτη φορά παρουσιάστηκαν οι μεγάλοι γεωμετρικοί αμφορείς, τα «αγγεία του Διπύλου» και έγινε γνωστός ο «ελληνικός μεσαίωνας», όπως ονόμασε την τέχνη εκείνη η εποχή του νατουραλισμού. Σπουδαία στάθηκε η διαπίστωση ότι τα μνημειακά αυτά αγγεία δεν ήταν στημένα πάνω από λάρνακες, αλλ’ από κάλπες που περιείχαν τα καμένα οστά των νεκρών, χωρίς άλλο ευπατρίδων της Αθήνας.
Ανάμεσα στην κάλπη και στο αγγείο μεσολαβούσε ένα στρώμα που περιείχε τα όπλα του νεκρού, θρυμματισμένα από τη πολυκαιρία ή από επενέργεια της νεκρικής πυράς. Πρέπει, λοιπόν, να ήταν ένα σχετικά νέο έθιμο η καύση αυτών των νεκρών, αφού στη Μυκηναϊκή περίοδο ήταν γνωστό μόνο το έθιμο του ενταφιασμού.
Τι γίνεται όμως τον 6ον και τον 5ον αιώνα στην Αθήνα; Μπορούμε να ξέρουμε αν ετάφηκαν ή αν έγιναν τέφρα τα φθαρτά σώματα αθάνατων πευμάτων, όπως του Σόλωνα, του Περικλή, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευρυπίδη, του Σωκράτη και του Πλάτωνα;
Μεγάλος κρατήρας Αθηναίου αγγειογράφου που εικονίζει την εκφορά ενός νεκρού άνδρα, δηλαδή τη μεταφορά του στον τόπο ταφής, με άμαξα που τη σέρνουν δύο άλογα
Πότε έγινε η μετάβαση προς την καύση το απέδειξαν οι ακόμη περισσότερες επιστημονικές ανασκαφές που έγιναν στις ημέρες μας στην αρχαίαν Αγορά, από την Αμερικανική Σχολή Κλασσσικών Σπουδών και στον Κεραμεικό από το Γερμανικό Ινστιτούτο. Επίμονες παρατηρήσεις των ερευνητών έκαναν φανερό, ότι από την αυγή κιόλας της πρωτογεωμετρικής εποχής, στον 11ο αιώνα πχ αρχίζει να γενικεύεται η καύση των νεκρών.
Το έθιμο επικρατεί σιγά σιγά όχι μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και στην Ιωνία, μεταφερμένο εδώ από τους Αθηναίους αποίκους. Ενωρίς, μαζί με την εύρεση των πρώτων μεγάλων γεωμετρικών αμφορέων, έγινε φανερό και τούτο: ότι οι θαυμαστές περιγραφές του Ομήρου για την καύση ηρώων και Τρωικού πολέμου είναι μετφορά στον κόσμο και στην εποχή του έπους εικόνων που είδε ο ποιητής, που εγίνονταν στις ημέρες του και δεν αποδίδουν, όπως θα απαιτούσε η ιστορική ευσυνειδησία, παλαιότερες ταφικές συνήθειες των Αχαιών. Ότι αυτοί δεν εκαίγονταν, αλλά εθάβονταν, είναι βεβαιωμένο από το πλήθος των τάφων της μυκηναϊκής εποχής, που είχαν ανακαλυφθή.
Η τελευτάια επιστημονική συζήτηση δύο αρχαιολόγων, του Ελληνοαμερικανού καθηγητού Γεωργίου Μυλωνά και του Εφόρου Ανατολ. Μακεδονίας Μανόλη Ανδρόνικου στερέωσε περισσότερο παρά εκλόνισε την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν βεβαιωμένες ενδείξεις για την ύπαρξη καύσης στα μυκηναϊκά χρόνια και ότι τα συμπεράσματα των ανασκαφών της Αγοράς και του Κεραμεικού μένουν ατράνταχτα: Μόνο ταφή των νεκρών συνηθιζόταν έως τον 11ον αιώνα, ύστερα από τα χρόνια αυτά αρχίζει και επικρατεί η καύση:
«Με βεβαιότητα ξέρουμε ότι στον Κεραμεικό, από τα μέσα του 11ου αίωνα έως τα τέλη του 9ου αίωνα ξαναπαρουσιάζεται το έθιμου του ενταφιασμού και μέσα στον 8ον αιώνα συναντούμε την παράλληλη χρήση και των δύο τρόπων ταφής, ενώ στις αρχές του 7ου αιώνα ανανεώνεται και πάλι η προτίμηση προς την καύση του νεκρού.
Η εμφάνιση του ενταφιασμού μέσα στον 8ο αιώνα συνδυάζεται από τον Κύμπλερ με άλλα στοιχεία που παρατήρησε στους τάφους της εποχής αυτής και τον κάνει να υποθέσει πως έχουμε την ενίσχυση και την ανάπτυξη παλαιών προελληνικών θρησκευτικών αντιλήψεων, ενώ η ενίσχυση του εθίμου της καύσης στις αρχές του 7ου αιώνα, με την παράλληλη εμφάνιση μεγάλων τύμβων χαρακτηρίζεται ως επανεμφάνιση του ομηρικού κόσμου (Μ.Ανδρόνικος, Ελληνικά, τόμος 17ος, Θεσσαλονίκη, 1960).
Τη συνύπαρξη μικτών τρόπων ταφής στην υστερογεωμετρικήν εποχή βεβαίωσαν οι σημαντικότατες ανακαλύψεις σε μιαν ακραία περιοχή της ελληνικής επέκτασης, στο νησί Ίσχια (Πιθηκούσα), απέναντι στη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου το σχήμα μερικών τύμβων ανακαλούν την περιγραφή της Ιλιάδας για την ταφή του Πατρόκλου.
Σχέδια από την εξαιρετικά σπάνια έκδοση του «Οι τάφοι των Ελλήνων» (1837) του βαρώνου Ότο Στάκελμπεργκ
Τι γίνεται όμως τον 6ον και τον 5ον αιώνα στην Αθήνα; Μπορούμε να ξέρουμε αν ετάφηκαν ή αν έγιναν τέφρα τα φθαρτά σώματα αθάνατων πευμάτων, όπως του Σόλωνα, του Περικλή, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευρυπίδη, του Σωκράτη και του Πλάτωνα;
Όταν δεν υπάρχει ρητή μαρτυρία στους συγγραφείς δεν επιτρέπεται να αποτολμηθή καμμιά υπόθεση, αφού οι αττικοί τάφοι που ανακαλύφτηκαν εβεβαίωσαν ότι υπήρχαν τότε παράλληλα η καύση, όπως και ο ενταφιασμός των νεκρών. Εκεί που υψώνεται σήμερα το κτίριο του Μετοχικού Ταμείου, στο Σύνταγμα, ήταν άλλοτε ένας ελεύθερος περιφραγμένος χώρος, οι Βασιλικοί Σταύλοι. Στα παλαιά χρόνια τα παιδάκια των αμαξάδων, παίζοντας έσκαβαν το χώμα και έβρισκαν μικρά αρχαία κανατάκια ή ζωγραφιστά θραύσματα.
Όταν από το 1926 και έπειτα έγινε η οικοδομική εκσκαφή, βιαστική και ανήλεη, κατωρθώθηκε τουλάχιστο να συγκεντρωθούν τα περισσότερα ευρήματα και να γίνουν μερικές παρατηρήσεις, για τους 150, πάνω κάτω, αρχαίους τάφους που ανακαλύφθηκαν. Ανήκαν οι περισσότεροι στον 5ον αιώνα πχ και ήταν έξω από το θεμιστόκλειο τείχος, που ερχόταν από την πλατεία Συντάγματος και περνούσε μπροστά από την Παλαιά Βουλή.
Πολλοί από τους νεκρούς είχαν ταφεί μέσα σε πήλινες λάρνακες, άλλοι είχαν καεί σε πυρές. Είναι μια θλίψη για τον αρχαιολόγο να βρίσκει σπασμένα και καμένα μέσα στην πυρά, μαζί με τα κόκκαλα του νεκρού, ωραία ερυθρόμορφα αγγεία και αιθέριες λευκές ληκύθους, αυτές με αφανισμένο το επίχρισμα, άρα και τις ζωγραφιές. Έτσι είχαν θελήσει οι αρχαίοι, γιατί πίστευαν ότι τα αγγεία γίνονταν ένα με το νεκρό, που έπαιρνε μαζί του και τα αφιερώματα των σκευών του.
Κάποτε τα καμένα οστά τα φύλαγαν μέσα σ’ ένα αγγείο και το έθαβαν μέσα στη γη. Εκεί βρέθηκε μια ερυθρόμορφη πελίκη (είδος αμφορέα), στολισμένη με μια έξοχη ζωγραφιά. Δύο γυναίκες κρατούν με επισημότητα τα όπλα ενός καθισμένου νέου, χωρίς άλλο του νεκρού. Σημαντική ήταν η ανακάλυψη πάνω από το αγγείο και του «σήματος» της μαρμάρινης στήλης με την επιγραφή Ηφαίστης Χίος. Έργο ενός σπουδαίου αγγειοπλάστη και ενός από τους καλλύτερους αγγειογράφους της εποχής (γύρω στα 430 πχ) ποτέ δεν υπήρξε το αγγείο στόλισμα κάποιου αρχοντικού.
Προωρισμένο από την αρχή να γίνει νεκρική κάλπη, ετάφηκε, μαζί με τα θανατερά λείψανα από κάποιο νεανικό σώμα μέσα στην αττική γή, όπως τόσα άλλα όμοια αγγεία που αγλαίζουν σήμερα τα Μουσεία όλου του κόσμου. Στον 5ον αίωνα ήταν πολύ διαδεδομένες για την υποδοχή της τέφρας και οι χάλκινες στρογγυλές κάλπες. Αδιακόσμητες καθώς είναι έχουν μια σοβαρότητα σχεδόν ιερατική. Επειδή το λεπτό, σφυρήλατο σώμα του αγγείου αφανιζόταν εύκολα μέσα στο υγρό χώμα, εφρόντισαν να φυλάνε τις κάλπες αυτές μέσα σε άλλες μεγαλύτερες από μάρμαρο και να τις σκεπάζουν μ’ ένα βαρύ πώμα.
Δεν είναι εδώ ο τόπος για να εκτεθούν οι θεωρίες σχετικά με την επικράτηση σ’ όλους τους ελληνικούς τόπους του εθίμου της καύσεως από τον 11ον αιώνα πχ. Η αναβίωση του εθίμου του ενταφιασμού αργότερα και ιδιαίτερα η άσκηση του στον 5ον αιώνα, παράλληλα με τη ριζωμένη πια τότε καύση των νεκρών είναι μια ακόμη απόδειξη για την ανεξιθρησκεία των Αθηναίων της βαθύτατα θρησκευτικής κλασσικής εποχής.
Θα ήταν τόσο μεγάλο αμάρτημα αν, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων, δεχόταν η Εκκλησία η ελληνική να καλύψει με την ευλογία της την τέφρα ενός μεγάλου και θεόπνευστου γόνου της χώρας μας, του Δημήτρη Μητρόπουλου;