Ο ελληνικός χώρος κατοικήθηκε προ εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Τα πρώτα πάντως ευρήματα όπλων είναι πολύ μεταγενέστερα και χρονολογούνται στην μέση παλαιολιθική περίοδο. Τα ευρήματα αυτά αφορούν λίθινες αιχμές βελών, ακοντίων και δοράτων. Τα συγκεκριμένα όπλα χρησιμοποιούνταν σαφώς στο κυνήγι, αλλά και προφανώς στις διάφορες συγκρούσεις μεταξύ των τροφοσυλλεκτών ανθρώπων της εποχής.
Προφανώς υπήρχαν και άλλα αγχέμαχα όπλα, όπως ρόπαλα, τα οποία δεν σώθηκαν, διασώθηκαν όμως τα αποτελέσματα της χρήσης τους επί ανθρωπίνων λειψάνων, όπως μαρτυρούν σκελετικά ευρήματα της εποχής. Στους χρόνους αυτούς δεν μπορούμε να μιλάμε δια την ύπαρξη στρατών. Υπήρχαν απλώς ομάδες ενόπλων οργανωμένες σε φυλετική βάση. Οι πρώτοι στρατοί γεννήθηκαν όταν οι περιπλανώμενες ομάδες των κυνηγών εγκαταστάθηκαν μονίμως σε έναν τόπο και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη.
Μόνιμη εγκατάσταση – ηγεμόνες – στρατοί
Ήταν η ίδια η γεωργική επανάσταση της μεσολιθικής – πρώιμης νεολιθικής περιόδου. που δημιούργησε την έννοια της ιδιοκτησίας, υπαγόρευσε την κοινωνική διαστρωμάτωση και τελικώς οδήγησε στην συγκρότηση των πρώτων στρατών της ιστορίας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της αλήθειας αυτής. Στα ερείπια της πρώτης ευρωπαϊκής πόλης, του Σέσκλου (5800 – 4400 π.Χ.), οι ανασκαφείς Χρ.Τσούντας και Δ. Θεοχάρης ανακάλυψαν στην κορυφή της ακρόπολης, το «μέγαρο του ηγεμόνα».
Ο ηγεμόνας θα πρέπει να διέθετε μια ένοπλη φρουρά, τόσο για την προστασία του ιδίου και της ακρόπολης, επί της οποίας βρισκόταν και οι αποθήκες με τα προϊόντα της πόλης, όσο και για την προστασία των πολιτών, οι οποίοι αποτελούσαν το παραγωγικό κεφάλαιο του ηγεμόνα.
Εάν υπολογίσουμε, βάσει του αριθμού ων οικιών τον αριθμό των κατοίκων της πόλης μεταξύ 2.500 και 4.000 ατόμων, στατιστικά, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι η συνολική παρατακτέα δύναμη δεν θα μπορούσε να ξεπερνά τους 800 – 1000 άνδρες. Από αυτούς ένα ποσοστό της τάξης του 10% θα αποτελούσαν ίσως τη μόνιμη ένοπλη δύναμη του ηγεμόνα.
Το παραπάνω στατιστικό υπόδειγμα βασίζεται τόσο στους υπολογισμούς του καθηγητή Δ. Θεοχάρη, περί της πληθυσμιακής πυκνότητας της πόλης του Σέσκλου, όσο και σε σουμεριακά ανάλογα του Σέσκλου υποδείγματα.
Όπλα
Τη συγκεκριμένη περίοδο τα σε χρήση όπλα δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα παλαιολιθικά αντίστοιχά τους. Διακρίνονταν σε εκηβόλα και αγχέμαχα. Τα εκηβόλα ήσαν το τόξο, το ακόντιο και η σφενδόνη. Στα αγχέμαχα κατατάσσονταν το ρόπαλο (κεφαλοθραύστης), το δόρυ και το εγχειρίδιο.
Οι αιχμές και οι λεπίδες των όπλων αυτών ήταν αρχικώς κατασκευασμένες από καλοκατεργασμένο λίθο, συνήθως οψιδιανό (οψιανός), ένα υαλώδες πέτρωμα. Οι λεπίδες του οψιδιανού, άριστα λειασμένες, μπορούν να τεμαχίσουν την ανθρώπινη σάρκα με την ίδια ευκολία που το πράττει και μία μεταλλική. Ο οψιδιανός δεν διαθέτει την ίδια αντοχή φυσικά, κατά την κρούση και αδυνατεί να διαπεράσει θωράκιση. Από τα μέσα της 5ης χιλιετίας πάντως άρχισε στην Ελλάδα η κατεργασία των μετάλλων.
Ασπίδες της εποχής δεν έχουν διασωθεί, ίσως διότι ήταν κατασκευασμένες από φθαρτά υλικά. Είναι πιθανό πάντως να υπήρχαν κάποια υποδείγματα – οι πρώτες ασπίδες, υποδείγματα των οποίων έχουν διασωθεί, αποτελούντο από ένα τεντωμένο εντός ξύλινου πλαισίου δέρμα ζώου. Όσον αφορά τους κεφαλοθραύστες έχουν διασωθεί υποδείγματα πολύαιχμων κεφαλών τους, οι οποίες ήταν κατασκευασμένες από λίθο.
Έχουν επίσης ανακαλυφθεί βλήματα σφενδόνης, λίθινα, καλυμμένα με στρώμα πηλού. Κατά την πρόσκρουση τους σε σκληρό έδαφος ο πηλός έσπαζε και τα θραύσματά του λειτουργούσαν ως «θραύσματα». Την ίδια πρακτική ακολούθησαν αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι, οι οποίοι κάλυπταν με στρώση πηλού τα βλήματα των καταπελτών τους.
Η μεγάλη επανάσταση σημειώθηκε πάντως στις αρχές της 4η χιλιετίας, όταν οι κάτοικοι της Ελλάδας άρχισαν να κατεργάζονται τον χαλκό αρχικώς, και τον ορείχαλκο αργότερα. Τα κατασκευασμένα από το ανθεκτικό μέταλλο όπλα ήταν σαφώς αποτελεσματικότερα.
Άλογο – ιππικό
Εκείνη πάντως την εποχή – περί το 3000 π.Χ. – σημειώθηκε και η δεύτερη στρατιωτική επανάσταση που άλλαξε τη μορφή των πολεμικών συγκρούσεων έως και τον 19ο αιώνα μ.Χ. Ήταν η εισαγωγή των ιπποειδών στους στρατούς της εποχής. Τα πρώτα τεκμήρια προέρχονται από τους Σουμέριους της Μεσοποταμίας και αφορούν δίτροχα αρχικά και τετράτροχα πολεμικά άρματα, τα οποία σύρονταν από δύο έως τέσσερις ονάγρους.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ο ίππος άρχισε να χρησιμοποιείτε ως πολεμικό μέσο από τους κατοίκους της Ελλάδας. Η εξημέρωση του ίππου και η ανακάλυψη του τροχήλατου άρματος γέννησαν ένα νέο όπλο, το ιππικό. Το άρμα ήταν το απόλυτο όπλο σε πεδινά εδάφη, απέναντι σε πεζικό ταγμένο σε χαλαρή τάξη. Κατέστη όμως αποτελεσματικότερο όταν ο επ’ αυτού πολεμιστής εφοδιάστηκε με ένα μακρύ δόρυ.
Ένας λοιπόν πολεμιστής εξοπλισμένος με ένα τέτοιο όπλο μπορούσε να πλήξει με άνεση τους εφοδιασμένους με κοντύτερα όπλα αντιπάλους τους απόσταση ασφαλείας. Αν μάλιστα ο εν λόγω πολεμιστής επέβαινε και σε άρμα τότε ο τακτικό του πλεονέκτημα πολλαπλασιαζόταν χάρη στην ταχύτητα και την ευελιξία του άρματος.
Φυσικά τόσο η κατοχή, όσο και η συντήρηση ενός άρματος και η εκτροφή τουλάχιστον τεσσάρων ίππων ανά άρμα, κόστιζε πολύ. Άρα αρματηλάτες μπορούσαν να είναι μόνο ο εκάστοτε ηγεμόνας και οι ακόλουθοι του. Η κατοχή αρμάτων και ίππων μεγάλωσε και άλλο το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στον ηγεμόνα και τους υπηκόους του, διευκολύνοντας τη μετάβαση στην νέα εποχή που ακολουθούσε, στην «ηρωική», όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, επιτρέποντας παράλληλα στην αριστοκρατία των όπλων να φτάσει στο απόγειο της ισχύος της.
Από την άλλη πλευρά οι διάφοροι ηγεμόνες είδαν πως όφειλαν να δημιουργήσουν και το αντίδοτο απέναντι στις επελάσεις των εχθρικών αρμάτων. Για τον λόγο αυτό εξόπλισαν και το πεζικό με μακρά δόρατα.