Εκείνος, ο Τάσος Νούσιας, ως Ριχάρδος Β΄, μεταξύ παραληρήματος και διαύγειας, αμφιβολιών και αλαζονείας, αυτολύπησης και χιούμορ, αναλογίζεται τα αίτια του ξεπεσμού του. Εκείνη, η σύζυγός του, η σκηνοθέτις Marlene Kaminsky, διαβάζει τη σεξπιρική τραγωδία ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή. Από εκεί δηλαδή που ο έκπτωτος βασιλιάς βρίσκεται φυλακισμένος, απογυμνωμένος από αξιώματα, και βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Όταν ένας απροσδόκητος επισκέπτης εμφανίζεται στο παράθυρο της φυλακής, βγάζοντάς τον από το λήθαργο, είναι η στιγμή που ο Ριχάρδος καλείται να αντιμετωπίσει κατάματα τη θνητή του υπόσταση. Πλέον αναζητά απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα: «Τώρα που τα έχασα όλα, ποιος είμαι;».
Τάσο, πριν τα χάσει όλα, ποιος ήταν ο Ριχάρδος Β΄;
Η ιστορία του είναι η ιστορία ενός νεαρού βασιλιά που αναλαμβάνει την εξουσία σχεδόν στα 10 του χρόνια. Στην πορεία συντρίβεται κάτω από τις αποφάσεις του, εξοντώνει οικονομικά το βασίλειό του, πιάνει πάτο. Τη στιγμή που σκάβει τη μνήμη του, βρίσκεται απέναντι στον εαυτό του και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του προκειμένου να φτάσει στην αυτογνωσία. Ο Ριχάρδος Β΄ θα ζήσει έως τα χρόνια του Ιησού, μέχρι τα 33, οπότε και θα πεθάνει με τον πιο απαξιωτικό τρόπο. Η συνειδητότητα και η αυτογνωσία που αποκτά ο ήρωας λίγο πριν το θάνατο, η συναίσθηση της ματαιότητας και της αλαζονείας, η ρήξη με τους άρχοντες της εποχής αλλά και με τον ίδιο του το λαό τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη φυλακή, την ολοκληρωτική εγκατάλειψη.
Με το εν λόγω έργο επικοινωνείς στο κοινό ερωτήματα που μοιάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ. Γιατί επέλεξες τη θεατρική παράσταση Ριχάρδος Β΄ – Το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά;
Ο Shakespeare, όπως και οι τραγικοί μας, είναι πάντα επίκαιρος. Αυτό άλλωστε τους καθιστά κλασικούς. Είναι ένα σπουδαίο έργο, το οποίο καταπιάνεται σχεδόν με τα πάντα: από την εξουσία και τη ματαιοδοξία μέχρι την έπαρση. Θίγει τον εθνικισμό, το ρατσισμό, την τιμωρία, την αποκαθήλωση και την αυτογνωσία. Θίγει την αλαζονεία, που συχνά προηγείται της πτώσης. Οπωσδήποτε πραγματεύεται ζητήματα που παιδεύουν τον άνθρωπο από τη γέννησή του. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με ένα μεγαλειώδες κείμενο. Και διερωτάται. Είναι απίστευτο αυτό στην εποχή του Facebook και του Instagram, όταν δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε σε κάτι παραπάνω από ένα τέταρτο.
Η αλαζονεία προηγείται της πτώσης, είπες. Πόσο δύσκολη είναι και πού οδηγεί αυτή η συνειδητοποίηση και πώς μπορεί κάποιος να τη διαχειριστεί;
Η διαχείριση έχει να κάνει με τα κουράγια του καθενός από μας και με το πόσο έχουμε δουλέψει με τον εαυτό μας. Ο εαυτός μας άλλωστε είναι και ο βασικός μας αντίπαλος. Είναι αυτός που δύσκολα μπορείς να αντικρίσεις — κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στο έργο ο Ριχάρδος, πριν το τέλος, ζητάει να του φέρουν έναν καθρέφτη και λέει: «Δεν καταλαβαίνω πώς είναι τώρα το πρόσωπό μου. Τώρα που αποκαθηλώθηκε το μεγαλείο μου». Η αυτογνωσία και η αυτοκριτική, εν τέλει, είναι που κάνουν κάποιον να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του.
Είσαι ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος, με άποψη. Θα κατέβαινες στην πολιτική;
Δεν θα κατέβαινα με τίποτα ως υποψήφιος με κάποιο κόμμα στις εκλογές. Δεν μπορώ να βρω μια παράταξη που να με αντιπροσωπεύει. Η πολιτική είναι ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο εγκλωβίζονται οι ίδιοι που ασχολούνται. Κάθε άνθρωπος που εμπλέκεται σε αυτή θα πρέπει να έχει ενσυναίσθηση, αξιακό κώδικα, να μπορεί να αναλαμβάνει ευθύνες και να κατανοεί το μέγεθος μιας καταστροφής. Πολλοί δεν έχουν τη διάνοια αλλά ούτε και το στόχο. Αυτό δεν είναι σημερινό φαινόμενο, η ιστορία ξεκινά πριν από πολλά χρόνια.
Πριν από λίγο καιρό βγήκαμε από τα μνημόνια. Πιστεύεις ότι αρχίζει η ανάκαμψη;
Είναι ανοησία να πιστέψουμε ότι βγήκαμε από τα μνημόνια. Έχουμε δρόμο μπροστά μας. Δεν ξέρω πότε και με ποιον τρόπο θα συνέλθουμε. Δυστυχώς η κατάσταση «βουλιάζει». Ένα ξεσκαρτάρισμα σαφέστατα κι έγινε. Παραμένει όμως ο πολιτισμός του τίποτα, κι αυτό γιατί είμαστε αμετροεπής γενιά.
Παρακολουθείς τηλεόραση; Βλέπουμε πως τα ριάλιτι αυξάνονται και πληθύνονται. Ωστόσο υπάρχουν και πολλές νέες σειρές αυτή τη σεζόν.
Βλέπω ελάχιστα τηλεόραση. Τα ριάλιτι ήταν πάντα μια εύκολη λύση. Όμως είναι πραγματικά αισιόδοξο το ότι γίνονται νέες σειρές. Τα παιδιά το παλεύουν και με έναν τρόπο γρήγορο, καθημερινά. Η μυθοπλασία δεν μπορεί να πεθάνει. Όπως και το θέατρο, είναι μια βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου.
Το κοινό σε έχει κατατάξει στην κατηγορία «ποιοτικός». Είναι κάτι που αποδέχεσαι;
Έχω βρεθεί σε αρκετές mainstream δουλειές. Τι είναι ποιοτικό και τι εμπορικό; Το τι θα πει ο κόσμος υπάρχει πάντα μέσα στο μυαλό σου. Όλα όμως είναι μέσα στη ζωή. Σαφώς το κοινό καταλαβαίνει την πορεία σου, όταν δηλαδή είσαι συνεπής με το λόγο και τις πράξεις σου.
Πέρσι συνεργάστηκες με την Τάμτα στο Cabaret, για την οποία μίλησες με τα καλύτερα λόγια. Επίσης σε είδαμε να είσαι ιδιαίτερα επιεικής σε ερώτηση που δέχτηκες για τον Γιώργο Αγγελόπουλο και την απόφασή του να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να δίνει τη δική του οπτική. Τα έργα δεν είναι για έναν άνθρωπο. Εμείς είμαστε απλά φορείς — άλλοτε καλοί, άλλοτε λιγότερο καλοί. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνει. Όλα κρίνονται από το κοινό. Παντού έχουμε υπερεκτιμημένους ανθρώπους. Μπορεί για μένα κάποιος να είναι χάλια, αλλά για άλλους εννέα να είναι υπέροχος. Άρα το πρόβλημα δημοκρατικά το έχω εγώ.
Πώς αντιμετωπίζεις εσύ μια αρνητική κριτική;
Και ενοχλούμαι και ευχαριστιέμαι. Απλά, ίσως έχω γρηγορότερα αντανακλαστικά ως προς τη διαχείριση. Δεν θέλω να βιώνω ούτε το ένα συναίσθημα ούτε το άλλο περισσότερο απ’ όσο τους πρέπει.