Πώς ήταν τα αρχαία graffiti; Ήταν οι αρχαίοι Έλληνες ανορθόγραφοι; Έγραφαν άσεμνα «συνθήματα» σε… βράχους; Πώς ταχυδρομούσαν ένα μήνυμα μέσα σε όστρακο; Ποια διαδικασία ακολουθούσαν οι συγγενείς ενός νεκρού, που παρήγγειλαν το επιτύμβιο επίγραμμα; Μικρές στιγμές της καθημερινότητας υπαρκτών προσώπων της αρχαιότητας, προσωπικοτήτων της δημόσιας ζωής, μίας κοινωνικής ελίτ ή και απλών τεχνιτών, εμπόρων, πολεμιστών, ανδρών, γυναικών και παιδιών «ζωντανεύουν» μέσα από τη μελέτη των επιγραφών.
«Επιγραφές επιτύμβιες, ιάσεις, αναθήματα στους θεούς, κατάρες, ιδιωτικές επιστολές, αστεϊσμοί, ερωτικά και άσεμνα χαράγματα, εμπορικά σύμβολα προσφέρουν ανεκτίμητο υλικό για την κατανόηση του αρχαίου κόσμου, όχι μόνο στην επίσημη έκφρασή του, αλλά και στην ανεπίσημη ιδιωτική προσωπική καθημερινότητα. Ακόμη και πρόχειρα ανορθρόγραφα χαράγματα (graffiti) σε βράχους, αποκαλύπτουν την προσωπική διάσταση ενός πολιτισμού». Η πρόσφατη έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ) «Εισαγωγή στην ελληνική επιγραφική: από τον 8ο αιώνα ως την ύστερη αρχαιότητα», που επιμελήθηκαν η Νίκη Οικονομάκη και ο καθ. Φιλολογίας του ΑΠΘ Ιωάννης Τζιφόπουλος, μυεί τους αναγνώστες και τους φοιτητές των κλασικών σπουδών στην επιγραφική, μια επιστήμη άρρηκτα συνδεδεμένη με κάθε κλάδο της αρχαιογνωσίας, που συχνά θεωρείται απροσπέλαστη και δυσνόητη.
«Η πρωταρχική αξία των επιγραφών θεωρείται η χρήση τους στη συγγραφή της ιστορίας, καθώς αποτελούν σημαντική και συχνά μοναδική ιστορική πηγή για τη μελέτη αρχαιότητας. Για πολλές περιοχές και πόλεις του ελλαδικού χώρου δε θα ήταν γνωστό τίποτα, αν δεν υπήρχαν τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι επιγραφές, καθώς εκτός από την Αθήνα και τη Σπάρτη πολύ λίγες λογοτεχνικές και ιστορικές μαρτυρίες υπάρχουν για άλλες ελληνικές πόλεις και μικρότερους οικισμούς», ανέφερε η κ Οικονομάκη στην παρουσίαση του βιβλίου, στο πλαίσιο της συμμετοχή του ΚΕΓ στη 13η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκη.
«Η γλωσσική Βαβέλ της αρχαιότητας χαρτογραφείται»
Υπήρξε μία γλωσσική Βαβέλ στην αρχαιότητα ; Πόσες διάλεκτοι ομιλούνταν στην αρχαία Ελλάδα; Πώς κατανέμονταν γεωγραφικά, ποιες ήταν οι μεταξύ τους σχέσεις και ποιες με μη ελληνικές γλώσσες ή διαλέκτους, εκτός ή εντός ελλαδικού χώρου; Απαντήσεις επιχειρούν να δώσουν διεθνώς καταξιωμένοι ειδικοί στην αρχαία ελληνική διαλεκτολογία, μελέτες των οποίων περιλαμβάνονται στον τόμο «Γλωσσικός Χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα», που εξέδωσε πρόσφατα το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, υπό την επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, Κώστα Γιαννάκη.
«Ένας από τους στόχους της ερευνητικής προσπάθειας του ΚΕΓ είναι η διερεύνηση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας και ιδιαίτερα οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής, που αποτελούν σημαντικό άξονα για τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας γενικά. Οι μελέτες επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα, πώς ακριβώς ορίζεται και καθορίζεται η διαχωριστική γραμμή που τέμνει τον Ελλαδικό χώρο σε νότιο και βόρειο τομέα και πώς ταξινομούνται και διατέμνονται οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής σε αυτόν τον χώρο», ανέφερε ο κ.Γιαννάκης στην παρουσίαση του βιβλίου.
Στο βιβλίο αναφέρεται ότι τα γλωσσικά χαρακτηριστικά, πέρα από τα φιλολογικά τα ιστορικά και άλλα στοιχεία, οδηγούν στην ένταξη της μακεδονικής στις δωρικές διαλέκτους της βορειοδυτικής ελληνικής . «Η ταυτότητα της αρχαίας μακεδονικής ως ελληνικής διαλέκτου επιβεβαιώνεται ακόμη μία φορά τόσο από τις μελέτες που περιλαμβάνονται στον τόμο», σημείωσε ο καθηγητής προσθέτοντας ότι και οι ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της Πιερίας και ειδικότερα τα επιγραφικά ευρήματα από τη Μεθώνη, που χρονολογούνται μεταξύ 730-690 π.Χ. «ανοίγουν κάποιες προοπτικές και γεννούν ελπίδες ότι μπορεί να εντοπιστεί υλικό και για τη μακεδονική διάλεκτο».
«Όπως και για τη νεότερη ελληνική, δε μπορεί κανείς να περιορίζεται μονάχα στην κοινή των αστικών κέντρων, υπάρχει ολόκληρος ο παράδεισος των διαλέκτων που αποτελούν τα στοιχεία που έχουν αποτυπώσει και κωδικοποιήσει τις αξίες του ελληνισμού και τη συλλογική εμπειρία του ελληνισμού», ανέφερε ο πρόεδρος του ΚΕΓ, Ιωάννης Καζάζης, ο οποίος έκανε και μία συνοπτική παρουσίαση των δράσεων του Κέντρου. «Έχουμε συνηθίσει στο βιβλίο και έχουμε συνηθίσει και στην Αττική κοινή. Η έρευνα αυτή δεν περιορίζεται στην έκδοση κάποιων βιβλίων, αλλά εκπονούνται ολόκληρες βάσεις δεδομένων, ποικίλες, με πρωτογενή στοιχεία, που δίνονται στην επιστημονική κοινότητα για να τα αξιοποιήσει, τα οποία είναι πολυμεσικά και η έκδοση των βιβλίων είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου», πρόσθεσε.