Οι Έλληνες πιόνια στη ρωσική σκακιέρα… το μεγάλο “πούλημα”


Ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ελλήνων είχαν αρχίσει συσφίγγονται. Έως την ανάρρηση όμως του Μεγάλου Πέτρου στον θρόνο της Αγίας Ρωσίας, οι αγαθές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων ήταν περισσότερο «πλατωνικές». Ο Μέγας Πέτρος όμως, από τη στιγμή που αποφάσισε να αναβιβάσει τη Ρωσία σε μεγάλη δύναμη, είδε τη χρησιμότητα των Ελλήνων στα σχέδια του.

Παραδοσιακός εχθρός της Τουρκίας, για λόγους γεωπολιτικούς καθαρά, η Ρωσία δεν άργησε, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις προηγουμένως, να εκμεταλλευτεί τον πόθο των Ελλήνων για ελευθερία. Σε προκήρυξη του ο Πέτρος υπέγραφε ως Πέτρος Α΄ Αυτοκράτωρ Ρώσων και Γραικών.

Παπαζώλης και Ορλόφ

Το ρωσικό ενδιαφέρον επί του ελληνικού ζητήματος αναζωπυρώθηκε όταν στον τσαρικό θρόνο ανέβηκε η Γερμανίδα Αικατερίνη Β’. Η Αικατερίνη, αφού με τη βοήθεια των εραστών της αδερφών Ορλόφ, «βοήθησε» τον τσάρο σύζυγο της Πέτρο να εγκαταλείψει τον μάταιο αυτό κόσμο, ανέλαβε τα ηνία του τεράστιου κράτους. Μέσω του Γρηγορίου Ορλόφ η Αικατερίνη ήρθε σε επαφή με τον Έλληνα λοχαγό του πυροβολικού Γεώργιο Παπαζώλη (ή Παπάζωλη), από τη Σιάτιστα.

Ενόψει του επικειμένου ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Ορλόφ, με τη συγκατάθεση της Αικατερίνης, αποφάσισε να στείλει τον Παπαζώλη στην Ελλάδα για να διερευνήσει την κατάσταση και να του αναφέρει σχετικά. Με βάση την Τεργέστη ο Παπαζώλης ήρθε σε επαφή, μέσω απεσταλμένων, με προκρίτους της Πελοποννήσου, οι οποίοι με ενθουσιασμό άκουσαν τις εξαγγελίες του περί της ενίσχυσης του κινήματος από τη Ρωσία.

Το 1765 ο Παπάζωλης μετέβη ο ίδιος στην Ελλάδα και ήρθε σε επαφή με γνωστούς αρματολούς και τον Μανιάτη Στέφανο Μαυρομιχάλη. Οι Μανιάτες έδωσαν την απάντηση ότι αν δεν εμφανίζονταν οι Ρώσοι δεν επρόκειτο να κινηθούν. Ο Παπαζώλης στράφηκε προς τον άρχοντα της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη, ο οποίος αποφάσισε να βοηθήσει με όλες τους τις δυνάμεις.

Έρχονται οι Ρώσοι

Το 1768 κηρύχθηκε επίσημα ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην οθωμανική επικράτεια από τον Προύθο. Παράλληλα οι Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλόφ, αδερφοί του Γρηγόριου Ορλόφ, άφησαν την Πετρούπολη και έφτασαν στη Βενετία, με σκοπό να ξεσηκώσουν σε επανάσταση τους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τέσσερα πλοία της γραμμής, τέσσερις φρεγάτες και λίγα μεταγωγικά, τραγικά εξοπλισμένα και στελεχωμένα, αποτελούσαν τον ρωσικό «στόλο». Την κατ’ όνομα διοίκηση είχε ο ναύαρχος Σπιριντόφ. Ουσιαστικός αρχηγός όμως ήταν ο Άγγλος πλοίαρχος Γκρεγκ. Επί των ρωσικών σκαφών επέβαιναν και αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρός.

Στο μεταξύ οι αδερφοί Ορλόφ δέχθηκαν την επίσκεψη Μανιατών απεσταλμένων οι οποίοι όμως τους τόνισαν ότι θα κινούντο μόνο αν εμφανίζονταν στην Πελοπόννησο τουλάχιστον 10.000 Ρώσοι στρατιώτες και μόνο αν η Αικατερίνη διέγραφε από την επιστολή που τους είχε αποστείλει την προσβλητική φράση «η αυτοκράτειρα ηυδόκησεν ίνα σας θεωρήσει (τους Μανιάτες) υπηκόους της». Οι Μανιάτες, εξήγησαν στους Ορλόφ ότι δεν έψαχναν για δυνάστη, αλλά για ελευθερία. Εξ’ αρχής λοιπόν οι σχέσεις μεταξύ Μανιατών και Ορλόφ δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές.

Οι Τούρκοι όμως, φοβούμενοι την έκρηξη νέας επανάστασης, προέβησαν σε προληπτικές σφαγές και διώξεις. Τουρκαλβανοί στρατιώτες άρχισαν να λεηλατούν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Ως και ο οικουμενικός πατριάρχης Μελέτιος, με εντολή του σουλτάνου, καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε. Και ενώ η επανάσταση κινδύνευε να καταπνιγεί πριν καν εκδηλωθεί, οι Ρώσοι δεν έλεγαν να κινηθούν.

Τελικά, ύστερα από πολλές περιπέτειες, η πρώτη ρωσική μοίρα του Σπιριντόφ, στα πλοία της οποίας είχαν επιβιβαστεί και οι αδερφοί Ορλόφ, μαζί με μερικούς Σκλαβούνους και Μαυροβούνιους που είχαν στο μεταξύ στρατολογήσει, έφτασαν στα ελληνικά νερά. Οι Ρώσοι αντί να πλεύσουν ταχέως προς την Πελοπόννησο, απέστειλαν μια φρεγάτα τους στις πελοποννησιακές ακτές, η οποία επί τρεις εβδομάδες τις περιέπλεε, συνεγείροντας τις τουρκικές αρχές. Τελικά στις 28 Φεβρουαρίου ο ρωσικός στόλος αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Οιτύλου.

Οι Ορλόφ όμως είχαν μαζί τους μόνο 500 στρατιώτες, 40 κιβώτια με όπλα, αλλά και ιερατικά άμφια και εικονίσματα! Παρόλα αυτά οι Ορλόφ απαίτησαν την άμεση πολεμική έγερση των Μανιατών. Τους «διέταξαν» μάλιστα να ειδοποιήσουν και τους άλλους μυημένους στο κίνημα οπλαρχηγούς να σπεύσουν σε συνάντηση τους. Τελικά οι Έλληνες πείστηκαν να συμπράξουν και μαζί με τους ελάχιστους Ρώσους στρατιώτες συγκροτήθηκαν δύο στρατιωτικά σώματα , η «Ανατολική Σπαρτιατική Λεγεώνα» και η «Δυτική Σπαρτιατική Λεγεώνα».

Πολιορκία Κορώνης, Καλαμάτα, Μυστράς

Πρώτος στόχος των στρατευμάτων των Ορλόφ ήταν η Κορώνη. Στις 10 Μαρτίου 1770 ο Θεόδωρος Ορλόφ εμφανίστηκε με τρία πλοία της γραμμής ενώπιον της πόλης και αποβίβασε 400 άνδρες. Η τουρκική φρουρά, εκ 400 επίσης ανδρών, ήταν έτοιμη αρχικά να παραδοθεί. Όταν όμως άρχισαν οι επιχειρήσεις και οι Τούρκοι είδαν την ανικανότητα του Θεόδωρου Ορλόφ, ανέκτησαν το θάρρος τους και συνέχισαν την αντίσταση. Την ίδια ώρα η Δυτική Λεγεώνα, αποτελούμενη από 200 Έλληνες και 12 Ρώσους, καταλάμβανε την Καλαμάτα.

Η Ανατολική Λεγεώνα είχε επίσης κατορθώσει να κυριεύσει τον Μυστρά, λόγω του τρόμου των Τούρκων απέναντι στις ρωσικές στολές που φορούσαν οι άνδρες της. Η νίκη στον Μυστρά είχε ως συνέπεια να ξεσπάσει γενική επανάσταση των Ελλήνων, από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Αν οι Ρώσοι είχαν φέρει μαζί τους περισσότερες δυνάμεις και όπλα οι Τούρκοι θα είχαν από τότε συντριβεί.

Οι Ρώσοι όμως σύντομα έδειξαν τις αδυναμίες τους. Η πολιορκία της Κορώνης δεν έβαινε καλώς, λόγω της ανικανότητας των Ρώσων πυροβολητών, οι οποίοι κατά τον Μαυρομιχάλη «κατέστρεφαν τα σπίτια των Ελλήνων στα ριζά του κάστρου, χωρίς να βλάπτουν το κάστρο καθ’ αυτό».

Η κριτική του Μαυρομιχάλη προκάλεσε νέες έριδες με τον Θεόδωρο Ορλόφ. Ο Ρώσος δεν δίστασε μάλιστα να αποκαλέσει τον Μανιάτη ηγέτη αποστάτη και σχεδόν βγήκαν τα σπαθιά απ΄τα θηκάρια… Κατόπιν τούτων οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πολιορκία της Κορώνης, παρά το γεγονός ότι στις 23 Απριλίου 1770, αφίχθη στις ελληνικές θάλασσες και δεύτερη μοίρα τους στόλου τους.

Οι Έλληνες της Κορώνης ήταν τα πρώτα θύματα της ρωσικής εγκατάλειψης και πλήρωσαν με τον μαρτυρικό τους θάνατο τα «παιγνίδια» της Αικατερίνης. Στο μεταξύ οι οπλαρχηγοί της Στερεάς είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν το Μεσολόγγι, το οποίοι οχύρωσαν με τάφρο και το οποίο κατέστησαν έδρα της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης.

Γενική εξέγερση

Η επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε μάταια τότε από τους Ορλόφ τη διάθεση ενός πολεμικού πλοίου προς φύλαξη της εισόδου του Κορινθιακού. Παράλληλα οι Λαχούρης και Γρίβας πολιορκούσαν το Αγρίνιο και ο Σταθάς εκδίωκε τους Τούρκους από όλον τον Βάλτο, έως τα Άγραφα και το Καρπενήσι.

Νοτιότερα ο Σουσμάνης πολιορκούσε τη Ναύπακτο. Στην υπόλοιπη Στερεά, οι οπλαρχηγοί Κομνηνός και Καλπούζος πολιορκούσαν τη Λειβαδιά και ο Μητρομάρας είχε αναγκάσει τους Τούρκους να κλειστούν στην Ακρόπολη των Αθηνών.

Στην Πελοπόννησο ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος τέθηκε επικεφαλής επαναστατικού στρατού και απελευθέρωσε ολόκληρη την επαρχία Φαναρίου και Καλαβρύτων, την ώρα που οι Νοταράδες καταλάμβαναν τον Ισθμό, ενώ οι Μανιάτες καταλάμβαναν την Πύλο.

Ακριβώς αυτή τη στιγμή που η νίκη χαμογελούσε στους Έλληνες, οι Ρώσοι αποφάσισαν να εκβιάσουν τις εξελίξεις, με τραγικές συνέπειες.

Ήττα στην Τρίπολη και σφαγές

Η Ανατολική Λεγεώνα, υπό τον Αντώνιο Ψαρό, αριθμούσα περί τους 3.000 ενόπλους, διατάχθηκε από τους Ορλόφ να καταλάβει την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου Τρίπολη. Επρόκειτο για χίμαιρα. Ο Ψαρός με τους 3.000 άνδρες του, χωρίς ιππικό και πυροβολικό θα ήταν αδύνατο να καταλάβει την καλά οχυρωμένη Τρίπολη, την οποία άλλωστε φρουρούσαν σημαντικές τουρκικές δυνάμεις.

Μοιραία λοιπόν ο Λεγεώνα του Ψαρού διαλύθηκε από το τουρκικό ιππικό. Αποτέλεσμα της ήττας ήταν ο πασάς της Τρίπολης να διατάξει γενική σφαγή των Ελλήνων. Περισσότεροι από 3.000 Έλληνες της Τρίπολης σφάχθηκαν και οι Τούρκοι έβαψαν με το αίμα τους τα άλογα και τα χέρια τους, ευχαριστώντας τον “προφήτη” για τη νίκη που τους χάρισε.

Το αυτό συνέβη και στα Τρίκαλα όπου άλλοι τόσοι Έλληνες σφάχθηκαν, μετατρέποντας τον Πηνειό σε ερυθρό τέλμα. Σφαγές όμως πραγματοποιήθηκαν και στη Λήμνο, στη Σμύρνη και στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι στρατολόγησαν πλήθη Αλβανών τα οποία διέταξαν να εξοντώσουν τους Έλληνες.

Οι τουρκαλβανικές ορδές επιτέθηκαν πρώτα στους οπλαρχηγούς της δυτικής Στερεάς. Ο Σταθάς αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στα βουνά. Ο Γρίβας όμως και αδερφός του Τσέγιος, μαζί με τον Λαχούρη, έδωσαν σκληρή μάχη αλλά έπεσαν όλοι πολεμώντας.

Μετά την κατάπνιξη της επανάστασης στη Στερεά, οι Τουρκαλβανοί κατέβηκαν στην Πελοπόννησο, αφού πρώτα ήραν την πολιορκία της Λειβαδιάς και κατέλαβαν το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό σφάζοντας και λεηλατώντας. Μάταια ο Μητρομάρας προσπάθησε να τους σταματήσει στον Ισθμό. Αν και διέλυσε ένα ολόκληρο εχθρικό σώμα, αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη Σαλαμίνα, μαζί με τα γυναικόπαιδα της Μεγαρίδος, λόγω της τεράστιας αριθμητικής υπεροχής του εχθρού.

Η Πελοπόννησος ανασκάπτεται

Οι Τουρκαλβανοί εισέβαλαν τελικά στην Πελοπόννησο μέσω του Ισθμού, αλλά και μέσω Πατρών, στις οποίες αποβιβάστηκαν ανενόχλητοι από τα ρωσικά πολεμικά, τα οποία ναυλοχούσαν στην Πύλο. Η Πάτρα ισοπεδώθηκε και η Κόρινθος μόλις διεσώθη, αφού οι κάτοικοι έδωσαν τεράστιο «μπαχτσίσι» στους εχθρούς.

Στη συνέχεια 8.000 Τουρκαλβανοί, υπό τον Χατζή Οσμάν επιτέθηκαν στους Μανιάτες. Ο Μαυρομιχάλης με 24 ακόμα άνδρες κατόρθωσε να αντισταθεί επί τρείς μέρες. Στο τέλος όμως, αυτός και ο γιος του, οι μόνοι που είχαν απομείνει ζωντανοί επιχείρησαν μισό-καμένοι έξοδο.

Συνελήφθησαν όμως και σφαγιάστηκαν. Στη συνέχεια οι Τουρκαλβανοί, υπό τα αδιάφορα βλέμματα των Ορλόφ, επιτέθηκαν κατά της Μεθώνης, διέλυσαν το ρωσικό σώμα που τη φρουρούσε και κατάσφαξε όλους τους Έλληνες κατοίκους της. Την ίδια ώρα ο Θεόδωρος Ορλόφ, όχι μόνο παρέμενε αδρανής στην Πύλο, αλλά αρνείτο και την είσοδο εντός των τειχών στους χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, που έφευγαν για να γλιτώσουν το τουρκικό μαχαίρι.

Και όμως οι Ρώσοι είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν αφού, είχαν μάλιστα απαλλαγεί από τον οθωμανικό στόλο τον οποίο κατέστρεψαν παντελώς. Στο μεταξύ ο ρωσικός στόλος επιχειρούσε στο Αιγαίο και «απελευθέρωνε» νησιά, τα οποία αμέσως μετά εγκατέλειπε στην εκδικητική μανία των Τούρκων. Όσον αφορά την Πελοπόννησο, 60.000 Τουρκαλβανοί ρήμαζαν τον τόπο, σε ένα πρωτοφανές όργιο αίματος και φρίκης.

Τελικά η Αικατερίνη υπέγραψε το 1774 με τον σουλτάνο τη συνθήκη του Κιουτσούκ –Καϊναρτζή, με την οποία έληγε ο πόλεμος και ελήφθη, υποτίθεται, κάποια μέριμνα για τους ορθοδόξους υπηκόους της Υψηλής Πύλης. Ουσιαστικά όμως καμία μέριμνα δεν ελήφθη και οι Αλβανοί έσφαζαν ανενόχλητοι Έλληνες έως το 1779. Τότε μόνο πήρε μέτρα εναντίον τους ο σουλτάνος γιατί είχαν σε τέτοιο βαθμό αποθρασυνθεί ώστε τόλμησαν να επιτεθούν και κατά των κυρίων τους των Τούρκων.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ