Ποιός ήταν ο Τόμας Μπίτσαμ;


Άγγλος διευθυντής ορχήστρας και ιμπρεσάριος. Μία από τις πιο σημαντικές μουσικές προσωπικότητες της Μεγάλης Βρετανίας και ο πρώτος άγγλος μαέστρος διεθνούς φήμης.

Ο Τόμας Μπίτσαμ (Thomas Beecham) γεννήθηκε στην Αγία Ελένη του Λάνκαστερ στις 29 Απριλίου 1879, στους κόλπους μιας φιλόμουσης οικογένειας φαρμακοβιομηχάνων. Ο συνονόματος παππούς του είχε κάνει περιουσία από τα καθαρτικά χάπια, που παρασκεύαζε η εταιρεία του Beecham’s Pill (μετέπειτα SmithKline Beecham, σήμερα GlaxoSmithKline). Σπούδασε κατ’ ιδίαν μουσική με τους Τσαρλς Γουντ στο Λονδίνο και Μόριτς Μοσκόφσκι στο Παρίσι. Ως διευθυντής ορχήστρας υπήρξε αυτοδίδακτος.

Το 1899 έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως μαέστρος στη γενέτειρά του Αγία Ελένη και τρία χρόνια αργότερα το επαγγελματικό του ντεμπούτο. Το 1906 ο Μπίτσαμ κλήθηκε στο Λονδίνο να διευθύνει τη νεοσυσταθείσα New Symphony Orchestra. Επέλεξε έργα που ταίριαζαν στο γούστο του, αδιαφορώντας για τις προτιμήσεις του κοινού. Πρότεινε έργα ελασσόνων συνθετών του 18ου και 19ου αιώνα, όπως των γάλλων Ετιέν Μεχίλ και Νικολά Νταλεράκ και του ιταλού Φερντινάντο Παέρ. Την εποχή εκείνη ανακάλυψε τη μουσική του Φρέντερικ Ντίλιους, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία και αφιέρωσε πολύ χρόνο στην προώθηση του έργου του.

Τη δεκαετία του 1910 ο νεαρός μαέστρος είχε αποξενωθεί από την οικογένειά του, επειδή ο πατέρας του Τζόζεφ είχε κλείσει τη μητέρα του σε ψυχιατρείο, καθώς έπασχε από διανοητικές διαταραχές. Οι δύο άνδρες τα ξαναβρήκαν το 1909, όταν ο πατέρας ανέλαβε την οικονομική υποστήριξη της Beecham Symphony Orchestra, που είχε ιδρύσει ο γιος του με νεαρούς ταλαντούχους μουσικούς, των οποίων η ηλικία δεν ξεπερνούσε τα 25 χρόνια. Η ορχήστρα δεν τράβηξε το ενδιαφέρον του κοινού και σύντομα διαλύθηκε. Τα επόμενα χρόνια ο Μπίτσαμ ασχολήθηκε με την όπερα, είτε ως μαέστρος, είτε ως ιμπρεσάριος, με βάση το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου. Μετεκάλεσε για πρώτη φορά τα Μπαλέτα Ντιαγκίλεφ κι έτσι το λονδρέζικο κοινό γνώρισε τη μουσική του Στραβίνσκι, αλλά και τις όπερες σπουδαίων ρώσων συνθετών του 19ου αιώνα, όπως των Μουσόργκσκι, Ρίμσκι-Κόρσακοφ και Μποροντίν.

Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ανέκοψε τη μουσική δραστηριότητα του Μπίτσαμ. Συνέχισε να παρέχει την οικονομική του υποστήριξη στις ορχήστρες The Halle του Μάντσεστερ και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Το 1915 σχημάτισε θίασο όπερας (Beecham Opera Company) και περιόδευσε σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία. Μετά τον πόλεμο συνέδεσε και πάλι την τύχη του με το Κόβεντ Γκάρντεν. Τη δεκαετία του 1920 εγκατέλειψε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, λόγω οικονομικών προβλημάτων και αφοσιώθηκε στη διεύθυνση ορχήστρας. Γρήγορα απέκτησε διεθνή φήμη, διευθύνοντας σπουδαία ορχηστρικά σύνολα σε ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία. Το 1932 ίδρυσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (LPO), αναδεικνύοντάς την πολύ γρήγορα σε σπουδαίο συμφωνικό σύνολο με διεθνή καριέρα. Τον ίδιο χρόνο ο Μπίτσαμ επανήλθε στο Κόβεντ Γκάρντεν ως καλλιτεχνικός διευθυντής.

Με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπίτσαμ μετακόμισε στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Αυστραλία, όπου συνέχισε τη μουσική του δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1944 επανήλθε στη Μεγάλη Βρετανία και ανέλαβε εκ νέου τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου για μικρό διάστημα. Το 1946 αποχώρησε για να ιδρύσει τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (RPO), την οποία σύντομα ανέδειξε ως μία από τις κορυφαίες της Αγγλίας. Παρέμεινε μουσικά ενεργός καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, διευθύνοντας συμφωνικές ορχήστρες σε πολλά μέρη του κόσμου. Πέθανε στις 8 Μαρτίου 1961, από καρδιακό επεισόδιο, σε ηλικία 81 ετών. Ο Μπίτσαμ νυμφεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε τρία παιδιά, τα δύο από τον πρώτο του γάμο και το ένα εκτός γάμου.

Δυναμικός, πολύπλευρος και ακούραστος ιδρυτής σπουδαίων ορχηστρών και δεινός καλλιτεχνικός μπίζνεσμαν, ο βαρωνέτος σερ Τόμας Μπίτσαμ (απέκτησε τον τίτλο ευγενείας από τον πατέρα του) υπήρξε ο πιο προικισμένος μουσικός – μάνατζερ της Μεγάλης Βρετανίας, που όμοιός του δεν έχει εμφανισθεί μέχρι σήμερα, όπως παραδέχονται μουσικοί παράγοντες του νησιού. Το ρεπερτόριό του υπήρξε ευρύ και πολυποίκιλο. Ο Μπαχ δεν του έλεγε και πολλά πράγματα, σε αντίθεση με τον Χέντελ, που φρόντισε να αναδείξει το έργο του. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη μουσική του Χάιντν, του Μπερλιόζ, του Σιμπέλιους, του Σούμπερτ και του Ρίχαρντ Στράους. Για τους συμπατριώτες του συνθέτες δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση, με εξαίρεση τον Ντίλιους. Σε κόντρα βρισκόταν και με πολλούς βρετανούς συναδέλφους του, οι οποίοι του καταλόγιζαν αυταρχικότητα, σε αντίθεση με τους ξένους συναδέλφους του, με τους οποίους διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις και τους οποίους συχνά προσκαλούσε στην Αγγλία για συναυλίες.

Για τον Μπίτσαμ έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλές ιστορίες, κάποιες από αυτές επινοημένες, δηλωτικό της έντονης και πνευματώδους προσωπικότητάς του. Το 1978 κυκλοφόρησε το βιβλίο Beecham Stories, με ρήσεις και ανέκδοτα του άγγλου μαέστρου. Μερικά από αυτά:

«Μουσικολόγος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να διαβάσει μουσική, αλλά δεν μπορεί να την ακούσει.»
«Δύο είναι οι προϋποθέσεις για μια καλή συναυλία: η ορχήστρα πρέπει να αρχίζει και να τελειώνει μαζί. Ο κόσμος δεν δίνει δεκάρα για το τι γίνεται στο ενδιάμεσο.»
Στη 70η επέτειο των γενεθλίων του ο Μπίτσαμ έλαβε ευχετήρια τηλεγραφήματα από τους Ρίχαρντ Στράους, Στραβίνσκι και Σιμπέλιους. Και η παρατήρησή του: «Κάτι από τον Μότσαρτ;»
Ο μαέστρος απευθύνεται σε μια ανεπαρκή βιολοντσελίστρια: «Κυρία μου, έχετε στα σκέλια σας ένα όργανο, ικανό να δώσει ευχαρίστηση σε χιλιάδες ανθρώπους, και το μόνο που κάνετε είναι να το ξύνετε!» Το ανέκδοτο αποδίδεται και στον Αρτούρο Τοσκανίνι.
«Μεγάλη μουσική είναι αυτή που διαπερνά το αυτί με ευκολία και αφήνει τη μνήμη με δυσκολία».
«Η κινηματογραφική μουσική είναι σκέτος θόρυβος, πιο επίπονος στο αυτί και από την ισχιαλγία μου».

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ