Κατά την μελέτη της μυθολογίας, παρουσιάζονται οι ‘Ελληνες Θεοί πολύ συχνά, κυρίως από ποιητές αλλά και γενικότερα σε διάφορες πηγές, να κλαίνε και να γελούν. Για τους μελετητές όμως της Ελληνικής Θεολογίας τι μπορεί αυτές οι καθαρώς ανθρώπινες συναισθήματικές εκφράσεις να υποδηλώνουν σε σχέση με την ουσία και το έργο των Θεών; Θα παραθέσουμε λοιπόν το κάτωθι απόσπασμα (Πρόκλος Εις Τας Πλάτωνος Πολιτείας ΄Απαντα 2 τ. &123-129) που το διασαφηνίζει σε σημαντικό βαθμό.
Μάλιστα, η απόδοση του κειμένου δεν θα είναι επακριβής αλλά, για να μπορέσει να γίνει το νόημα του περισσότερο εύληπτο, η μετάφρασή του θα γίνει από εμάς τρόπον τινά πιο περιφραστική και σε κάποια σημεία θα σχολιάσουμε σε παρενθέσεις κάποιες δικές μας επισημάνσεις, χωρίς όμως επουδενί να παραλλάσσεται το σπουδαίο νόημα του αποσπάσματος.
« Αυτά τα συναισθήματα, ο γέλωτας και ο κλαυθμός, είναι μεν οικεία στους ανθρώπους, που είναι από την φύση τους θνητοί, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για στους Θεούς. Οι Θεότητες είναι εγκατεστημένες πέραν της χαράς αλλά και της λύπης. Διότι, δεν είναι δυνατόν να προσθέσουμε δάκρυα σε αυτούς που δεν δακρύζουν, λύπη σε αυτούς που δεν λυπούνται, και, πάθη σ’ αυτούς που είναι άτρωτοι από πάθη.
Όταν λοιπόν οι μυθοπλάστες ή οι ποιητές μας παρουσιάζουν τους Θεούς να κλαίνε μας φανερώνουν την ΠΡΌΝΟΙΑ τους για τα θνητά πράγματα …
Το γέλιο των θεών από την άλλη είναι η ΠΛΗΣΜΟΝΗ η περίσσια δηλαδή αγαθοειδης ενέργεια που εξαπλώνεται προς το σύμπαν ως αιτία της ευταξίας των εγκοσμίων πραγμάτων. Και επειδή η πρόνοια αυτού του είδους είναι ασύλληπτη και η παροχή αυτή όλων των αγαθών από μέρους των Θεών αδιάλειπτη, είναι λογικό να δεχόμαστε το ότι, ο εκάστοτε ποιητής, εν προκειμένω ο Όμηρος, χαρακτηρίζει το γέλιο αυτό των Θεών δυνατό και ασυγκράτητο.
Οι μύθοι δηλαδή μας λένε ότι οι Θεοί δεν κλαίνε πάντα, ενώ γελούν αδιάκοπα, επειδή τα δάκρυα είναι σύμβολα της ΠΡΟΝΟΙΑΣ τους για τα θνητά και τα φθαρτά πράγματα, τα οποία, άλλοτε υπάρχουν και άλλοτε όχι, ενώ, το γέλιο συμβολίζει την επενέργεια στα συμπληρώματα του σύμπαντος που έχουν καθολικό χαρακτήρα και κινούνται πάντοτε με το ίδιο τρόπο.
Για τον λόγο αυτό όταν διαιρούμε τα δημιουργήματα σε Θεούς και ανθρώπους, αποδίδουμε το γέλιο στην γένεση των Θεοτήτων, ενώ, το κλάμα, στην σύσταση των ανθρώπων ή των ζώων.
“Δάκρυα δικά σου είναι το γένος των πολυμόχθων ανθρώπων, ενώ γελώντας δημιούργησες το ιερό γένος των θεών” Ορφικό Απόσπασμα 236 Συλλογή Οtto Kern
Και όταν διαιρούμε τα δημιουργήματα σε ουράνια και υποσελήνια, στο ίδιο πνεύμα πάλι αποδίδουμε το γέλιο στα ουράνια και το κλάμα στα υποσελήνια. Όταν μάλιστα προκειμένου για τα ίδια τα υποσελήνια σκεφτόμαστε τη διαδικασία της γένεσεως και της φθοράς, ανάγουμε την πρώτη στο γέλιο των Θεών και την δεύτερη στους θρήνους τους.
Γι αυτό το λόγο και στα μυστήρια οι επικεφαλείς των ιερών θεσμών προτρέπουν να γίνονται αυτά σε τακτούς χρόνους. (Δηλαδή οι τελετουργίες που ενέχουν τον κλαυθμό, όπως τα μυστήρια του Αδώνιδος, αλλά και εορτές-τελετές που απαιτούν τον γέλωτα, όπως για παράδειγμα τα Φαλληφόρια ή γενικότερα οι Διονυσιακές Τελετές, είναι επιβεβλημένο να επιτελούνται στην παραδεδομένη από τους αρχαίους ιερείς-μύστες χρονική περίοδο)
Ο τρόπος μάλιστα είναι ο ίδιος για να μην καταλαβαίνουν άνοες και οι αμύητοι ότι κάνουν μυστικά οι θεουργοί, ούτε και τις μυθοπλασίες του είδους αυτού. Διότι, εάν παρακολουθούν και τα δύο τούτα χωρίς να διαθέτουν αληθινή γνώση ,τότε στις ζωές των πιο πολλών από αυτούς δημιουργείται φοβερή και παράδοξη σύγχυση όσο αφορά την ευσέβεια προς το Θείο.»
Όταν λοιπόν την επόμενη φορά θα επισημάνετε μία από τις δύο αυτές ανθρώπινες συμπεριφορές σε κάποιο κείμενο Ελληνικής Θεολογίας-Μυθολογίας ή θα αντικρίσετε σε κάποιο μουσείο ένα άγαλμα αρχαϊκής για παράδειγμα περιόδου, με το χαρακτηριστικό του μειδίαμα, είναι σημαντικό να ανατρέξετε νοητικά αμέσως στον ως άνω παραδεδομένο αποσυμβολισμό και αυτομάτως η όλη συνείδηση σας, σε ότι αφορά τις συναισθηματικές αυτές εκδηλώσεις, θα μεταλαχθεί.
Και τότε, σταδιακώς, όπως μας αποκαλύπτει και η τελευταία ρήση του αποσπάσματος, δε θα μας γεννάται κανενός είδους σύγχυση σε ότι αφορά την θεολογικώς ορθή απότιση ευσεβείας-λατρείας προς τα ύψιστα Θεολογικά μεγέθη της Ελληνικής Θρησκείας.