Οι ΗΠΑ αύξησαν την πίεση στην Τεχεράνη, ανακοινώνοντας το τέλος των εξαιρέσεων που επέτρεπαν σε κράτη που είναι μεγάλοι εισαγωγείς πετρελαίου να αγοράζουν από το Ιράν, σε μια κίνηση που εγείρει ερωτήματα για την ικανότητα των άλλων πετρελαιοπαραγωγών να καλύψουν το κενό.
Ως αποτέλεσμα, η τιμή του πετρελαίου Brent, που αποτελεί σημείο αναφοράς, αυξήθηκε πάνω από τα 74 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά εδώ και έξι μήνες.
Μπορούν οι ΗΠΑ να μειώσουν τις εξαγωγές του Ιράν στο μηδέν;
Το Ιράν παράγει περίπου 2,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα και έχει εξαγωγές ενός εκατομμυρίου βαρελιών την ημέρα τους τελευταίους πέντε μήνες, σύμφωνα με εκτιμήσεις της συμβουλευτικής εταιρείας FGE Energy. Ιστοσελίδες που παρακολουθούν πετρελαιοφόρα υποστηρίζουν ότι το Ιράν εξάγει μυστικά ακόμα περισσότερα: περίπου 1,9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Η μεγαλύτερη ποσότητα πηγαίνει σε πέντε μεγάλους αγοραστές: Ινδία, Κίνα, Νότια Κορέα, Ιαπωνία και Τουρκία.
«Η Κίνα έχει ήδη υπονοήσει την αντίθεσή της στην υιοθέτηση από τις ΗΠΑ μονομερών κυρώσεων, έτσι είναι απίθανο να δούμε τις ιρανικές εξαγωγές να πέφτουν στο μηδέν», δήλωσε ο Τζιοβάνι Σταουνόβο, αναλυτής στη UBS Wealth Management. Οι άλλοι όμως θα μπορούσαν να συμμορφωθούν, κάτι που σημαίνει ότι μια μείωση κάτω από το 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα πρέπει να αναμένεται, συμπλήρωσε.
Χωρίς κανένα νομικό μέσο για να γίνουν αγορές, υπάρχει καλή πιθανότητα οι ΗΠΑ να υπονομεύσουν σημαντικά τις ιρανικές πωλήσεις. Δεδομένου, όμως, ότι η Τεχεράνη κάνει τους τελευταίους μήνες λαθρεμπόριο μεταξύ 100.000-300.000 βαρελιών την ημέρα, κατ’ ελάχιστον αυτές οι ποσότητες είναι πιθανό να συνεχίσουν να φτάνουν στις διεθνείς αγορές.
Είναι η αγορά προετοιμασμένη να καλύψει τις ελλείψεις;
Οι παραγωγοί του ΟΠΕΚ και οι σύμμαχοί τους εκτός του καρτέλ έχουν περιορίσει μετά τον Ιανουάριο την παραγωγή για να φέρουν την αγορά σε ισορροπία, καθώς η προσφορά φούσκωσε στα τέλη του 2018. Οπότε υπάρχει περιθώριο για ελιγμούς.
Οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι μίλησαν στη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να εξασφαλίσουν ότι υπάρχει «επαρκής προσφορά». Σύμφωνα με το τμήμα ενέργειας των ΗΠΑ, η αυξημένη αμερικανική παραγωγή από κοινού με την ικανότητα του ΟΠΕΚ να παράγει περισσότερο σημαίνει ότι υπάρχει επαρκής ικανότητα. Η Σαουδική Αραβία παράγει κάτω από 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, αλλά αξιωματούχοι δηλώνουν ότι είναι σε θέση να αντλεί σε μόνιμη βάση ένα εκατομμύριο βαρέλια περισσότερα.
«Αυτή η εκτίμηση [του τμήματος ενέργειας] δίνει στη διοίκηση Τραμπ μια λάθος αίσθηση ασφάλειας», λένε αναλυτές της συμβουλευτικής Energy Aspects. Όχι μόνο μπορεί να υπάρξει ασυμβατότητα στον αριθμό των βαρελιών που απαιτούνται, αλλά και στον τύπο αργού που ζητά η αγορά, υποστηρίζουν.
Η πιθανότητα διακοπών στην προσφορά από χώρες που έχουν προβλήματα, όπως η Λιβύη και η Βενεζουέλα, είναι επιπρόσθετος κίνδυνος.
Πώς θα αντιδράσει ο υπόλοιπος ΟΠΕΚ;
Η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να είναι προσεκτική με τους εταίρους στον ΟΠΕΚ και τους συμμάχους εκτός του καρτέλ.
Η Ρωσία, η οποία προχώρησε πέρυσι σε συμμαχία με τον ΟΠΕΚ και προσπάθησε να ενισχύσει την παραγωγή της τους προηγούμενους μήνες, ίσως καλωσορίσει κάποια κίνηση για αύξηση της προσφοράς. Η Βενεζουέλα, όμως, η οποία όπως το Ιράν αντιμετωπίζει αμερικανικές κυρώσεις, είναι λιγότερο πιθανό να συμφωνήσει σε οποιαδήποτε πολιτική αναφορικά με την παραγωγή, που θα βοηθά τους στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος παραγωγός του ΟΠΕΚ, αύξησε την παραγωγή της την περασμένη χρονιά, αναμένοντας ότι ο Ντ. Τραμπ θα επιβάλει εκ νέου κυρώσεις στο Ιράν, αλλά οι ΗΠΑ διατήρησαν τις εξαιρέσεις για κάποιους αγοραστές. Όχι μόνο αισθάνθηκε αδικημένο, αλλά έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει την οργή άλλων μελών του ΟΠΕΚ.
Αυτή τη φορά, πηγές με γνώση της ενεργειακής πολιτικής της Σαουδικής Αραβίας λένε ότι οποιαδήποτε αύξηση στην παραγωγή της θα γίνει μόνο όταν οι ιρανικοί όγκοι μειωθούν. Η Σαουδική Αραβία θα είναι περισσότερο προσεκτική και δεν θα αυξήσει την παραγωγή μονομερώς, δηλώνουν.
Η σαουδαραβική κυβέρνηση είπε ότι «θα συνεργαστεί με τους φίλους παραγωγούς πετρελαίου για να εξασφαλίσει επαρκή προσφορά».
Τι σημαίνουν αυτά για τις τιμές του πετρελαίου;
Η αμερικανική κυβέρνηση υποβαθμίζει τον κίνδυνο εκτόξευσης των τιμών του πετρελαίου. Αξιωματούχος είπε σε δημοσιογράφους τη Δευτέρα: Η αγορά είναι καλά σε όρους προμήθειας και είμαστε πεπεισμένοι ότι θα συνεχίσει να είναι».
Αναλυτές του ενεργειακού κλάδου αναρωτιούνται πόσο «σφιχτή» μπορεί να γίνει η αγορά βραχυπρόθεσμα, ειδικά αν μεγάλοι παραγωγοί εξαντλήσουν τα αποθέματα επιπλέον παραγωγής, εμποδίζοντας την ικανότητά τους να αντλήσουν περισσότερο σε περίπτωση περαιτέρω διαταραχών στην προσφορά.
«Υπάρχουν τεράστια ρίσκα ανά τον κόσμο στην προσφορά», δήλωσε ο Γκάρι Ρος, γενικός διευθυντής της Black Gold Investors και επί μακρόν παρατηρητής της αγοράς. «Ο κόσμος έχει λίγη ακόμα παραγωγική ικανότητα για να αντιμετωπίσει κάτι αναπάντεχο [αλλά] υπάρχουν περισσότερες κυρώσεις στη Βενεζουέλα, η κατάσταση στη Νιγηρία είναι επισφαλής. Η Λιβύη επίσης είναι πολύ αβέβαια».
Το Brent είναι πιθανό να φτάσει τα 75-80 δολάρια το βαρέλι αλλά θα μπορούσε εύκολα να υπερβεί αυτό το επίπεδο, δήλωσε ο Ross.
Μπορεί να χτυπήσει την αμερικανική οικονομία;
Το αντίκτυπο από τις αλλαγές στις τιμές πετρελαίου για την αμερικανική ανάπτυξη περιορίστηκε από το μπουμ του σχιστολιθικού πετρελαίου την περασμένη δεκαετία που μείωσε κάθετα τις καθαρές εισαγωγές πετρελαίου της χώρας. Οποιοδήποτε αντίκτυπο στην κατανάλωση μέσω του αυξανόμενου κόστους ενέργειας θα αντισταθμιστεί από την τόνωση που προσφέρει στην πετρελαϊκή βιομηχανία. Ωστόσο, τα ανεβασμένα κόστη καυσίμων θα αυξήσουν τις ανησυχίες μεταξύ των Αμερικανών καταναλωτών, ειδικά τώρα που πλησιάζει το καλοκαίρι και κορυφώνεται η χρήση οχημάτων.
Η μέση τιμή βενζίνης είχε ήδη αυξηθεί στα 2,828 δολάρια το γαλόνι την περασμένη εβδομάδα, το υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο, και 56 σεντς υψηλότερα από τα τέλη του 2018. Αν ανατιμηθεί επιπλέον 10%, θα χτυπήσει το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων πέντε ετών.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει επανειλημμένα παραπονεθεί για το ότι ο ΟΠΕΚ κρατά τις τιμές του πετρελαίου υψηλά, αλλά αν οι τιμές όντως κινηθούν βίαια υψηλότερα τους επόμενους μήνες, η κυβέρνησή του θα μπορούσε να πάρει μέρος της ευθύνης.
Των Anjli Raval (Λονδίνο) και Ed Crooks (New York)