Aν όχι «τώρα», τότε πότε;


Πόσα και πόσα χρόνια ακούμε για τη δύναμη της αφοσίωσης στο «τώρα» και τη θεραπευτική, λυτρωτική αξία που αυτό μπορεί να έχει; Από φιλοσόφους, μύστες, ψυχοθεραπευτές, απλούς ανθρώπους.

Βέβαια, καλύτερα από όλους τους προηγούμενους, καταφέρνουν και το διδάσκουν τα μικρά παιδιά, που δεν έμαθαν, ή τουλάχιστον δεν πρόλαβαν να μάθουν ακόμη, τι εστί «αύριο», «μετά», «μέλλον». Εκείνα, που δε θα πουν ποτέ «θα συγκρατηθώ και θα κλάψω ύστερα, θα παίξω ύστερα, θα ανακαλύψω ύστερα, θα στενοχωρηθώ ύστερα, θα γελάσω ύστερα» και άλλα πολλά «ύστερα».

Αν αναλογιστούμε, είναι πολλές οι φορές που έχουμε συναντήσει ανθρώπους ή ακόμη πιο κοντινά, έχουμε πιάσει τον ίδιο μας τον εαυτό να λέει πως, το μόνο βέβαιο είναι το «τώρα» (όσο, βέβαια, μπορεί να θεωρηθεί κι αυτό βέβαιο) και την ίδια στιγμή ασυνείδητα να συνεχίζει να κάνει εικόνα χίλιες δυο σκέψεις που αφορούν το μέλλον και που κατά πάσα πιθανότητα δε θα συμβούν ποτέ έτσι όπως τις σκηνοθέτησε ο νους.

Είναι γεγονός ότι δεν ελέγχουμε τίποτα. Ακόμη και το εάν θα συνεχίσω να υπάρχω και μετά από αυτές τις λέξεις, αποτελεί καθαρά θέμα τύχης. Ούτε μεταφυσικής, ούτε μοίρας. Γι’ αυτό ακριβώς αξίζει να προσπαθούμε να «κατεβάσουμε» το μυαλό στο «τώρα», κατευθύνοντάς το να εστιάζει στο βίωμα κάθε στιγμής. Υπάρχουν εξάλλου, αμέτρητα παραδείγματα ανάμεσά μας που απέδειξαν πως τελικά αυτό το «ύστερα» δεν ήρθε ποτέ.

Δεν είπε κανείς ότι είναι εύκολο πράγμα. Καθόλου εύκολο. Ούτε ότι κάνοντάς το, κανείς θα βρει την πραγματική ευτυχία. Ίσως ο Σοπενχάουερ, μεταξύ άλλων, το έχει επικοινωνήσει πολύ ξεκάθαρα: το θέμα μάλλον δεν είναι να κοιτάμε να είμαστε ευτυχισμένοι, το θέμα είναι να φροντίσουμε να καταφέρουμε να μην πονάμε. Δε θέλει πολλή τριβή για να καταλάβει κανείς πως η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις, τις περισσότερες φορές δυσάρεστες μάλιστα. Το θέμα είναι πως αξίζει να προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε για την ουσία της απόλαυσης του «τώρα», χωρίς από κάτω να υποβόσκει η ανάγκη μας να προσπαθούμε συνέχεια να βρούμε κάποιο νόημα (ό,τι πιο αόριστο μπορεί να μας παγιδεύσει).

Και ξαναγυρνώντας στους καλύτερους δασκάλους, τα παιδιά, αξίζει κανείς να αναλογιστεί μία από τις καίριες ιδέες που εκφράζονται στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», όταν ο Νίτσε αναλύει το τρίτο στάδιο της Μεταμόρφωσης του Πνεύματος. Στο τρίτο στάδιο γίνεται μια επανασύνδεση με το εσωτερικό μας παιδί. Σε συνέχεια του σταδίου με την καμήλα και μετά με το λιοντάρι, σε αυτό το τελευταίο στάδιο, γίνεται μια επιστροφή στην αρχική «ιδιότητα» του ανθρώπου ως παιδί. Διότι ως παιδί μόνο ο άνθρωπος μπορεί να ανοικοδομήσει κάθε αρχή, πεποίθηση και άρα και κάθε σκέψη, πατώντας πάνω σε νέες, δικές του βάσεις, εδώ και τώρα.

Μόνο εάν κατανοήσουμε βαθιά την αβεβαιότητα των πάντων και συνάμα τη βεβαιότητα και του δικού μας θανάτου ανά πάσα στιγμή, θα μπορούμε κάθε φορά που έρχονται να ενοχλούν οι σκέψεις, οι αναστολές, οι αβεβαιότητες, οι ψεύτικοι φόβοι να τις αντικρούει το παιδί του Νίτσε. Μήπως η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια δημιουργική αποδοχή και παρατήρηση του «τώρα»; Όχι μόνο του ατομικού, αλλά του συλλογικού «τώρα»;

Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Ας αφιερώνουμε λίγες στιγμές κάθε μέρα που απλά θα κοιτάμε, απλά θα παρατηρούμε ό,τι εμφανίζεται μπροστά μας σε εκείνο το «τώρα». Χωρίς να μεταφράζουμε, χωρίς να υποθέτουμε. Χωρίς να τρέχει το μυαλό προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση παρεκτός σε εκείνο το «εκεί».

Ας αναγνωρίζουμε μορφές, χρώματα, σχήματα, ήχους, μυρωδιές, τη σιωπηλή παρουσία τόσων πραγμάτων, χωρίς ανάγκη για περαιτέρω εξήγηση. Και φυσικά, ας μην προσπαθούμε να αποφεύγουμε να παρατηρήσουμε κάθε αίσθημα, οτιδήποτε νιώθουμε ωραίο ή δυσάρεστο, σημασία έχει να έχουμε επίγνωση πως είναι εκείνο που βιώνουμε «τώρα». Ίσως έτσι, να αρχίσουμε να μυριζόμαστε από λίγο πιο κοντά τα οφέλη αυτής της πραγματικότητας.

Ας μη ξεχνάμε πως, το μόνο βήμα που έχει πραγματική υπόσταση, είναι εκείνο που κάνουμε σε κάθε «τώρα». Τα υπόλοιπα, είναι βήματα του μυαλού, χορογραφίες της φαντασίας και άρα ανύπαρκτα. Και κάπως έτσι, ο νους θα ξεκινήσει να παίρνει μία άλλη θέση, όχι ισοπεδωτική αλλά πάντως σίγουρα αλλιώτικη και συνάμα θα αρχίσει να διαφαίνεται όλο και πιο έντονα το πραγματικό μέγεθος της καρδιάς.

Χρειάζεται κόπο και πειθαρχία μέχρι να μάθει να μένει ανοικτή, αφήνοντάς μας να γνωρίζουμε την πλήρη δυναμική μας. Μαθαίνοντας μας να βιώνουμε όσο πιο αληθινά μπορούμε το «τώρα».

Και κάτι τελευταίο προς διερώτηση. Αξίζει να επαναξιολογήσουμε φράσεις τύπου «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι», ή «μόνο τα παιδιά κατέχουν μια θέση στο βασίλειο». Μήπως τελικά ελεύθερο πνεύμα είναι αυτό που έδωσε το πραγματικό μέγεθος σε νου και καρδιά, καταφέρνοντας μ ό ν ο ν έτσι να εξοικειωθεί με το φόβο, τον αδιάκοπο καθημερινό αγώνα, το επόμενο αναπόφευκτο ευχάριστο ή δυσάρεστο, το επόμενο αναπόφευκτο «τώρα»;

Επιμέλεια: Άννα Ιωαννίδου

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ