Ποια αρχαία οχύρωση χρησιμοποιείτο μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;


Από τα πιοεμβληματικά αρχαία μνημεία της Αχαίας είναι αδιαμφισβήτητα το Τείχος Δυμαίων, η οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη που κατοικήθηκε σε όλες τις ιστορικές περιόδους της Ελλάδας, ακόμα και στον 20ο αιώνα, αφού χρησιμοποιήθηκε από τα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!

Το τείχος βρίσκεται περίπου 35 χιλιόμετρα μακριά από την Πάτρα και είναι χτισμένο στο ακρωτήριο του Αράξου, στα Μαύρα Βουνά. Ονομάζεται Τείχος Δυμαίων, γιατί βρισκόταν στην επικράτεια της αρχαίας αχαϊκής πόλης – κράτους Δύμη (η θέση της αρχαίας Δύμης έχει βρεθεί στη σημερινή πόλη Κάτω Αχαία). Το μνημείο ονομάζεται επίσης Κάστρο της Καλόγριας, από την ομώνυμη παραλία που βρίσκεται κοντά του.

Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου

Η ονομασία Τείχος Δυμαίων οφείλεται στον ιστορικό Πολύβιο, ενώ ορισμένοι αρχαιολόγοι έχουν εκφράσει την άποψη ότι στην περιοχή αυτή βρισκόταν η αρχαία πολίχνη Λάρισα.

Σύμφωνα με την μυθολογία, το τείχος το έχτισε ο Ηρακλής όταν πολεμούσε τον στρατό του βασιλιά της αρχαίας Ηλείας, Αυγεία, και το χρησιμοποίησε σαν ορμητήριο του. Το Τείχος Δυμαίων ήταν μια οχυρή θέση που προστάτευε την κατοικία του Μυκηναίου άνακτα (ηγεμόνα) της περιοχής και αποτελούσε το διοικητικό της κέντρο.

Η πανάρχαια οχύρωσηοικοδομήθηκε στη μυκηναϊκή εποχή, πιθανώς γύρω στο 1300 π.Χ., κατά το κυκλώπειο σύστημα και προστάτευε τις τρεις πλευρές του λόφου της περιοχής, πλην της νοτιοδυτικής, όπου η απόκρημνη πλαγιά και η λίμνη που την περιέβαλλε παρείχε φυσική οχύρωση.

Το κυκλώπειο τείχος έχει μήκος περίπου 250 μέτρα, πάχος 4,50-5,50 μ., ενώ το σωζόμενο ύψος του φθάνει τα 8,40 μ. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του τείχους γινόταν από τρεις πύλες, μια σε κάθε πλευρά της οχύρωσης, ενώ την Κύρια Πύλη στη νοτιοανατολική πλευρά προστάτευε πύργος.

Στο εσωτερικό της οχύρωσης, αλλά και περιμετρικά αυτής αποκαλύφθηκαν επάλληλες οικιστικές φάσεις που αποδεικνύουν την εντατική χρήση του χώρου κατά τη μυκηναϊκή εποχή (1680-1040 π.Χ.). Ωστόσο, επιβεβαιώθηκε η ανθρώπινη εγκατάσταση και πριν από την οικοδόμηση του τείχους, ήδη από τη νεολιθική εποχή (6600-3300 π.Χ.) και εντατικά κατά την πρωτοελλαδική (3300-2000 π.Χ.) αλλά και την μεσοελλαδική εποχή (2000-1680 π.Χ.).

Η κατοίκηση της θέσης συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα στους ιστορικούς χρόνους. Κατά τον Συμμαχικό πόλεμο ανάμεσα στην Αιτωλική και την Αχαϊκή Συμπολιτεία (220-217 π.Χ.), το Τείχος Δυμαίων καταλήφθηκε από τον Αιτωλό Στρατηγό Ευριπίδα, αλλά αργότερα παραδόθηκε στο βασιλιά των Μακεδόνων, Φίλιππο Ε΄, ο οποίος και το παρέδωσε στους Δυμαίους. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, η οχύρωση αποτέλεσε τμήμα της Colonia Iulia Augusta Dumaeorumκαι πιθανώς κατοικήθηκε από Ρωμαίους εποίκους.

Η κατοίκηση του χώρου ήταν εντατική και στους βυζαντινούς χρόνους. Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (10ος-12ος αιώνας μ.Χ.) έγιναν σημαντικές επεμβάσεις στην αρχική μορφή της οχύρωσης. Συγκεκριμένα, στο μέσον της ακρόπολης προστέθηκε διατείχισμα που χώρισε την ακρόπολη σε δύο τμήματα, κατασκευάστηκε ένας πύργος στη νοτιοανατολική γωνία του τείχους, ενώ η λεγόμενη Μέση Πύλη έπαψε να χρησιμοποιείται και τοιχίστηκε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Τείχος Δυμαίων εγκαταστάθηκαν και οι Ενετοί, όταν το 1408 ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Πατρών μίσθωσε σε αυτούς τη βαρονία της Πάτρας για 5 χρόνια. Εξάλλου, κατά την β΄ Ενετοκρατία στη Πελοπόννησο (1687-1715) αναφέρεται ότι 1.000 έποικοι από το Λιδωρίκι τοποθετήθηκαν στα Μαύρα Βουνά, που ήταν έρημα και ακατοίκητα. Σε αυτή την περίοδο φαίνεται πως χρονολογείται η χρήση του βόρειου τομέα της οχύρωσης ως νεκροταφείου.

Στις μεταγενέστερες περιόδους, η κατοίκηση του χώρου ήταν εντελώς σποραδική και δεν άφησε ίχνη. Όταν τον 19ο αιώνα, πολλοί ξένοι περιηγητές επισκέφθηκαν το Τείχος Δυμαίων, η θέση ήταν ήδη ερημωμένη.

Ωστόσο, πιο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ξανά, αρχικά ως στρατόπεδο από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής(1941-1943) και αργότερα από τις αντίστοιχες γερμανικές. Ιταλοί και Γερμανοί κατασκεύασαν εντός της αρχαίας οχύρωσης πολυβολεία, αποθήκες, καταφύγια και χώρους στρατωνισμού, προκαλώντας, όμως, μεγάλες και ανεπανόρθωτες ζημίες στο αρχαίο μνημείο.

Νικόλας Φαράκλας, η Γεωπολιτική Οργάνωση της Πελοποννησιακής Αχαίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας-Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, σειρά: Ρίθυμνα-Θέματα Κλασικής Αρχαιολογίας, αρ. 9, Ρέθυμνο 2001.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ