Ο Βρετανός συγγραφέας Πίτερ Ακρόιντ – γνωστός για τις βιογραφίες του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, του Καρόλου Ντίκενς και του Τ. Σ. Έλιοτ – ρίχνει φως στην εμμονική, σχεδόν σαδιστική προσωπικότητα του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Στη νέα βιογραφία του θρυλικού σκηνοθέτη, αφηγείται τις εμμονές, τα συμπλέγματα και τις προβληματικές σχέσεις με τις γυναίκες και ειδικά τις πρωταγωνίστριές του, ερμηνεύοντας τη συμπεριφορά του ως αποτέλεσμα των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας.
Ο Χίτσκοκ, παιδί φτωχής οικογένειας από το Λονδίνο ήταν ένα μοναχικό αγόρι, του οποίου μοναδική έξοδος από την καθημερινότητα ήταν η φαντασία του. Έκανε συλλογή από χάρτες, καρτ – ποστάλ και αποκόμματα εισιτηρίων. Οι γονείς του ήταν πιστοί καθολικοί και πολύ αυστηροί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυστηρότητάς τους, η κράτηση του πεντάχρονου Άλφρεντ σε ένα κελί της αστυνομίας, ως τιμωρία για μια ασήμαντη σκανταλιά. Το περιστατικό αυτό ήταν η αφορμή για να ριζώσουν στην ψυχή και στη συνείδησή του οι έννοιες της παραβατικής πράξης και της τιμωρίας.
Η φοίτησή του στο ιησουιτικό γυμνάσιο του Αγίου Ιγνατίου τον δίδαξε τις αρετές του αυτοελέγχου, της υπακοής και της τάξης, αλλά και το βάρος της ενοχής, πράγμα που τον συνόδευε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς στο σχολείο διδάχθηκε την αποστροφή για το ανθρώπινο σώμα και ειδικά το γυναικείο, η αποστροφή του για το σεξ ήταν μονόδρομος, όπως αναφέρεται στο βιβλίο. Μετά τη γέννηση της κόρης του Πατ, σταμάτησε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του, Άλμα. Παρά την αποχή του όμως από το σεξ, και την προτίμησή του σε άλλες απολαύσεις, όπως το φαγητό, το κρασί και τη δουλειά, δεν έχασε το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες και ειδικότερα τις πρωταγωνίστριες των ταινιών του.
Μέσω της εξουσίας που είχε πάνω τους, ξεπερνούσε εν μέρει το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον ταλαιπωρούσε από μικρή ηλικία, λόγω της εμφάνισής του. Το πρώτο του «θύμα» ήταν η Τζόαν Φοντέιν, πρωταγωνίστρια στις ταινίες «Ρεβέκκα» (1940) και «Υποψίες» (1941). Όπως περιγράφεται στη βιογραφία του, στα γυρίσματα των ταινιών, την απομόνωνε από τους υπόλοιπους και της έλεγε ότι όλοι την απεχθάνονταν και ότι μόνο εκείνος μπορούσε να την καταλάβει.
Επόμενη μούσα και πρωταγωνίστριά του, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Η σχέση τους, αν και τρυφερή, παρέμεινε πλατωνική. Το 1950, η σουηδή ηθοποιός παντρεύτηκε τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, κάνοντας τον Χίτσκοκ να μην μπορεί να κρύψει τη ζήλια του, αισθανόμενος προδοσία. Για να την εκδικηθεί, διέδιδε ότι εκείνη τον πολιορκούσε για καιρό, αλλά εκείνος δεν ενέδιδε.
Έπειτα, σειρά είχε η Γκρέις Κέλι. Στα γυρίσματα της ταινίας «Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσεως» (1954), την ερωτεύτηκε παράφορα. Ήταν η ιδανική γι’ αυτόν γυναίκα, χωρίς να τολμήσει ποτέ να της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Ξεσπούσε λοιπόν τη ζήλεια του πάνω της, με χαρακτηριστικό περιστατικό την πρόβα του στραγγαλισμού της για μια σκηνή της ταινίας, κατά την οποία δεχόταν επίθεση από έναν άγνωστο. Μέχρι να μείνει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, ο λαιμός της ηθοποιού είχε γεμίσει μελανιές.
Στη συνέχεια, η Τίπι Χέντρεν, πρωταγωνίστρια στις ταινίες «Τα πουλιά» (1963) και «Μάρνι» (1964) του έγινε εμμονή. Η ηθοποιός συνειδητοποίησε τη σκοτεινή πλευρά του σκηνοθέτη, καθώς εκείνος της απαγόρευε να μιλάει με τους συνεργάτες της στο πλατό ή της έλεγε τι να φοράει και ποιους φίλους της να βλέπει. Αποκορύφωμα του ελέγχου και της εξουσίας που της ασκούσε, ο μεγάλος τσακωμός τους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Τα πουλιά». Εκείνη ήθελε να ταξιδέψει για να παραλάβει ένα βραβείο, εκείνος της το απαγόρεψε και η Τίπι έκανε κάτι αδιανόητο: τον κορόιδεψε για το πάχος του. Έκαναν ανακωχή υπό την πίεση της παραγωγής, μέχρι να ολοκληρωθεί η επόμενη ταινία που είχε ήδη δρομολογηθεί, ωστόσο η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
“ALFRED HITCHCOCK”, Peter Ackroyd, Chatto and Windus (αγγλική έκδοση)