Είναι ο έρωτας. Πρέπει να κρυφτώ ή να φύγω.
Μεγαλώνουν οι τοίχοι της φυλακής του, σαν ένα τρομερό όνειρο.
Η όμορφη μάσκα έχει αλλάξει, αλλά όπως πάντα είναι η μοναδική.
Σε τι με ωφελούν τα φυλαχτά μου: το να σκαρώνω λέξεις, η αόριστη εμβρίθεια, το να μαθαίνω τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο τραχύς Βορράς για να τραγουδήσει τις θάλασσες και τα σπαθιά του, η γαλήνια φιλία, οι γαλαρίες της βιβλιοθήκης, τα κοινά πράγματα, οι συνήθειες, η νεανική αγάπη της μητέρας μου, η βαριά σκιά των νεκρών μου, η άχρονη νύχτα, η γεύση του ονείρου;
Το να είμαι ή το να μην είμαι μαζί σου είναι το μέτρο του δικού μου χρόνου.
Ήδη το κανάτι έσπασε μπροστά στην πηγή, ήδη ο άνθρωπος σηκώθηκε ως την φωνή του πτηνού, ήδη σκοτείνιασε για αυτούς που κοιτάζουν απ’ τα παράθυρα, όμως η σκιά δεν έφερε την ειρήνη.
Είναι, το ξέρω, ο έρωτας: η αγωνία και η ανακούφιση να ακούω την φωνή σου, η αναμονή και η μνήμη, ο τρόμος του να ζω αυτό που ακολουθεί.
Είναι ο έρωτας με τις μυθολογίες του, με τα μικρά του άχρηστα μάγια.
Υπάρχει μια γωνία από την οποία δεν τολμώ να περάσω.
Ήδη οι στρατοί με πλησιάζουν, οι ορδές. (Αυτή η κατοικία είναι φανταστική. Εκείνη δεν την έχει δει.)
Το όνομα μιας γυναίκας με προδίδει.
Με πονάει μια γυναίκα σε όλο το σώμα.
J. L. Borges, «Ο Απειλούμενος» -απόσπασμα