Στις αρχές του 1935, παράξενα φαινόμενα συνέβαιναν σε μια παραδοσιακή οικία της Γένοβας στην Ιταλία, την οποία οι κάτοικοι της περιοχής την αποκαλούσαν πλέον «στοιχειωμένη».
Νυχθημερόν, αόρατα, δαιμονικά χέρια χτυπούσαν με μανία τους ενοίκους του στοιχειωμένου σπιτιού, αφήνοντας πάνω στο δέρμα τους ευδιάκριτα κατακόκκινα σημάδια. Παραλυμένα από τον φόβο, τα μέλη της οικογένειας αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Δύο από τις γυναίκες που ζούσαν χρόνια σ’ αυτό, αρρώστησαν από το παγιωμένο καθεστώς του τρόμου και της άγριας βίας που δέχονταν συνεχώς από εξαϋλωμένα, υπερφυσικά χέρια.
Εν τω μεταξύ, το σπίτι πουλήθηκε. Ο νέος του ιδιοκτήτης, την πρώτη κιόλας νύχτα που διανυκτέρευσε σ’ αυτό, δέχτηκε μανιώδη χτυπήματα και δίχως δεύτερη σκέψη, το εγκατέλειψε κι αυτός κακήν κακώς λίγο πριν τα ξημερώματα.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, εκπρόσωποι της ιταλικής «Πνευματιστικής Λέσχης» αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στο διαβόητο ακίνητο, ώστε να διαπιστώσουν αν ίσχυαν όλα εκείνα τα φοβερά που καταμαρτυρούσαν οι παθόντες, οι οποίοι ζούσαν κάτω από τη στέγη του.
Πράγματι, μόλις τα μέλη της «Πνευματιστικής Λέσχης» έκατσαν γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, περιμένοντας την εκδήλωση του υπερφυσικού φαινομένου, ξάφνου αχνοφάνηκαν μυστηριώδη χέρια, τα οποία άρχισαν να τους χτυπούν με σφοδρότητα. Έτσι, η συνεδρίαση των πνευματιστών τελείωσε με ουρλιαχτά, μέσα σε μια αντάρα συγκλονιστικών θορύβων.
Τέλος, η Αστυνομία της Γένοβας έστειλε δυο καραμπινιέρους, έναν Αστυνομικό Επιθεωρητή κι έναν στρατιώτη, προκειμένου να διαλευκάνουν το μυστήριο. Μα, δέχτηκαν κι αυτοί χτυπήματα με τέτοια πρωτοφανή λύσσα, που το έβαλαν στα πόδια, δίχως να κοιτάξουν πίσω.
Τα αόρατα, δαιμονικά χέρια του στοιχειωμένου σπιτιού της Γένοβας δεν άφηναν κανέναν ατιμώρητο. Το οίκημα είχε γίνει παντελώς απροσπέλαστο. Κανείς δεν τολμούσε να περάσει απ’ έξω, ούτε νύχτα, μα ούτε και πρωί.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 06/01/1935