Σαν σήμερα το 1896 ανακαλύφθηκε το άγαλμα του Ηνίοχου


Το άγαλμα του Ηνίοχου αποτελεί το σωζόμενο τμήμα χάλκινου συμπλέγματος που είχε αφιερωθεί στο ιερό από τους Δεινομενίδες, δυναστική οικογένεια της Γέλας στη Σικελία.

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών και αποτελεί ίσως το γνωστότερο έκθεμά του και ένα από τα σημαντικότερα γλυπτά της αρχαίας ελληνικής τέχνης της πρώιμης κλασικής εποχής. Η δημιουργία του χρονικά τοποθετείται αμέσως μετά τους Περσικούς πολέμους, ενώ ως δημιουργός του έχει προταθεί ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο ή, κατ’ άλλους, ο Κάλαμις ή ο Κριτίας.

Το συγκεκριμένο έργο ανήκει στο στάδιο της μετάβασης από την αρχαϊκή στην κλασική τέχνη. Αποτελούσε μέρος ενός μεγάλου αφιερώματος το οποίο περιλάμβανε τέθριππο και τουλάχιστον μια δεύτερη μορφή, πιθανότατα ο νεαρός ιπποκόμος. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι ιπποκόμοι ήταν δύο, εκατέρωθεν του άρματος. Κοντά του βρέθηκαν δύο πίσω πόδια αλόγων, μια ουρά, κομμάτια από το ζυγό του άρματος και ένα παιδικό χέρι με απομεινάρια ηνίων. Το έργο αφιερώθηκε γύρω στο 470 π.Χ. από τον τύραννο της Γέλας, Πολύζαλο, γιο του Δεινομένη και αδελφό των Ιέρωνα, Γέλωνα και Θρασύβουλου με σκοπό να τιμήσει τη νίκη του στο αγώνισμα της αρματοδρομίας στα Πύθια του 478 ή 474 π.Χ. Έχει διατυπωθεί η άποψη, όμως, ότι στην πραγματικότητα ο Πολύζαλος ανέθεσε το σύμπλεγμα όχι για τη δική του νίκη, αλλά για αυτήν του αδελφού του, Ιέρωνα, το 470 π.Χ. Ο Ιέρωνας είχε νικήσει και στους Ολυμπιακούς αγώνες και σε ανάμνηση της νίκης του αυτής ανατέθηκε στην Ολυμπία ένα αντίστοιχο τέθριππο με ηνίοχο. Ο Ηνίοχος των Δελφών έχει ύψος 1,80 μ.

Φαίνεται πως εικονίζεται ως έφηβος από ευγενική γενιά της εποχής του. Φοράει τον τυπικό μακρύ χιτώνα, την ξύστιν, που φτάνει έως τα σφυρά του. Ένας πλατύς ζωστήρας σφίγγει το χιτώνα ψηλά πάνω από τη μέση, και ένας ιμάντας σταυρώνει στο πίσω μέρος, κάτω από τις μασχάλες. Είναι ο αναλαβός, που συγκρατεί το ρούχο για να μη φουσκώσει από τον άνεμο κατά το τρέξιμο.

Οι βαθιές κατακόρυφες πτυχώσεις στο κάτω μέρος του χιτώνα του τονίζουν την στερεή κορμοστασιά του, θυμίζοντας παράλληλα ραβδώσεις ιωνικής κολώνας. Στο πάνω μέρος του κορμιού ωστόσο, οι πτυχώσεις είναι κυματιστές, λοξές ή καμπύλες. Την αντίθεση αυτή στη απεικόνιση του ενδύματος ακολουθεί και η αντίρροπη στάση του σώματος, έτσι ώστε το άγαλμα να μην παρουσιάζει καμία ακαμψία, αλλά να δείχνει απόλυτα κινητικό και σχεδόν αληθινό. Ολόκληρο το άγαλμα είναι σαν να ζωντανεύει από μια βαθμιαία στροφή προς τα δεξιά που αρχίζει από τη στέρεη στάση των ποδιών και προχωρεί διαδοχικά περνώντας από τους γοφούς, το στήθος και το κεφάλι για να καταλήξει στο βλέμμα.

Τα χέρια προτεταμένα κρατούσαν τα χαλινάρια και τα μακριά λεπτά δάχτυλά του έσφιγγαν εκτός από τα ηνία και ένα κυλινδρικό αντικείμενο, το κεντρί. Δεν απεικονίζεται κατά τη διάρκεια του αγώνα, αλλιώς η κίνησή του θα ήταν πιο έντονη, αλλά στο τέλος – μετά τη νίκη του – όταν ήρεμος και γεμάτος ευτυχία πραγματοποιεί μέσα στον ιππόδρομο το γύρο του θριάμβου. Τα μάτια του από καφέ και μαύρους λίθους μας μαγνητίζουν και αποδίδουν αυτό που οι Έλληνες της κλασικής περιόδου ονόμαζαν ήθος και ισορροπία. Πίσω από τα μισάνοιχτα, σαρκώδη χείλη αχνοφαίνονται τέσσερα ασημένια δόντια. Η κίνηση είναι στιγμιαία, αλλά και αιώνια. Παρά τη μεγάλη νίκη δεν υπάρχουν αλαλαγμοί, αλλά μια ήρεμη εσωτερική δύναμη. Στο πρόσωπο και το σώμα δεν είναι χαραγμένα χαρακτηριστικά αλαζονείας, αλλά μιας ήρεμης αυτοπεποίθησης.

Κατά το μεγάλο σεισμό του 373 π.Χ., η σφοδρή πτώση βράχων και χωμάτων στην πλατεία του ναού προκάλεσε την καταστροφή του αρχαϊκού ναού και καταπλάκωσε τα έργα τέχνης που υπήρχαν εκεί, ανάμεσά τους και το άγαλμα του Ηνίοχου. Κρυμμένο και προφυλαγμένο κάτω από τα χώματα που το σκέπαζαν για αιώνες, κατόρθωσε να διαφύγει τη σύληση από τις κατά καιρούς επιδρομές ή τη συστηματική αφαίρεση γλυπτών από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ή τον αφανισμό που υπήρξε η κοινή μοίρα όλων σχεδόν των χάλκινων έργων του ιερού κατά τα μεταγενέστερα χρόνια. Η γαλλική ανασκαφή των Δελφών, το 1896 τον έφερε ξανά στο φως, σχεδόν ανέπαφο, με την πράσινη πατίνα που τον προστάτευσε από τη διάβρωση. Η ανακάλυψή του, όπως είναι λογικό, συνοδεύτηκε από μεγάλο ενθουσιασμό, καθώς ήταν τότε το μοναδικό χάλκινο άγαλμα της κλασικής εποχής σε μεγάλο μέγεθος.

Μαζί με τα χάλκινα τμήματα του αναθήματος βρέθηκε και τμήμα του λίθινου βάθρου του, στο οποίο σώζεται ένα δίστιχο απόσπασμα της έμμετρης αφιερωματικής επιγραφής του.

Ως προς τον καλλιτέχνη του έργου και τη σχολή στην οποία ανήκει, υπάρχει μεγάλη διχογνωμία ανάμεσα στους ερευνητές. Πιθανότατα είναι έργο του Πυθαγόρα του Σάμιου, μεγάλου χαλκοπλάστη, εξόριστου στα χρόνια των Δεινομενιδών στο Ρήγιο της Καλαβρίας. Σύμφωνα με τις πηγές, οι μορφές του Πυθαγόρα χαρακτηρίζονται από ρυθμό, συμμετρία και ιδιαίτερη μέριμνα στην απόδοση λεπτομερειών.Έχουν διατυπωθεί όμως και απόψεις υπέρ του Κριτία ή του Κάλαμη.

Αναντίρρητα, ο Ηνίοχος αποτελεί ένα από τα μεγάλα έργα του αυστηρού ρυθμού, του καλλιτεχνικού ρεύματος που μεσολάβησε μεταξύ των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων ( 480 – 460 π. Χ. ). Έχοντας αποβάλει την επιτηδευμένη χάρη και διακοσμητική διάθεση των έργων της υστεροαρχαϊκής εποχής, όντας λιτό και αυστηρό, δεν αποδίδει το εξωτερικό σχήμα, αλλά κυρίως εκφράζει με αξιοθαύμαστο τρόπο το εσωτερικό ήθος του αθλητή.

Πηγή: wikipedia



Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ