Στην Ελλάδα του 2025, η φτώχεια δεν έχει πια το πρόσωπο του άστεγου με το τσαλακωμένο παντελόνι και το χάρτινο ποτήρι στο πεζοδρόμιο. Έχει πρόσωπο γνώριμο.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Είναι η γειτόνισσα που σου χαμογελά στον ανελκυστήρα με τακτοποιημένα μαλλιά και τα ίδια παπούτσια εδώ και τέσσερα χρόνια. Είναι ο πατέρας στο σούπερ μάρκετ που μετράει τα κέρματα μπροστά στον πάγκο με τα εκπτωτικά αλλαντικά. Είναι οι «κανονικοί» άνθρωποι, αυτοί που προσπαθούν να μην ξεχωρίζουν, να μη φαίνεται ότι η τσέπη τους είναι τρύπια. Γιατί ακόμα και η φτώχεια πρέπει να ‘ναι διακριτική, μην τυχόν και θίξει κανέναν.
Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο—ή τραγικά ειρωνικό—το πώς αυτή η «νέα» φτώχεια έχει μάθει να επιβιώνει. Αγοράζει ρούχα του ενός ευρώ από τα καλάθια έξω απ’ τα μαγαζιά, διαλέγει φρούτα λίγο πριν κλείσει η λαϊκή, όταν οι πάγκοι σχεδόν παρακαλούν να ξεφορτωθούν τα μαραμένα μαρούλια. Μαθαίνει πότε μπαίνουν οι εκπτώσεις στο σούπερ μάρκετ, κόβει κουπόνια σαν να ‘ναι χρυσός, και ρυθμίζει το ρεύμα σε δόσεις, με την αγωνία να μη χτυπήσει το κουδούνι της διακοπής.
Κι όλα αυτά με αξιοπρέπεια. Με εκείνο το σιωπηλό πείσμα που λέει: «δεν θα με λυπηθείτε». Όμως, όσο εκείνοι παλεύουν να κρατήσουν το κεφάλι πάνω απ’ το «νερό», οι κυβερνήσεις μοιράζουν επιδόματα σαν παυσίπονα: λίγα ευρώ εδώ, λίγη «κοινωνική πολιτική» εκεί, φωτογραφίες με γραβάτες μπροστά από στοίβες με τρόφιμα για τους «πιο αδύναμους». Σαν να μην καταλαβαίνουν πως δεν μιλάμε για μειοψηφία, αλλά για ένα κομμάτι της κοινωνίας που μεγαλώνει και βουλιάζει σιωπηλά.
Τα κόμματα μιλούν για «ανάπτυξη», για «μέρισμα», για «πράσινες επενδύσεις» και «ψηφιακή πρόοδο». Μα για ποιον ακριβώς είναι όλα αυτά; Για τη μητέρα που περιμένει κάθε μήνα το επίδομα παιδιού για να πληρώσει το ενοίκιο; Για τον νέο που δουλεύει 10ωρα για 600 ευρώ και μετά μαζεύει ντροπαλά ψωμί από το φούρνο πριν κλείσει; Για τον ηλικιωμένο που τρώει φακές επί τρεις μέρες;
Η φτώχεια σήμερα δεν ζητιανεύει. Δεν φωνάζει. Δεν διαμαρτύρεται. Ματώνει σιωπηλά και κοιτάζει με καχυποψία τις εξαγγελίες. Γιατί τις έχει ξανακούσει. Τις είδε να συνοδεύονται από powerpoint, ωραίες λέξεις και υποσχέσεις για «κοινωνική δικαιοσύνη». Τις είδε να περνούν από την τηλεόραση και να χάνονται, όπως χάνεται το μεροκάματο που δε φτάνει ούτε για τα βασικά.
Ίσως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να ψάχνουμε τη φτώχεια στις στατιστικές και να την κοιτάξουμε στα μάτια — στα μάτια εκείνων που ακόμα και φτωχοί, επιμένουν να είναι αξιοπρεπείς. Που παλεύουν χωρίς φωνές, χωρίς πλακάτ, αλλά και χωρίς ελπίδα.
Γιατί όταν η φτώχεια γίνεται καθημερινότητα και η επιβίωση ανάγκη, τότε δεν έχουμε απλώς πρόβλημα οικονομικό. Έχουμε πρόβλημα πολιτικό. Κι όσο οι «λύσεις» είναι επιδόματα-παυσίπονα και φανταχτερές εξαγγελίες, τόσο η υποκρισία θα είναι η μόνη σταθερή επένδυση αυτού του κράτους.