27 Απριλίου 2025

Τι σημαίνει η σπάνια λέξη μειράκιον


Η λέξη μειράκιον προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα και έχει ενδιαφέρον τόσο γλωσσολογικά όσο και πολιτισμικά. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούνταν κυρίως για να περιγράψει ένα νέο αγόρι, συνήθως στην εφηβεία ή στην αρχή της ανδρικής του ηλικίας. Με την πάροδο των αιώνων, η λέξη διατήρησε μια ελαφρώς ειρωνική ή παιχνιδιάρικη χροιά στη νεοελληνική γλώσσα.

Ετυμολογία και σημασία

  • Αρχαία Ελληνικά: μειράκιον = μικρός νέος, νεαρός άνδρας, έφηβος.

  • Νεοελληνικά: νεαρός άνδρας, συνήθως με υποτιμητική ή ελαφρώς περιπαικτική διάθεση· πιτσιρικάς, νεανίσκος.

Χρήση σε προτάσεις

  1. Αρχαίο ύφος:
    «Το μειράκιον τούτο φιλοδοξεί να γίνει ρήτωρ μεγάλος.»
    (Αυτός ο νεαρός θέλει να γίνει σπουδαίος ρήτορας.)

  2. Νεοελληνική με ειρωνεία:
    «Τι ξέρει το μειράκιον από ζωή; Μόλις τελείωσε το σχολείο!»
    (Τι ξέρει αυτός ο πιτσιρικάς από τη ζωή;)

  3. Ουδέτερη χρήση:
    «Το μειράκιον με κοίταξε με απορία, λες και δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο.»
    (Ο νεαρός με κοίταξε απορημένος.)


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ