Η λέξη μειράκιον προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα και έχει ενδιαφέρον τόσο γλωσσολογικά όσο και πολιτισμικά. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούνταν κυρίως για να περιγράψει ένα νέο αγόρι, συνήθως στην εφηβεία ή στην αρχή της ανδρικής του ηλικίας. Με την πάροδο των αιώνων, η λέξη διατήρησε μια ελαφρώς ειρωνική ή παιχνιδιάρικη χροιά στη νεοελληνική γλώσσα.
Ετυμολογία και σημασία
-
Αρχαία Ελληνικά: μειράκιον = μικρός νέος, νεαρός άνδρας, έφηβος.
-
Νεοελληνικά: νεαρός άνδρας, συνήθως με υποτιμητική ή ελαφρώς περιπαικτική διάθεση· πιτσιρικάς, νεανίσκος.
Χρήση σε προτάσεις
-
Αρχαίο ύφος:
«Το μειράκιον τούτο φιλοδοξεί να γίνει ρήτωρ μεγάλος.»
(Αυτός ο νεαρός θέλει να γίνει σπουδαίος ρήτορας.) -
Νεοελληνική με ειρωνεία:
«Τι ξέρει το μειράκιον από ζωή; Μόλις τελείωσε το σχολείο!»
(Τι ξέρει αυτός ο πιτσιρικάς από τη ζωή;) -
Ουδέτερη χρήση:
«Το μειράκιον με κοίταξε με απορία, λες και δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο.»
(Ο νεαρός με κοίταξε απορημένος.)