Ένα βιβλίο μπορεί να είναι διεγερτικό, καταπραϋντικό, ερεθιστικό ή υπνωτικό


Αν και η βιβλιοθεραπεία υπάρχει χρόνια ως ψυχοθεραπευτική επιλογή στο εξωτερικό, στην Ελλάδα δεν την συναντάμε παρά μόνο υπό την μορφή βιβλίων αυτοβοήθειας ή ως συμπλήρωμα στην συμβατική ψυχαναλυτική διαδικασία.

Ωστόσο, η «καθαρή» της μορφή είναι κάτι πολύ περισσότερο.

Κατ’ αρχάς η διαδικασία της βιβλιοθεραπείας στηρίζεται περισσότερο σε μυθιστορήματα, παρά σε βιβλία τύπου «Τα 9 βήματα προς την ευτυχία», και ως στόχο δεν έχει να μας δώσει οδηγίες χρήσης για την ζωή μας, αλλά να δημιουργήσει ένα είδος ταύτισης με χαρακτήρες, που βιώνουν συναισθήματα ή/και καταστάσεις παρόμοια με τα δικά μας.

Βασικό αποτέλεσμα αυτού είναι, από τη μία, η αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε ό,τι περνάμε και, από την άλλη, το ότι πλέον παρακολουθούμε την δική μας κατάσταση ως τρίτοι και μπορούμε να δούμε τα πράγματα πιο λογικά και ψύχραιμα.

Η λειτουργία, όμως, του βιβλίου ως θεραπευτικό δεν αποτελεί σύγχρονη αντίληψη, αφού στην είσοδο της «ιερής βιβλιοθήκης» στην αρχαία Αίγυπτο συναντούσε κανείς την γραμμένη στα αρχαία ελληνικά επιγραφή «Ψυχής Ιατρείον».

Ο όρος, βέβαια, βιβλιοθεραπεία θα πρωτοεμφανιστεί αρκετούς αιώνες μετά, το 1916, στο άρθρο «Μία Λογοτεχνική Κλινική» του Σάμιουελ Μτσίτσορντ Κράθερς στο περιοδικό The Atlantic Monthly, στο οποίο αναπτύσσεται μία μυθοπλαστική ιστορία ενός ψυχαναλυτή που δέχεται ασθενείς σε ένα βιβλιοθεραπευτικό ίδρυμα.

Ο ψυχαναλυτής, μεταξύ άλλων, αναφέρει:

«Η βιβλιοθεραπεία είναι… μία νέα επιστήμη. Ένα βιβλίο μπορεί να είναι διεγερτικό, καταπραϋντικό, ερεθιστικό ή υπνωτικό. Το θέμα είναι ότι πρέπει κάτι να σου κάνει και πρέπει να γνωρίζεις τι είναι αυτό που σου κάνει. Ένα βιβλίο μπορεί να έχει την ίδια φύση με ένα καταπραϋντικό σιρόπι ή την ίδια φύση με ένα κατάπλασμα. Πρέπει να διαβάζεις περισσότερα μυθιστορήματα. Όχι ευχάριστες ιστοριούλες για να ξεχνάς τον εαυτό σου. Πρέπει να είναι ερευνητικές, δραστικές, δεικτικές, αμείλικτες ιστορίες».

Στην πραγματικότητα, όλη η ουσία της βιβλιοθεραπείας, ίσως, συγκεντρώνεται στην παρατήρηση της συντάκτρια του The New Yorker, Σερίτουεν Ντόβυ:

«Το να διαβάζω μυθοπλασία με κάνει να χάνω την όλη την αίσθηση του εαυτού μου, αλλά την ίδια στιγμή με κάνει να νιώθω πιο απόλυτα εγώ από ποτέ. Όπως η Γουλφ, η πιο θερμή αναγνώστρια, έγραψε: “Ένα βιβλίο μας χωρίζει σε δύο μέρη ενώ διαβάζουμε. Η ανάγνωση συνίσταται στην πλήρη εξάλειψη του εγώ, ενώ υπόσχεται την αιώνια ένωση με ένα άλλο μυαλό”».

Το τελευταίο αυτό στοιχείο έχει άμεση σχέση με τους νευρώνες-κάτοπτρα, τους οποίους οι νευροεπιστήμονες έχουν συνδέσει με την ενσυναίσθηση, καθώς φαίνεται ότι ενεργοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο όταν εμείς οι ίδιοι πραγματοποιούμε μία ενέργεια, αλλά και όταν κάποιος άλλος την πραγματοποιεί.

Στην ανακάλυψη αυτή της δεκαετίας του ’90 ήρθε να προστεθεί το 2011 και μία έρευνα της καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Γιορκ, Ρέιμοντ Μαρ, η οποία βασίστηκε σε εγκεφαλογραφήματα, που έδειξαν ότι όταν οι συμμετέχοντες διαβάζουν για μία εμπειρία εμφανίζουν δραστηριότητα στις ίδιες νευρολογικέ περιοχές, με όταν οι ίδιοι την βιώνουν.

Η ίδια ακριβώς νευρολογική διαδικασία μας βοηθά να αναπτύξουμε και τις κοινωνικές μας ικανότητες, κατανοώντας – και πολλές φορές μαντεύοντας – καλύτερα το τι αισθάνεται ο άνθρωπος που έχουμε απέναντι μας. Ο Κιθ Οάτλι, μάλιστα, σημειώνει για αυτό στο βιβλίο του «Πράγματα όπως τα Όνειρα: Η Ψυχολογία της Μυθοπλασίας» ότι θεωρεί την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος «ένα είδος πρόβας της αλληλεπίδρασης μας με τους άλλους ανθρώπους στην κοινωνία».

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συμφωνούν όλοι ως προς την ενισχυτική λειτουργία του βιβλίου, σε σχέση με τις κοινωνικές συναναστροφές μας.

Η συγγραφέας Σούζαν Κιν στο βιβλίο της «Η Ενσυναίσθηση και το Μυθιστόρημα» αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Όπως γνωρίζει κάθε βιβλιοφάγος, οι αναγνώστες μπορεί να είναι αντικοινωνικοί και νωχελικοί. Η ανάγνωση του μυθιστορήματος δεν είναι ένα ομαδικό άθλημα. Πρέπει να απολαύσουμε αυτό που η μυθοπλασία έχει να μας προσφέρει, δηλαδή την απελευθέρωση από την ηθική υποχρέωση να αισθανθούμε κάτι για επινοημένους χαρακτήρες – όπως θα κάναμε για αληθινούς, ζωντανούς ανθρώπους που πονάνε ή υποφέρουν -, πράγμα το οποίο παραδόξως συχνά κάνει τους αναγνώστες να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη συμπάθεια σε ψεύτικες καταστάσεις και χαρακτήρες».

Παρά την διαφωνία της, όμως, με τους υπόλοιπους σε αυτό το κομμάτι, και η Κιν έρχεται να συμφωνήσει ως προς την βοήθεια που ένα βιβλίο είναι δυνατόν να προσφέρει, όταν πρόκειται για την βελτίωση της προσωπικής μας υγείας, αφού η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη διέξοδο από τις πιέσεις της καθημερινότητας.

Η συγγραφέας Τζινέτ Γουίντερσον αναφέρει: «Η μυθοπλασία και η ποίηση αποτελούν δόσεις, φάρμακα. Αυτό που θεραπεύουν είναι το ρήγμα, που έχει προκαλέσει η πραγματικότητα στην φαντασία».

Επιμέλεια: Νικολέττα Σταμάτη

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ