Τελικά χρειαζόμαστε μπαμπούλες και άη-βασίληδες για να είμαστε πειθαρχημένοι και για να φερόμαστε καλά στους άλλους; Το σίγουρο είναι ότι εκπαιδευόμαστε να λειτουργούμε με βάση το φόβο της τιμωρίας ή την προσδοκία κέρδους και όχι το σεβασμό στις ανάγκες των άλλων. Ο γονέας, ο εκπαιδευτικός, ο αστυνομικός, ο δικαστής, ο εφοριακός, ο Θεός, οι έχοντες δύναμη και εξουσία, συχνά πυκνά, εμφανίζονται στα μάτια μας ως οι φορείς του φόβου ή ως οι δώρα φέροντες:
Από τα πολύ μικρά μας μαθαίνουμε να είμαστε «καλά παιδάκια» γιατί αλλιώς οι γονείς μας, ως τιμωρία, θα σταματήσουν να μας αγαπάνε.
Στο σχολείο κάνουμε ησυχία στο μάθημα γιατί φοβόμαστε την τιμωρία που μπορεί να μας επιβάλει ο δάσκαλος ή για να πάρουμε καλούς βαθμούς και όχι γιατί σεβόμαστε το δάσκαλο, τους συμμαθητές μας που θέλουν να παρακολουθήσουν και το ίδιο το μάθημα.
Μαθαίνουμε να μην βλάπτουμε τους άλλους, όχι από σεβασμό προς αυτούς, αλλά γιατί θα μας τιμωρήσει ο Θεός.
Υπακούμε στους νόμους και αποφεύγουμε την παραβατική συμπεριφορά γιατί θα μας τιμωρήσει η αστυνομία ή το δικαστήριο.
Δηλώνουμε τα πραγματικά μας έσοδα, όχι γιατί αυτό είναι το σωστό, αλλά μόνο αν είναι υπάρχει ο φόβος να μας πιάσει η εφορία.
Αφήνουμε πολλές φορές ανυπεράσπιστους τους αδύναμους από τον φόβο μας μην μας τιμωρήσουν οι δυνατοί.
Από πολύ μικρά μαθαίνουμε να ζητάμε ανταμοιβές για να πράττουμε το σωστό.
Γράφει το παιδάκι γράμμα στον Άη Βασίλη: «Αγαπημένε μου Άη Βασίλη φέτος ήμουν καλό παιδάκι και γι’ αυτό θέλω να μου φέρεις δώρο το καλύτερο ηλεκτρονικό παιχνίδι».
Ως εκπαιδευτικός γνωρίζω πολύ καλά ότι είναι ελάχιστα τα παιδιά που αν έβρισκαν ευκαιρία να αντιγράψουν κατά την διάρκεια ενός διαγωνίσματος δεν θα το έκαναν θεωρώντας το ως ανέντιμο. Σε μια αναγωγή στο μέλλον αυτή η στάση των παιδιών επαναλαμβάνεται σε ενήλικες που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πάρουν δίπλωμα οδήγησης λαδώνοντας, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι με αυτόν τον τρόπο γίνονται φονικά όπλα στην άσφαλτο.
Άλλη η παιδική πειθαρχία και άλλη η στρατιωτική πειθαρχία
Η λέξη πειθαρχία (πείθω+ άρχω) μπορεί να υπάρχει με δύο εντελώς διαφορετικές σημασίες:
α) Πειθαρχία υπό την έννοια να πειστεί το άτομο ότι πρέπει να ακολουθήσει κάποιες αρχές χωρίς αυτές να του επιβληθούν. Σε αυτή την σημασία εμπίπτει και η πειθαρχία των παιδιών.
β) Πειθαρχία υπό την έννοια της υπακοής στις διαταγές κάποιου ιεραρχικά ανώτερο. Σε αυτήν την σημασία εμπίπτει η στρατιωτική πειθαρχία. Πολλοί όμως ενήλικες θεωρούν ότι είναι προς όφελος των παιδιών η πειθαρχία ως υπακοή στον ανώτερο όπως στο γονέα, στον εκπαιδευτικό κ.λ.π. Η πειθαρχία αυτού του τύπου επιβάλλεται από τον ανώτερο και επιτυγχάνεται με τη χρήση τιμωριών και ανταμοιβών όπως ακριβώς κάνει ένας θηριοδαμαστής που εναλλάσσει το μαστίγιο με το καρότο.
Θεωρώ εντελώς λανθασμένη την άποψη ότι η τιμωρία και η ανταμοιβή είναι ο κατάλληλος τρόπος για να πειθαρχήσει ένα παιδί.
Πειθαρχία δεν σημαίνει το να καταφέρεις να κάνεις το παιδί να το βουλώσει ή να σταματήσει να ενοχλεί. Το να φοβίζουμε τα παιδιά ή να τα δωροδοκούμε για να πειθαρχήσουν είναι μια εύκολη λύση που έχει πρόσκαιρα αποτελέσματα αφού τα εκπαιδεύουμε στο να πειθαρχούν μόνο όταν φοβούνται την τιμωρία ή μόνο όταν έχουν κάποιο προσωπικό κέρδος. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι όταν θα απουσιάζει ο φόβος των ποινών και η προσδοκία του κέρδους θα συνεχίζουν να είναι απείθαρχα, παραβατικά και χωρίς σεβασμό προς τους άλλους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι άλλη είναι η πειθαρχία σε ένα στρατόπεδο και άλλη σε ένα σχολείο. Θεωρώ μεγάλο παιδαγωγικό ολίσθημα το να μοιράζουμε στα παιδιά ποινές ή ανταμοιβές όπως αντίστοιχα μοιράζουμε στους φαντάρους «φυλακές» ή «τιμητικές άδειες».
Υπάρχει πειθαρχία χωρίς τιμωρίες και ανταμοιβές;
Βεβαίως και υπάρχει. Λέγεται αυτοπειθαρχία. Είναι η εθελούσια πειθαρχία όπου το παιδί έχει εκπαιδευθεί στο να αυτοελέγχεται με μοναδικό κίνητρο τον σεβασμό στους άλλους αλλά και τον αυτοσεβασμό. Οι ενέργειες του παιδιού καθορίζονται όχι από τον φόβο και το κέρδος αλλά από τον κώδικα ηθικών αξιών που έχει αναπτύξει. Το σωστό γίνεται από επιλογή και όχι για την αποφυγή τιμωρίας ή την αποκόμιση κέρδους.
Όταν ένα παιδί έχει μια άσκημη συμπεριφορά, οι ενήλικες αντί να το δούμε ως ευκαιρία να ενισχύσουμε τον συναισθηματικό σύνδεσμο με το παιδί, κόβουμε κάθε σύνδεσμο είτε τιμωρώντας το ή τάζοντάς του ανταμοιβές : «Κάθισε ήσυχο γιατί δεν θα σου πάρω παγωτό» ή «Αν καθίσεις ήσυχο θα σου πάρω παγωτό».
Μια τέτοια πρακτική επιβολής της πειθαρχίας μπορεί κάποιες φορές να έχει ένα πρόσκαιρο αποτέλεσμα αλλά έχει δυο πολύ αρνητικές συνέπειες:
α) βάζει φραγμό στην εκτόνωση των αρνητικών συναισθημάτων και του άγχους των παιδιών με αποτέλεσμα την μελλοντική συσσώρευσή τους
και β) χάνεται μια μοναδική ευκαιρία για να κατανοήσει το παιδί για ποιο λόγο η συμπεριφορά του δεν είναι σωστή και έτσι να βοηθηθεί να αναπτύξει την ενσυναίσησή του, δηλαδή το να καταλαβαίνει και τις ανάγκες των άλλων.
Τα παιδιά αποκτούν πειθαρχία όταν εκπαιδεύονται να σέβονται τις ανάγκες των άλλων
Ο μεγάλος κίνδυνος που υπάρχει όταν υποστηρίζεις απόψεις σαν αυτές που ακούγονται σε αυτό το άρθρο είναι ο αντίλογος να ισχυριστεί: α) ότι όλα αυτά είναι μεν ωραία σαν θεωρίες αλλά πρακτικά ανεφάρμοστα β) ακόμα και αν επιχειρήσει κάποιος να τα εφαρμόσει τότε σίγουρα μέσα στην τάξη του θα είναι «η ώρα του παιδιού» όπου δεν θα γίνεται καθόλου μάθημα.
Μπορώ να δεχτώ ότι η εφαρμογή των παραπάνω δεν είναι εύκολη υπόθεση αλλά δεν θεωρώ ότι είναι ορθό να απορρίπτουμε κάτι έτσι χωρίς καμία δοκιμή. Τουλάχιστον ας το δοκιμάσουμε σε κάποιες στιγμές.
Υπάρχουν όμως κάνα δυο προϋποθέσεις ώστε να έχουμε αποτέλεσμα και αφορούν τους εκπαιδευτικούς:
Καταρχάς πρέπει οι εκπαιδευτικοί να μάθουμε να αντέχουμε λίγο παραπάνω θόρυβο από παιδιά που πλέον θα νιώθουν ότι δεν θα φοβούνται να εκφραστούν. Στο κάτω κάτω από πότε το ζητούμενο είναι οι «τάξεις νεκροταφεία»; Το ότι είναι πολύ ήσυχα τα παιδιά σε μια τάξη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι παρακολουθούν και το μάθημα. Έπειτα πρέπει οι εκπαιδευτικοί να είναι έτοιμοι να βγαίνουν συχνά πυκνά από την ζώνη ασφαλείας τους και από την ρουτίνα του μαθήματός τους. Ο φόβος της παρέκκλισης από το στάνταρ μοτίβο διδασκαλίας (αξιολόγηση μαθητών-παράδοση του επόμενου μαθήματος) και από τον προγραμματισμό για να βγει η ύλη καθώς και ο τρόμος μήπως χαθεί ο έλεγχος της τάξης δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για δοκιμές άλλων μεθόδων.
Τέλος το πιο σημαντικό είναι να είναι πεπεισμένοι οι εκπαιδευτικοί ότι ένα παιδί που έχει μια συμπεριφορά εκτός ορίων προφανώς κάτι θέλει να εκφράσει (π.χ ανάγκη για προσοχή, κούραση, θυμό, έλλειψη κινήτρων, χαμηλή αυτοπεποίθηση) και ότι δεν το κάνει γιατί είναι κακό παιδί και θέλει να μας διαλύσει το μάθημα. Το να βλέπουμε τα άτακτα παιδιά σαν ζιζάνια που πρέπει να απαλλαγούμε από αυτά για να ευδοκιμήσουν τα υπόλοιπα λουλούδια είναι εντελώς απαράδεκτη παιδαγωγική στάση.
Ένα παράδειγμα
Ας πάρουμε μια τάξη διδασκαλίας.
Αρχικά πρέπει να έχουν καθοριστεί τα όρια της αποδεχτής συμπεριφοράς των μαθητών μέσα στην τάξη. Τα όρια αυτά καλό είναι να οριστούν μετά από συζήτηση και συμφωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών γιατί τα παιδιά προδιατίθενται θετικά να ακολουθήσουν κανόνες στη δημιουργία των οποίων έχουν συμβάλει και τα ίδια. Έστω τώρα ότι κατά την διάρκεια του μαθήματος κάποιος μαθητής έχει μια συμπεριφορά που ξεπερνάει αυτά τα όρια π.χ ότι κάνει υπερβολική φασαρία. Αντί λοιπόν ο εκπαιδευτικός να προβεί στον εκφοβισμό του μαθητή μέσω της απειλής τιμωρίας, κάτι που βεβαίως πολύ πιθανά θα έκανε τον μαθητή να σταματήσει να ενοχλεί, αλλά που σίγουρα δεν θα τον μάθαινε γιατί δεν είναι σωστό να ενοχλεί, μπορεί να δοκιμάσει κάτι άλλο.
Αντί ο εκπαιδευτικός να κάνει τον μαθητή να νιώσει εξορισμένος από το υπόλοιπο τμήμα μπορεί να κάνει το ακριβώς αντίθετο, να τον κάνει να αισθανθεί ως ένα απόλυτα αποδεχτό μέλος αυτής της ομάδας. Και αντί ο εκπαιδευτικός να «εξαφανίσει» τον μαθητή αυτόν, να τον κάνει το επίκεντρο και να ασχοληθεί με αυτόν.
Ο σύντομος διάλογος μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή που θα ακολουθήσει πρέπει να είναι προσανατολισμένος σε μια και μοναδική κατεύθυνση: αναγνωρίζουμε λεκτικά την ανάγκη του μαθητή να εκφραστεί κάνοντας κάποια φασαρία αλλά ταυτόχρονα του αναφέρουμε και την ανάγκη των άλλων (των υπόλοιπων μαθητών και του εκπαιδευτικού) να υπάρχει μια σχετική ησυχία ώστε να μπορούν να συγκεντρωθούν.
Με αυτόν τον τρόπο ο μαθητής εκπαιδεύεται στην ενσυναίσθηση δηλαδή στο να σέβεται και τις ανάγκες των άλλων. Έτσι ο μαθητής, όχι μόνο δεν νιώθει ως κατηγορούμενος, αλλά σαν κάποιος που του δίδεται μια ευκαιρία να λάμψει αφού αν σταματήσει την φασαρία θα είναι σαν μια τρανή απόδειξη ότι έβαλε την ομάδα πάνω από τον εαυτό του. Αν μάλιστα ο μαθητής λειτουργήσει θετικά φροντίζουμε στο τέλος του μαθήματος να τον επαινέσουμε που έβαλε την ομάδα πάνω από το εγώ του.
Γνωρίζω ότι πολλοί εκπαιδευτικοί θα έχουν δικαιολογημένα αντιρρήσεις ότι με τέτοιες μεθόδους θα χάνεται πολύς χρόνος μαθήματος. Αυτό είναι αλήθεια εφόσον θεωρήσουμε ως μάθημα μόνο το γνωστικό κομμάτι της διδασκαλίας. Αν όμως θεωρήσουμε ως μάθημα και το παιδαγωγικό κομμάτι τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για χαμένο χρόνο. Επίσης θέλω να τονίσω ότι όσο θα κυλάει ο καιρός τόσο λιγότερο θα παρατηρούνται παρόμοια φαινόμενα απειθαρχίας, καθώς κάθε φορά που ο εκπαιδευτικός μαθαίνει την πειθαρχία σε έναν μαθητή στην πραγματικότητα όλοι οι μαθητές εκπαιδεύονται μέσω αυτού του παραδείγματος. Δηλαδή η εκπαίδευση στον σεβασμό στις ανάγκες των άλλων δεν γίνεται για έναν μαθητή τη φορά αλλά ταυτόχρονα για όλους τους μαθητές.
Η πειθαρχία ως επιλογή και όχι ως επιβολή
Ο Ιονέσκο έλεγε: «Πάρτε έναν κύκλο, χαϊδέψτε τον και θα δείτε για πότε θα γίνει φαύλος».
Μπορεί ο φόβος της τιμωρίας ή η χρήση ανταμοιβών να φαίνεται ότι λύνει ένα πρόβλημα, όπως αυτό της έλλειψης πειθαρχίας, στην πραγματικότητα όμως δημιουργεί ένα άλλο, ίσως και βαθύτερο, πρόβλημα απειθαρχίας οπότε επανερχόμαστε ξανά εκεί που ξεκινήσαμε κάνοντας έναν φαύλο κύκλο. Γιατί είναι αλήθεια ότι άμα κάποιον καταφέρεις και τον φοβίσεις ή τον δωροδοκήσεις υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να τον κάνεις να πειθαρχήσει. Όμως η πειθαρχία αυτή δεν εσωτερικοποιείται ποτέ από το άτομο και διαρκεί όσο διαρκεί και η απειλή του εξωτερικού φόβου ή η προσδοκία κέρδους.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι τα παιδιά να αποκτήσουν πειθαρχία ως επιλογή και όχι ως επιβολή. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν εκπαιδεύονται να σέβονται τους άλλους. Τότε είναι που εμπεδώνουν και τις δημοκρατικές αξίες. Όμως το να θέλουμε να προάγουμε τις δημοκρατικές αξίες των παιδιών με αυταρχικές μεθόδους είναι αν μη τι άλλο μια τεράστια αντίφαση.