Το ραντάρ είναι μια βρετανική εφεύρεση. Ωστόσο ελάχιστοι γνωρίζουν ότι και η μικρή Ελλάδα είχε επιχειρήσει στον τομέα αυτό. Πειράματα με χρήση ραδιοκυμάτων είχαν ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αι. εντάθηκαν δε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα τις παραμονές του Β’ ΠΠ.
Ο στρατηγός Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας το 1941, αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ομηρία των πέντε Αντιστρατήγων» (Αθήνα 1948) αναφέρει ότι τον Σεπτέμβριο του 1936 υπεβλήθη στη Διοίκηση Αντιαεροπορικής Άμυνας, της οποίας ήταν επικεφαλής, υπόμνημα του καθηγητή της Εφαρμοσμένης Φυσικής Παύλου Σαντορίνη «περί μεθόδου ανιχνεύσεως εχθρικών αεροπλάνων δι’ ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων».
Ο Μπακόπουλος υπέβαλε το υπόμνημα στο ΓΕΣ που όπως ήταν φυσικό επέδειξε ενδιαφέρον. Συστάθηκε μάλιστα επιτροπή αποτελούμενη από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου Γουναράκη, Σαρρόπουλο, Χόνδρο, Αθανασιάδη και των πλοιάρχου Πεζόπουλου, ταγματάρχη Κουρκούλια και επισμηναγού Αβέρωφ.
Η επιτροπή γνωμάτευσε ότι επιστημονικά η προτεινόμενη μέθοδος ήταν ορθή. Έτσι συστάθηκε επιτροπή ελέγχου και δοκιμών πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Μπακόπουλος. Για την εκτέλεση των δοκιμών απαιτείτο όμως η κατασκευή των αναγκαίων συσκευών. Στην Ελλάδα όμως δεν υπήρχαν τα αναγκαία εξαρτήματα και κυρίως ειδικές λυχνίες.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπακόπουλος: «Αριθμός Πρωτοκόλλου Απορρήτων 44/19-9.1936- Προς το ΓΕΣ «… Δεδομένου ότι η επαλήθευσις της εν λόγω μελέτης θέλει σοβαρώς διευκολύνει παρ’ ημίν την λύσιν του προβλήματος της ανιχνεύσεως από αέρος από μακρυνών αποστάσεων με ολιγοδάπανα μέσα και με ολίγον προσωπικόν, υποβάλλομεν την γνώμην όπως διατάξητε την συγκρότησιν επιτροπής εξ’ ειδικών, ου μόνον στρατιωτικών αλλά και καθηγητών του Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου… Μπακόπουλος, υποστράτηγος».
Τότε αποφασίστηκε να μεταβεί ο Σαντορίνης στην Ευρώπη προς αναζήτηση των λυχνιών. Πράγματι οι λυχνίες βρέθηκαν και κατόπι άρχισαν δοκιμές στη αεροπορική βάση Παλαιού Φαλήρου. Οι δοκιμές διήρκεσαν, σχεδόν, μέχρι τα τέλη του 1939. Τα αποτελέσματα ήταν «λίαν ικανοποιητικά», όπως αναφέρει ο Μπακόπουλος και έγινε δυνατός ο εντοπισμός αεροσκάφους από απόσταση έως 150 χλμ. με το μικροκυματικό ραντάρ του Σαντορίνη.
Η έλλειψη μέσων όμως δεν επέτρεψε την περαιτέρω πρόοδο. Ο Μπακόπουλος αναφέρει ότι τόσο οι Βρετανοί, όσο και οι Γιουγκοσλάβοι και οι Ρουμάνοι έδειξαν ενδιαφέρον για το σχέδιο. Το αν επηρέασε και κατά πόσο το ραντάρ του Σαντορίνη την εξέλιξη του ραντάρ είναι ένα ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί.
Προφανώς και η έρευνά του πρέπει να ελήφθη υπόψη. Όπως και έχει η προσπάθεια ανάπτυξης ενός ελληνικού συστήματος ραντάρ, το οποίο θα είχε τεράστια οφέλη για την πολεμική προσπάθεια της χώρας, έληξε άδοξα.