Η Δέσποινα Πλουσίου, Ψυχοθεραπεύτρια που ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του Ψυχικού Τραύματος μιλώντας στο Newsbomb.gr αναφέρθηκε στην απώλεια ενός παιδιού που είναι τραύμα και πως μπορεί να βρει τρόπους να τιμήσει τον γονέα του και να συνεχίσει να ζει με αγάπη και ελπίδα
Η απώλεια ενός παιδιού είναι η πιο δύσκολη εμπειρία που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Για έναν γονιό, η ζωή όπως τη γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή σταματά, και ξεκινά μια δύσκολη διαδρομή πόνου, θλίψης και αναζήτησης νοήματος μέσα στο κενό που αφήνει η απουσία. Το πένθος αυτό δεν έχει όρια ούτε συγκεκριμένο χρόνο, και κάθε άνθρωπος το βιώνει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο.
Η Δέσποινα Πλουσίου, Ψυχοθεραπεύτρια που ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του Ψυχικού Τραύματος μιλώντας στο Newsbomb.gr εξηγεί ότι οι γονείς βιώνουν στάδια σοκ, άρνησης, έντονου πόνου, ενοχών, θυμού, αλλά και μιας βαθιάς αίσθησης κενού. «Η ενοχή είναι ένα από τα πιο βασανιστικά συναισθήματα που βιώνουν οι γονείς», εξηγεί η ψυχολόγος. «Συχνά αναρωτιούνται αν θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι διαφορετικά, αν είχαν προσέξει περισσότερο. Αυτές οι σκέψεις, ακόμα κι αν δεν έχουν πραγματική βάση, είναι δύσκολο να αποβληθούν και επιβαρύνουν ψυχικά τον γονέα».
Στην καθημερινότητα, οι επιπτώσεις του πένθους είναι βαθιές. «Πολλοί γονείς περνούν από στάδια σοκ, άρνησης, έντονου πόνου, ενοχών, θυμού, αλλά και μιας βαθιάς αίσθησης κενού. Υπάρχει συχνά η αίσθηση ότι η ζωή παγώνει, ότι ο κόσμος συνεχίζει να κινείται ενώ ο ίδιος ο γονέας μένει πίσω, αποκομμένος από την πραγματικότητα γύρω του», σημείωσε.
«Η ενοχή είναι ένα ιδιαίτερα έντονο συναίσθημα, ακόμα και όταν δεν υπάρχει καμία αντικειμενική βάση γι’ αυτήν. Η σκέψη “θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι διαφορετικά” ή “αν είχα προσέξει κάτι περισσότερο” γίνεται βασανιστική, ακόμα κι αν δεν έχει καμία πραγματική υπόσταση», είπε η ψυχολόγος.
Και πρόσθεσε: «Στην καθημερινότητα, οι επιπτώσεις είναι βαθιές. Πολλοί γονείς περιγράφουν μια αίσθηση απώλειας ταυτότητας, καθώς η ιδιότητα του γονέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη του παιδιού. Οι καθημερινές δραστηριότητες μπορεί να φαίνονται ασήμαντες ή ανούσιες, και η ενέργεια για τις πιο απλές υποχρεώσεις εξαντλείται γρήγορα».
«Ο ύπνος μπορεί να διαταραχθεί, είτε λόγω εφιαλτών είτε λόγω ενός διαρκούς άγχους που δεν επιτρέπει τη χαλάρωση. Το σώμα συχνά αντιδρά στο πένθος με σωματικά συμπτώματα, όπως κόπωση, μυϊκή ένταση, πονοκεφάλους ή στομαχικές διαταραχές», πρόσθεσε.
Παράλληλα, η σχέση με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον δοκιμάζεται. «Οι γονείς μπορεί να αισθάνονται ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πραγματικά τον πόνο τους. Κάποιοι επιλέγουν την απομόνωση, ενώ άλλοι νιώθουν θυμό απέναντι σε ανθρώπους που συνεχίζουν τη ζωή τους όπως πριν. Στις σχέσεις με τον/τη σύντροφο, το πένθος μπορεί να δημιουργήσει απόσταση, καθώς ο καθένας βιώνει την απώλεια με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό», εξήγησε.
«Το πένθος, όμως, δεν είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία. Δεν υπάρχει “σωστός” τρόπος να πενθήσει κανείς, ούτε χρονικό όριο. Είναι μια διαδρομή που διαφέρει για τον καθένα, και χρειάζεται χώρο, χρόνο και κατανόηση για να μπορέσει ο γονέας να βρει μια νέα ισορροπία στη ζωή του», σημείωσε.
Υποστήριξη και φροντίδα στη διαδικασία του πένθους
Επιπλέον η Δέσποινα Πλουσίου, Ψυχοθεραπεύτρια που ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του Ψυχικού Τραύματος μιλώντας στο Newsbomb.gr αναφέρθηκε στην υποστήριξη και φροντίδα στη διαδικασία του πένθους. «Η διαχείριση του πένθους δεν σημαίνει ότι ο γονέας «ξεπερνά» την απώλεια, αλλά ότι μαθαίνει να συνυπάρχει μαζί της, βρίσκοντας τρόπους να συνεχίσει τη ζωή του ενώ τιμά τη μνήμη του παιδιού του».
«Το πένθος δεν είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία», υπογραμμίζει η ψυχολόγος. «Δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος να το βιώσει κανείς. Είναι μια διαδρομή που διαφέρει για τον καθένα, και το πιο σημαντικό είναι να επιτρέψει στον εαυτό του να αισθανθεί ό,τι χρειάζεται, χωρίς πίεση ή ενοχές».
Η υποστήριξη από το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο. Αν και ο πόνος είναι προσωπικός, η παρουσία ανθρώπων που προσφέρουν στήριξη – χωρίς να απαιτούν συγκεκριμένες αντιδράσεις ή να προσπαθούν να «διορθώσουν» το πένθος – μπορεί να είναι πολύτιμη.
Η σχέση με το παιδί που χάθηκε δεν τελειώνει, αλλά μετασχηματίζεται. Πολλοί γονείς βρίσκουν ανακούφιση σε μικρές ιεροτελεστίες που κρατούν τη μνήμη του ζωντανή, είτε μέσα από την τέχνη, είτε μέσα από δράσεις προς τιμήν του, είτε απλά μέσα από προσωπικές στιγμές ανάμνησης.
Η επιστροφή στην καθημερινότητα δεν σημαίνει προδοσία προς το παιδί που χάθηκε. Το να βρει κανείς σταδιακά έναν ρυθμό, χωρίς όμως να πιέζεται να «είναι καλά» πριν να είναι έτοιμος, είναι μέρος της διαδικασίας προσαρμογής.
Τέλος, η αναζήτηση υποστήριξης από ειδικούς μπορεί να βοηθήσει σημαντικά. «Ένας θεραπευτής που είναι εξοικειωμένος με τη διαχείριση της απώλειας μπορεί να στηρίξει τον γονέα, βοηθώντας τον να επεξεργαστεί τον πόνο του με τρόπους που θα τον ενδυναμώσουν μακροπρόθεσμα», σημειώνει η ψυχολόγος. Προσεγγίσεις όπως η τραυματοθεραπεία, η ψυχοδυναμική θεραπεία ή το EMDR μπορούν να προσφέρουν έναν ασφαλή χώρο για έκφραση και σταδιακή επεξεργασία των δύσκολων συναισθημάτων.
«Με τον καιρό, ο πόνος μπορεί να αλλάξει μορφή. Δεν σημαίνει ότι μειώνεται η αγάπη ή η σημασία της απώλειας, αλλά ότι το πένθος βρίσκει μια θέση μέσα στη ζωή, επιτρέποντας στον γονέα να συνεχίσει – όχι ξεχνώντας, αλλά κουβαλώντας την παρουσία του παιδιού του με έναν νέο τρόπο», καταλήγει η Δέσποινα Πλουσίου.
Το πένθος για την απώλεια ενός γονέα
Η απώλεια ενός γονέα είναι μια από τις πιο δύσκολες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει ένα παιδί. Οι επιπτώσεις του πένθους είναι βαθιές και ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, την προσωπικότητα και το υποστηρικτικό περιβάλλον του παιδιού. Η Δέσποινα Πλουσίου, Ψυχοθεραπεύτρια που ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του Ψυχικού Τραύματος μιλώντας στο Newsbomb.gr εξηγεί ότι «τα μικρότερα παιδιά, ηλικίας 0-6 ετών, δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη μονιμότητα του θανάτου. Μπορεί να περιμένουν τον γονέα να επιστρέψει και να εμφανίσουν συμπεριφορές όπως αυξημένη προσκόλληση και παλινδρόμηση, όπως το να ξαναρχίσουν να βρέχουν το κρεβάτι τους».
Στη σχολική ηλικία (6-12 ετών), το παιδί αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος. «Πολλά παιδιά βιώνουν βαθιά θλίψη, ενοχές και φόβο ότι μπορεί να χάσουν και τον άλλον γονέα», επισημαίνει η ειδικός. Στην εφηβεία (12-18 ετών), η απώλεια μπορεί να προκαλέσει έντονο θυμό, απομόνωση και υπαρξιακή αγωνία. «Σε κάποιες περιπτώσεις, οι έφηβοι μπορεί να αναλάβουν γονεϊκό ρόλο, ειδικά αν ο εναπομείνας γονέας δυσκολεύεται να διαχειριστεί το πένθος», προσθέτει.
Τρόποι διαχείρισης του πένθους
Είναι σημαντικό το παιδί να βιώσει το πένθος με τον δικό του τρόπο. «Η ανοιχτή επικοινωνία είναι βασική», υπογραμμίζει η ψυχολόγος, τονίζοντας ότι οι γονείς και οι φροντιστές πρέπει να δίνουν σαφείς και προσαρμοσμένες στην ηλικία εξηγήσεις για τον θάνατο. Παράλληλα, «η διατήρηση της ρουτίνας προσφέρει στα παιδιά αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας».
Η δημιουργική έκφραση, μέσα από τη ζωγραφική, τη μουσική ή το γράψιμο, αποτελεί επίσης έναν σημαντικό τρόπο επεξεργασίας της θλίψης. «Η δυνατότητα ενός υγιούς αποχαιρετισμού, όπως η συμμετοχή σε μια τελετή ή η διατήρηση ενός αντικειμένου που θυμίζει τον γονέα, βοηθά τα παιδιά να αντιμετωπίσουν την απώλεια», αναφέρει.
Επιπτώσεις στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη
Η απώλεια ενός γονέα μπορεί να δημιουργήσει αυξημένο άγχος αποχωρισμού, δυσκολίες εμπιστοσύνης και έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις. «Κάποια παιδιά γίνονται υπερβολικά προσκολλημένα στους αγαπημένους τους, ενώ άλλα φοβούνται τη βαθιά σύνδεση», σημειώνει η Πλουσίου. Εάν ένα παιδί αποσύρεται κοινωνικά, παρουσιάζει αυτοκαταστροφικές σκέψεις ή έντονες εκρήξεις θυμού, ίσως χρειάζεται τη βοήθεια ειδικού.
Η διατήρηση των αναμνήσεων είναι αρκετά σημαντικό για την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα. «Φωτογραφίες, ένα ημερολόγιο αναμνήσεων ή μια επιστολή στον χαμένο γονέα μπορούν να αποτελέσουν τρόπους σύνδεσης με την ανάμνησή του», προτείνει η ψυχολόγος. Το σημαντικό είναι «το παιδί να αισθάνεται ότι μπορεί να μιλά ανοιχτά για τον γονέα του, χωρίς η μνήμη του να θεωρείται ταμπού».

Η Δέσποινα Πλουσίου είναι Ψυχοθεραπεύτρια και ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του Ψυχικού Τραύματος PTSD, C-PTSD.
Ποια είναι η Δέσποινα Πλουσίου
Η Δέσποινα Πλουσίου είναι Ψυχοθεραπεύτρια και ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του Ψυχικού Τραύματος PTSD, C-PTSD. Είναι συνιδρυτής του ινστιτούτου Trauma2Therapy, όραμα και στόχος του οποίου είναι η έγκυρη και διεθνώς ενημερωμένη εκπαίδευση επαγγελματιών ψυχικής υγείας, καθώς και η αφύπνιση μέσω υπεύθυνης πληροφόρησης ιδιωτών πολιτών για την ενημέρωση των καταστροφικών συνεπειών, την κατανόηση και την αντιμετώπιση του σύνθετου ψυχικού τραύματος (C-PTSD) σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.