Πότε δεν εκπίπτουν τα τιμολόγια και οι δαπάνες πάνω από 500 ευρώ


Αναλύουμε τις περιπτώσεις που μια δαπάνη που κάνει η επιχείρηση και είναι πάνω από 500 ευρώ καθαρή αξία, δεν θεωρείται εκπεστέα δαπάνη από τα ακαθάριστα έσοδά της.

Σύμφωνα με τον νέο ΚΦΕ, για να μπορέσει να εκπέσει μια επιχείρηση μία δαπάνη, θα πρέπει να ισχύουν οι παρακάτω προϋποθέσεις (άρθρο 22 του ν. 4172/2014).

α) Πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, δηλαδή οι δαπάνες που κρίνονται απαραίτητες από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής αποστολής της και συμβάλλει στη δημιουργία φορολογητέου εισοδήματος, δηλαδή όλες εκείνες οι δαπάνες οι οποίες θα δημιουργήσουν συνθήκες κέρδους βραχυπρόθεσμα ή/και μακροπρόθεσμα.

β) Αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η φορολογική διοίκηση, δηλαδή δεν πρέπει να είναι εικονικές ή πλασματικές ή υποτιμολογημένες ή υπερτιμολογημένες.

γ) Εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά, δηλαδή οι δαπάνες θα πρέπει να έχουν καταχωρισθεί στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης είτε με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία (π.χ. τιμολόγια κ.λπ.) είτε απολογιστικά (π.χ. αποσβέσεις).

Οι δαπάνες λοιπόν των επιχειρήσεων πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 και να μην εμπίπτουν στις περιπτώσεις των δαπανών που δεν εκπίπτουν , όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 23 του 4172/2013.«Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες του άρθρου 23 του νόμου 4172/2013»

Προϋποθέσεις για την έκπτωση αγορών και δαπανών άνω των 500 ευρώ.

Σύμφωνα με τη περίπτωση (β) του άρθρου 23 του ΚΦΕ, δεν εκπίπτουν από τα έσοδα της επιχείρησης:

β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής

Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1216/1.10.2014, που έδωσε οδηγίες για την εφαρμογή της διάταξης, στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων, κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις λοιπές περιπτώσεις του άρθρου 23.

Ποιος είναι ο τραπεζικός τρόπος πληρωμής.

Όσες δαπάνες είναι πάνω από 500 ευρώ, καθαρά όπως λέει η απόφαση (δηλαδή χωρίς ΦΠΑ), δεν μπορούν να αφαιρεθούν από τα έσοδα των επιχειρήσεων, αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσα από το τραπεζικό σύστημα δηλαδή:

– Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα),

– Η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγματοποιεί την πληρωμή,

– Η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων,

– Η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης,

– Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων.

– Ως τραπεζικό μέσο πληρωμής προκειμένου για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013, εξόφληση με τραπεζικό τρόπο πληρωμής, νοείται και η καταβολή σε λογαριασμό πληρωμών του προμηθευτή, που τηρείται σε ιδρύματα πληρωμών κατά την έννοια του ν.3862/2010, σε ιδρύματα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος (πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών του ν.3862/2010) είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών πληρωμών (έμβασμα). [ΠΟΛ. 1079/2015]

Εξόφληση μέσω εταιρίας ταχυμεταφορών

Σύμφωνα με συμπληρωματικά διευκρινίσεις που δόθηκα με την ΠΟΛ.1079/6.4.2015:

«1. Σε περίπτωση αγοράς αγαθών που παραδίδονται από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς (ταχυμεταφορέας – courier – «εισπράκτορας για λογαριασμό τρίτων») με αντικαταβολή του τιμήματος χωρίς τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής αλλά με μετρητά, τότε η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς αναγράφει στο «συνοδευτικό δελτίο ταχυμεταφοράς» (ΣΥ.ΔΕ.ΤΑ) που υποχρεούται να εκδίδει με βάση τον Κανονισμό Γενικών Αδειών (αριθμ. Απόφ. 686/064 της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων – Ε.Ε.Τ.Τ. /ΦΕΚ 1700Β’/10.07.2013) τον αριθμό και την ημερομηνία του τιμολογίου που εξοφλείται και το ακριβές ποσό των μετρητών που παραλαμβάνει. Η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς έχει την υποχρέωση να καταθέσει συνολικά τα ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας εντολέα – πωλητή, εντός δύο (2) ημερών από την έκδοση του ΣΥ.ΔΕ.ΤΑ. Το αντίγραφο του «συνοδευτικού δελτίου ταχυμεταφοράς» (ΣΥ.ΔΕ.ΤΑ.) που παραδίδεται στον αγοραστή των αγαθών και αναγράφει το ποσό που αυτός κατέβαλε διαφυλάσσεται μέχρι το χρόνο παραγραφής της χρήσης μέσα στην οποία το έλαβε.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που οι συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσω εμπορικών αντιπροσώπων ή εισπρακτόρων, κ.λπ.»

Ποιες δαπάνες εξαιρούνται από τον τραπεζικό τρόπο εξόφλησης.

Με βάση την απόφαση , υπάρχουν ορισμένες δαπάνες που μπορούν να μην πληρωθούν μέσω του τραπεζικού συστήματος και αυτές είναι:

«α. Μισθώματα ακινήτων, καθότι δεν πρόκειται για λήψη υπηρεσιών αλλά για χρήση μισθίου (εισόδημα από κεφάλαιο για τον εκμισθωτή, σχετ. άρθρο 39 ν.4172/2013).

β. Τόκους και συναφή έξοδα, καθόσον δεν εμπεριέχουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της παροχής υπηρεσίας.

Ως αξία συναλλαγής(σ.σ. όπως γράψαμε) λαμβάνεται υπόψη το καθαρό ποσό της αξίας της συναλλαγής, προ ΦΠΑ.»

Να σημειώσουμε ότι στην ΠΟΛ. αναφέρονταν και η μισθοδοσία , η οποία από 1.1.2017 πρέπει να εξοφληθεί και αυτή τραπεζικά.

Εξόφληση σε ώρες που δεν μπορεί να γίνει κατάθεση.

Σε περιπτώσεις συναλλαγών, που διενεργούνται σε ημέρες και ώρες μη λειτουργίας των τραπεζών ή που για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι δυνατή η εξόφληση με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής και καταβάλλονται σε μετρητά ή παραδίδονται συναλλαγματικές οι οποίες εξοφλούνται εκτός τραπεζικού συστήματος, προκειμένου η δαπάνη να αναγνωρισθεί φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, η εταιρεία που παρέχει την υπηρεσία ή πουλάει τα αγαθά, υποχρεούται να καταθέσει εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την έκδοση του παραστατικού (απόδειξη είσπραξης μετρητών ή παραλαβής συναλλαγματικών εκτός τραπεζικού συστήματος) σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη τράπεζα ή πιστωτικό οργανισμό το ποσό των μετρητών που εισέπραξε.

Πως αντιμετωπίζονται φορολογικά αυτές οι δαπάνες που δεν έχουν εξοφληθεί μέχρι το τέλος του έτους.

Επισημαίνεται ότι οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί εντός του φορολογικού έτους αλλά δεν έχουν εξοφληθεί στο έτος αυτό, κρίνονται οριστικά, ως προς την εκπεσιμότητα τους, στο φορολογικό έτος που θα λάβει χώρα η εξόφληση αυτών. Στην περίπτωση που στο έτος εξόφλησης των δαπανών διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες αυτές εξοφλήθηκαν χωρίς να γίνει χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (π.χ. με μετρητά), η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλλει τροποποιητική δήλωση του φορολογικού έτους εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, προσθέτοντας τα ποσά αυτών των δαπανών ως θετική λογιστική διαφορά.

Προσοχή: Όλη η δαπάνη πρέπει να εξοφληθεί με τραπεζικό μέσο, και όχι μέρος ή τμήμα αυτής. Αν δηλαδή για μια δαπάνη 2.500 ευρώ δώσουμε έστω και 50 ευρώ μετρητά ,και τα υπόλοιπα όπως ορίζει ο νόμος, τότε όλο το ποσό της δαπάνης δεν εκπίπτει.

Συμψηφισμός υπολοίπων.

Με την ΠΟΛ.1158/2016, η διοίκηση έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013 σε περίπτωση συμψηφισμού αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων.

Πιο συγκεκριμένα με το ανωτέρω έγγραφο διευκρινιστικε ότι σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει σε διατάξεις άλλων νόμων. Όταν η διαφορά που απομένει μετά τον συμψηφισμό είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ, τότε για να αναγνωρισθεί το σύνολο των αγορών απαιτείται η εξόφλησή της με τραπεζικό μέσο πληρωμής.

Η Πολ. διευκρινίζει ακόμη ότι:

3………….διευκρινίζεται ότι τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, αναφορικά με τους λογιστικούς συμψηφισμούς σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, ισχύουν και για κάθε περίπτωση συμψηφισμού υποχρεώσεων από αγορές αγαθών ή υπηρεσιών με απαιτήσεις έναντι των ίδιων προσώπων που έχουν γεννηθεί από άλλη αιτία (π.χ. απαιτήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών έναντι των μελών τους για την κάλυψη της συνεταιριστικής τους μερίδας, απαίτηση για απόδοση των ποσών που εισέπραξε εταιρεία ταχυμεταφορέων – courier – «εισπράκτορα για λογαριασμό τρίτων» κατ’ εντολή της επιχείρησης από πελάτες της, κ.λπ.).

Επομένως, σε περίπτωση που οι σχετικές υποχρεώσεις εξοφλούνται δια συμψηφισμού τους με απαιτήσεις έναντι των ίδιων προσώπων, οι αντίστοιχες δαπάνες αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών, κατά το μέρος που διαμορφώνουν το κόστος πωληθέντων κάθε φορολογικού έτους, αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης των απαιτήσεων αυτών.

Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι σε περίπτωση που, μετά τον συμψηφισμό, η εναπομένουσα υποχρέωση από την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών υπερβαίνει τα 500 ευρώ, η εξόφλησή της θα πρέπει να γίνει με τραπεζικό μέσο πληρωμής προκειμένου να αναγνωρισθεί προς έκπτωση το σύνολο του κόστους πωληθέντων που αναλογεί στις σχετικές αγορές.

Έχει ευθύνη το λογιστικό γραφείο για την ορθή εξόφληση των τιμολογίων;

Στο ερώτημα αυτό υπάρχουν δυο απαντήσεις.

α) Αν τα βιβλία είναι διπλογραφικά, τότε ο λογιστής ή το λογιστικό γραφείο μπορεί να ελέγξει την ορθή εξόφληση των τιμολογίων, μιας και έχει και των έλεγχο των πληρωμών (ταμείο, τραπεζικές καταθέσεις, επιταγές πληρωτέες ή μεταβίβαση επιταγών πελατείας).

Τιμολόγια που δεν έχουν εξοφληθεί με τραπεζικό τρόπο , δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπεστέα δαπάνη και γι’ αυτά τα ποσά πρέπει να γίνει υποχρεωτικά φορολογική αναμόρφωση στον κωδικό 2002 της Κατάστασης Φορολογικής Αναμόρφωσης.

β) Στα απλογραφικά βιβλία δεν μπορεί να γίνει έλεγχος για την ορθή εξόφληση των τιμολογίων άνω των 500 ευρώ.

Γι’ αυτό ο λογιστής ή το λογιστικό γραφείο θα πρέπει να ζητά μία βεβαίωση από τον επιχειρηματία:

ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Ο κάτωθι υπογεγραμμένος …………………………………………νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης …………… βεβαιώνω ότι :

Για όλες τις δαπάνες που αφορούν αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500,00) ευρώ και έχουν πραγματοποιηθεί από την 1.1.2014 και μετά η τμηματική ή ολική εξόφληση τους έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής.

Ημερομηνία ……../…../20…..

Ο Βεβαιών

Γράφει ο Αποστόλης Αλωνιάτης, οικονομολόγος – φοροτεχνικός, Α’ Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ)

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ