Ήταν Φλεβάρης του 1986 όταν έπιασε φωτιά στο λιμάνι και «γεννήθηκε» ένα από τα πιο ιστορικά τραγούδια όλων των εποχών
Ο Παύλος Παυλίδης, ο πάλαι ποτέ τραγουδιστής των θρυλικών Ξύλινων Σπαθιών, σίγουρα έχει ζήσει πολλά στη ζωή του. Δεν είναι μόνο αυτά που βίωσε ως frontman της ιστορικής μπάντας από τη Θεσσαλονίκη ούτε μόνο εκείνα που έχει ζήσει πάνω, κάτω και πίσω από τη σκηνή όλα αυτά τα χρόνια που ακολουθεί προσωπική καριέρα.
Είναι δεδομένο πως ορισμένοι από τους στίχους που έχουν «ντύσει» τα τραγούδια που έχει ερμηνεύσει απαιτούν κάποιες πολύ ξεχωριστές εμπειρίες.
Φυσικά, ο ίδιος ο Παυλίδης θα ήταν πολύ δύσκολο να απαντήσει ποια ήταν η αφορμή μέσα από την οποία γεννήθηκε το κάθε τραγούδι του. Υπάρχει, ωστόσο, ένα το οποίο μπορεί εύκολα να θυμηθεί τα πάντα γύρω από αυτό, ακόμα και το πότε (στο περίπου) του ήρθε στο μυαλό.
Ήταν λοιπόν τέλη Φεβρουαρίου του 1986 όταν ο Παύλος Παυλίδης βρισκόταν μ’ έναν φίλο του στην Άνω Πόλη, την αντικειμενικά πιο όμορφη συνοικία της Θεσσαλονίκης, και ένα από τα ψηλότερα σημεία της, όπου και καθόντουσαν σε μια από τις χαρακτηριστικές κρυψώνες της και ατένιζαν ολόκληρη την πόλη.
Ήταν εκείνη η στιγμή που ο τραγουδιστής των Ξύλινων Σπαθιών, τα οποία δεν είχαν φτιαχτεί ακόμα, είδε τα αποτελέσματα της… φωτιάς στο λιμάνι: το λιμάνι της πόλης είχε πέσει «θύμα» μιας από τις μεγαλύτερες φωτιές στην ιστορία της συμπρωτεύουσας…
Όλα ξεκίνησαν στις 24 Φεβρουαρίου του 1986 όταν και ξέσπασε φωτιά στις δεξαμενές της Jet Oil στο Καλοχώρι. Αρχικά η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στην περιοχή της δεξαμενής No 1 έπειτα από ανάφλεξη διασκορπισμένου πετρελαίου στο έδαφος ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη θερμική συγκόλληση μιας σωλήνωσης.
Πολύ γρήγορα η φωτιά απλώθηκε από την πρώτη δεξαμενή και στις υπόλοιπες 8. Συνολικά, 12 δεξαμενές βρίσκονταν στο χώρο. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική με τις δεξαμενές να καταρρέουν, ενώ οι εκρήξεις στο εσωτερικό τους, είχαν ως αποτέλεσμα να κινδυνέψει ολόκληρη η πόλη.
Μετά από την μεγάλη έκρηξη στη δεξαμενή 8, υπήρχε ο φόβος πως η φωτιά θα αγγίξει την δεξαμενή αμμωνίας της «ΣΙΓΚ», κάτι που αν γινόταν θα ήταν καταστροφικό. Η φωτιά έμεινε αναμμένη κάποιες μέρες και από την πολυήμερη καύση του πετρελαίου, δημιουργήθηκε τοξικό νέφος που απλώθηκε γύρω από την Θεσσαλονίκη.
Τα νούμερα της μεγάλης καταστροφής προκαλούν ανατριχίλα: από την φωτιά στις αποθήκες της JetOil, κάηκαν 14.957 κυβικά μέτρα αργού πετρελαίου, 30.665 κ.μ. μαζούτ, 420 κ.μ.πετρελαίου ντίζελ και 20 κ.μ. νάφθας.
Είναι χαρακτηριστικό πως το συνολικό κόστος της καταστροφής υπολογίζεται σε 22 εκατομμύρια δολάρια ενώ ταυτόχρονα, υπήρχαν και πάρα πολλές επιπτώσεις στη γεωργία και στην οικονομία του Καλοχωρίου, με την αναγκαστική καταστροφή πολλών γεωργικών προϊόντων.
Δίπλα από τις αποθήκες της JetOil, υπήρχαν και οι αποθήκες των Ελληνικών Διυλιστηρίων με συνολική χωρητικότητα 500.000 τόνων και με μια δεξαμενή αποθήκευσης υγροποιημένης αμμωνίας χωρητικότητας 15.000 τόνων. Αν η φωτιά άγγιζε έστω και στο ελάχιστο τις δεξαμενές αυτές θα μιλούσαμε για τραγωδία…
Οι πυροσβεστικές δυνάμεις, οι ένοπλες δυνάμεις και η τοπική αυτοδιοίκηση πάλευαν με τις φλόγες για εφτά μέρες ενώ στη κατάσβεση της φωτιάς βοήθησε και μεγάλη αποστολή πυροσβεστών από την Γιουγκοσλαβία, που ήταν εκπαιδευμένοι για την αντιμετώπιση τέτοιων βιομηχανικών ατυχημάτων.
Η φωτιά αυτή έμεινε για πάντα στις μνήμες όλων των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Ο Παυλίδης, που τότε έπαιζε ακόμα στα Μωρά στη Φωτιά, δεν την έβγαλε από το μυαλό του.
Εννιά χρόνια αργότερα, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του δίσκου των Ξύλινων Σπαθιών, «Πέρα από τις πόλεις της ασφάλτου» εμπνεύστηκε από το τοπίο που έβλεπε ο Παυλίδης εκείνο το απόγευμα στην Άνω Πόλη. Ο λόγος για την «Φωτιά στο Λιμάνι».
Φυσικά, οι στίχοι του κομματιού μπορεί να έχουν ως κεντρικό τους πυρήνα τη μεγάλη εκείνη πυρκαγιά, είναι εμπνευσμένες, όμως, και από μια προσωπική σχέση του 22χρονου τότε Παυλίδη- προφανώς με ένα κορίτσι, όπως μπορεί εύκολα ν’ αντιληφθεί κανείς.
Για να της γράψει τραγούδι δέκα χρόνια αργότερα, μάλλον κάτι σημαντικό πρέπει να ήταν…:
«Θα `μαι πάντα εγώ μες το όπλο σου σφαίρα
να σκοτώνεις αυτούς που σκοτώνουν τη μέρα.
Με τα μαύρα γυαλιά και το άσπρο φουστάνι
να κοιτάς μακριά τη φωτιά στο λιμάνι.
Ξέρω ένα παιδί που μου λέει πως σε ξέρει
ότι είχατε δει ένα τρελό καλοκαίρι
στο κομμάτι που λείπει απ’ το σπασμένο καθρέφτη,
στο λιμάνι φωτιά, τον ήλιο πάλι να πέφτει.
Κόκκινα σύννεφα στον ουρανό κι εσύ γελάς…
Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
μη πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά.
Θα `μαι πάντα εγώ μες το όπλο σου σφαίρα
να χτυπάς το νερό, να χτυπάς τον αέρα,
να θυμάσαι ξανά όσα είχαμε κάνει,
τις φωτιές στα Ντεπώ, τη φωτιά στο λιμάνι.
Κόκκινα σύννεφα στον ουρανό κι εσύ γελάς…
Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
μη πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά.
Γελάς γιατί σε θέλω, κατεβάζεις το καπέλο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
σαν ταινία η ζωή σου να κυλά.
Ξέρω ένα παιδί που μου λέει πως σε ξέρει
ότι είχατε δει ένα τρελό καλοκαίρι
στο κομμάτι που λείπει απ’ το σπασμένο καθρέφτη,
στο λιμάνι φωτιά, τον ήλιο πάλι να πέφτει».