Υπό διωγμό οι επενδυτές, σε τέλμα η ανάπτυξη


Οι εξελίξεις γύρω από δύο σημαντικές επενδύσεις-αποκρατικοποιήσεις την περασμένη εβδομάδα, το μπλόκο που έβαλε το ΚΑΣ στο επενδυτικό πρόγραμμα των Κινέζων της COSCO και η αποτυχία στον διαγωνισμό πώλησης του 50,1% των ΕΛΠΕ, αποτελούν ακόμα δύο απτά παραδείγματα της δύσκολα αναστρέψιμης βλάβης που έχει επέλθει στο επενδυτικό κλίμα στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ακόμα δύο περιπτώσεις, διαφορετικές στην αφετηρία τους, αλλά χαρακτηριστικές της αδυναμίας αντίληψης της σημασίας και του ρόλου των επενδύσεων για την ανάπτυξη και την έξοδο της χώρας από την κρίση. Αντ᾽ αυτού, οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικοί μηχανισμοί του Δημοσίου, η εύνοια σε αντιδρούσες ομάδες και συντεχνίες και τα συνεχή προσκόμματα δημιουργούν κλίμα μη φιλικό στις επενδύσεις.

Η διεθνής δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση του ΚΑΣ και των επενδύσεων της COSCO κατέστησε σαφές στην παγκόσμια επενδυτική κοινότητα ότι στην Ελλάδα ακόμα και οι νόμιμες επενδύσεις και όσοι προσκλήθηκαν από το ίδιο το ελληνικό κράτος να επενδύσουν δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα της σφραγιδοκρατίας και των αγκυλώσεων ενός εχθρικού προς τις επενδύσεις κρατικού μηχανισμού. Οι αρχαιολόγοι του ΚΑΣ είναι άλλη μία “έκφραση” ενός συστήματος που έχει δομηθεί ώστε να βάζει τρικλοποδιές σε όσους επιχειρούν σε αυτήν τη χώρα. Άλλωστε, πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα επενδύσεων που αντιμετωπίστηκαν με παρελκυστικές τακτικές και οδήγησαν στην έξοδο ή κοντά στην έξοδο σοβαρούς διεθνείς επενδυτές. Η υπόθεση της SOCAR αλλά και της Ελληνικός Χρυσός αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ακόμα και επενδύσεις που κατά κοινή ομολογία μπορούν να δώσουν άμεσα την αναγκαία και απαραίτητη ώθηση στην ελληνική οικονομία, ώστε να βγει από το σπιράλ της κρίσης, βρέθηκαν αντιμέτωπες με παράλογες απαιτήσεις, με τη συντεταγμένη εχθρική στάση των διορισμένων από την κυβέρνηση επικεφαλής των κάθε είδους επιτροπών, συμβουλίων, γνωμοδοτικών οργάνων και υπηρεσιών αδειοδότησης. Το Ελληνικό αποτελεί άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ούτως ή άλλως σύνθετης επένδυσης που από την αρχή αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από την κυβέρνηση, η οποία ανακάλυψε ακόμα και αρχαία στα τσιμέντα των παλιών αεροδιαδρόμων. Άλλωστε, η δράση του ΚΑΣ δεν ξεκίνησε από τον Πειραιά…

Οι τακτικές αυτές έχουν ατυχώς προκαλέσει στους επενδυτές την πεποίθηση ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα εχθρικό περιβάλλον διοίκησης, αδειοδότησης και με υπουργούς που δεν κρύβουν την πολιτική τους απέχθεια απέναντι στον ρόλο του ιδιωτικού κεφαλαίου. Προ ημερών κορυφαίος υπουργός σε συνάντηση με μεγάλους Έλληνες βιομήχανους κάλεσε την επιχειρηματική κοινότητα να αναγνωρίσει τον ρόλο και τη συμβολή του κράτους και του Δημοσίου στην ανάπτυξη. Λεπτομέρεια, ότι η εκδήλωση αφορούσε τα επενδυτικά εμπόδια και τα προσκόμματα που αντιμετωπίζει από το κράτος η ελληνική βιομηχανία.

Καλλιεργούν εμπόδια

Και, ταυτόχρονα, οι ίδιοι υπουργοί δεν κρύβουν και τη συμπάθειά τους σε κοινωνικές ομάδες, οργανωμένα και ανοργάνωτα συμφέροντα, περιβαλλοντικές ΜΚΟ που συνδράμουν με τις αντιδράσεις τους στις καθυστερήσεις και στα εμπόδια προς τους επενδυτές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση τοποθέτησε στο υπουργείο Ενέργειας, που είναι αρμόδιο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση των ερευνών υδρογονανθράκων, έναν υφυπουργό οικολόγο δεδηλωμένο ιδεολογικό πολέμιο των εξορύξεων. Αποτέλεσμα; Ενώ οι πρώτες γεωτρήσεις είχαν προγραμματιστεί για τα τέλη του 2018 – αρχές 2019, ακόμα και σήμερα δεν έχουν υπογραφεί οι συμβάσεις με τους κορυφαίους διεθνείς επενδυτές, όπως την ExxonMobil και την Total, που θέλουν να επενδύσουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην ελληνική αγορά.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η αποκρατικοποίηση της Εγνατίας, η κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με το παρελθόν της, ως υποκινήτρια του κινήματος “Δεν πληρώνω”. Γι’ αυτό και ο αρμόδιος υπουργός, Χρ. Σπίρτζης, προκειμένου να μην ταυτίσει το όνομά του με την τοποθέτηση διοδίων, παρακωλύει την παραχώρηση και δημιουργεί τεράστια προβλήματα με τη συντήρηση του δρόμου, ζήτημα που επίσης θα κληθεί να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση.

Όπως δεν είναι τυχαίο ότι οι μόνες επενδύσεις που έχουν υλοποιηθεί την τελευταία τετραετία αφορούν τον τομέα του τουρισμού και την κατασκευή μεσαίων ξενοδοχειακών μονάδων σε αμιγώς τουριστικές περιοχές, χωρίς ιδιαίτερες αμφισβητήσεις ή περιβαλλοντικά ζητήματα. Δηλαδή σε έναν κλάδο που στην Ελλάδα οι επενδύσεις ουσιαστικά κινούνται “στον αυτόματο”, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Αν και ακόμα και στις τουριστικές επενδύσεις, όταν υπάρχουν τοπικιστικές ή άλλες αντιδράσεις, όπως π.χ. στις περιπτώσεις Αφάντου, Κασσιόπης ή Κάβο Σίδερο, και η κυβέρνηση, αντί να διευκολύνει τους επενδυτές, υποθάλπει τις από ετερόκλητα συμφέροντα υποκινούμενες αντιδράσεις.

Αντίθετα, σε ζητήματα όπου χρειάζεται η συνδρομή του κράτους, στην καλύτερη περίπτωση καταγράφεται δυσανεξία, στη χειρότερη προβάλλονται εμπόδια, προσχηματικές καθυστερήσεις και υπάρχει μια διαρκώς αρνητική προδιάθεση. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και στην περίπτωση των Ελληνικών Πετρελαίων (βλ. σελ. 6), που μπορεί μεν οι πραγματικοί λόγοι για την αποτυχία να μην αφορούν αυτή καθαυτή τη στάση του Δημοσίου, είναι σαφές ωστόσο ότι στους όρους της πώλησης που κλήθηκαν να αποδεχθούν οι υποψήφιοι αγοραστές αποτυπωνόταν το μεγαλείο του κρατισμού και της αντιεπενδυτικής κουλτούρας.

Ανέκδοτο fast track

Στις αποκρατικοποιήσεις, η κυβέρνηση στην κυριολεξία δεν προχώρησε ούτε ένα δικό της project, δεν ολοκλήρωσε παρά μόνο έτοιμες αποκρατικοποιήσεις που είχαν παραδοθεί σε ώριμο στάδιο από την προηγούμενη κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή σημαντική καθυστέρηση αντιμετωπίζει και το εγχείρημα της πώλησης του 30% των μετοχών που κατέχει το Δημόσιο στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, διαδικασία που θα έπρεπε να εκκινήσει αμέσως μετά την ολοκλήρωση της χρονικής παράτασης της σύμβασης παραχώρησης του “Ελ. Βενιζέλος”.

Το αντίθετο μάλιστα: σε περιπτώσεις όπως ο ΔΕΣΦΑ ή ο ΑΔΜΗΕ άλλαξε τους όρους, έδιωξε επενδυτές και πέτυχε να αυξήσει τον έλεγχο του κράτους σε ΔΕΚΟ. Ταυτόχρονα, όμως, στο κομμάτι των ιδιωτικών επενδύσεων η κυβέρνηση υπονόμευσε συνειδητά τις όποιες προσπάθειες για απλοποίηση των διαδικασιών και καθιέρωση του one-stop-shop που είχαν ξεκινήσει παλαιότερα: το fast track έχει μετατραπεί σε ανέκδοτο και έχει δώσει τη θέση του σε ατέρμονες διαβουλεύσεις με οικολόγους, ΜΚΟ και λοιπές κοινωνικές ομάδες που αντιδρούν. Επί ΣΥΡΙΖΑ οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι υπηρεσίες της σφραγιδοκρατίας έχουν ξανακερδίσει τη θέση και την επιρροή τους κόντρα στις ενοχλητικές για το απέραντο κράτος του Δημοσίου απόπειρες για υπηρεσίες μίας στάσης.

Και, βέβαια, όταν η κυβέρνηση κλείνει το μάτι στους κρατικούς θύλακες που εμποδίζουν και καθυστερούν τις επενδύσεις, ταυτόχρονα καλλιεργείται το έδαφος για την εκδήλωση των αντιδράσεων και των αντιθέσεων που πηγάζουν από πάσης φύσεως επιχειρηματικά και άλλα συμφέροντα, αντίθετα προς συγκεκριμένες επενδύσεις.

Διότι είναι γνωστό σε όσους κατέχουν τα θέματα του Πειραιά ότι η αντίδραση προς τους Κινέζους της COSCO βρίσκει ευήκοα ώτα σε επιχειρηματικά συμφέροντα που μέχρι τώρα έχουν δραστηριότητες εντός και πέριξ του λιμανιού. Ωστόσο οι Κινέζοι δεν ήρθαν από μόνοι τους. Προσκλήθηκαν να επενδύσουν και βρίσκονται στο λιμάνι έχοντας ακολουθήσει τους νόμους και τις διαδικασίες που ορίστηκαν από το ελληνικό Δημόσιο. Το ίδιο έχει συμβεί και με άλλες επενδύσεις, που, καθώς δεν προχώρησαν γρήγορα όταν έπρεπε, πλέον έχουν βρεθεί σε τέλμα.

ΤτΕ: Δεν έχει εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνη

Ο μεγάλος ασθενής στην πορεία του ΑΕΠ είναι αναμφισβήτητα οι επενδύσεις. Και ο εν λόγω ασθενής συνεχίζει να νοσεί βαριά, αποδυναμώνοντας συνεχώς την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.

Το αποδεικνύουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη βραδεία ανάπτυξη –μόνο κατά 1,9% το 2018–, η οποία… παγιώνεται, διαψεύδοντας τις ελπίδες για μετα-προγραμματική ώθηση στη χώρα, ανάλογη των υπολοίπων “PIGS”.

Όπως έκανε σαφές και η Tράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση που δημοσιοποίησε την προηγούμενη εβδομάδα (και αποκάλυψε πρώτο το “Κ”), φέτος ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ θα μείνει “παγωμένος” στο 1,9%, με πληροφορίες να αναφέρουν ότι η πρόβλεψη για το 2020 είναι ακόμα πιο δυσοίωνη (ρυθμός 1,8%).

Ακόμα και η υπεραισιόδοξη πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών για ρυθμό ανάπτυξης 2,5% φέτος περικλείει την παραδοχή ότι ναι μεν οι επενδύσεις θα αυξηθούν το 2019 (ενώ μειώθηκαν κατά 27,2% το τελευταίο 3μηνο του 2018), αλλά ο εν λόγω ρυθμός ανόδου τους θα “πιάσει οροφή”. Δηλαδή, ακόμα και στην πιο αισιόδοξη κυβερνητική εκδοχή, τα επόμενα χρόνια οι επενδύσεις θα έχουν χειρότερη πορεία από ό,τι φέτος.

Αιτία, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι το γεγονός ότι το κλίμα εμπιστοσύνης δεν έχει εμπεδωθεί, αλλά και ότι πολλά γραφειοκρατικά ζητήματα παραμένουν, περιλαμβανομένης και της υπερφορολόγησης. Η πορεία της ανάκαμψης απαιτεί οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να συνεχιστούν και το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων να ολοκληρωθεί χωρίς καθυστερήσεις, αναφέρει η ΤτΕ στην έκθεση του διοικητή. Εξηγεί ότι η υψηλή φορολόγηση και ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την επενδυτική εμπιστοσύνη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, “η ταχύτερη υλοποίηση σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων, και κυρίως αυτών με εμβληματικό χαρακτήρα και μέγεθος, όπως του Ελληνικού και της ΔΕΗ, θα προσελκύσει το ενδιαφέρον ξένων ομίλων για σημαντικές επενδύσεις”, επισημαίνει…

Αλλά και ο δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ μπορεί να παρέμεινε σταθερός τον Μάρτιο (στηριζόμενος σε ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης λόγω του προεκλογικού κλίματος), αλλά οι τριγμοί και η πίεση σε παραγωγικούς τομείς είναι εμφανείς. Επιπλέον, συνεχίζει να παραμένει σε ύψη χαμηλότερα από αυτά του προηγούμενου Αυγούστου (όταν η Ελλάδα εξήλθε από το πρόγραμμα), σημάδι ότι το κλίμα εμπιστοσύνης στην ελληνική αγορά δεν έχει επιστρέψει.

“SOS” από Κομισιόν

Το φρένο το οποίο παρατηρείται στις ιδιωτικοποιήσεις αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη ανησυχία των “θεσμών” μετά το ζήτημα των “κόκκινων” δανείων. Το “καμπανάκι” κινδύνου στην έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας που εκδόθηκε την προηγούμενη Τετάρτη ήταν ηχηρό.”Είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν κωλύματα στη συναλλαγή στο μέλλον, ώστε να αποφευχθεί η σπίλωση της γενικά θετικής εικόνας του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων”, αναφέρει η Επιτροπή (με αφορμή την καθυστέρηση στην Εγνατία).

Τα επόμενα ορόσημα στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων είναι και ειδικής σημασίας και εξαιρετικά πυκνά: από τη μια πλευρά θα παρακολουθούνται οι καθυστερήσεις στο πεδίο των “κινήσεων” που έπρεπε να λήξουν το 2018 (με μεγάλο ζήτημα την Εγνατία οδό και τους λιγνίτες) και από την άλλη πλησιάζουν τα ορόσημα του Ιουνίου (ΕΛΠΕ – μαρίνα Αλίμου) και του Δεκεμβρίου, που περιλαμβάνουν ηχηρές κινήσεις (Εγνατία, ΔΕΠΑ, Αερολιμένας Αθηνών, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, περιφερειακοί λιμένες Αλεξανδρούπολης και Καβάλας).

Τα ξένα κεφάλαια δεν αισθάνονται ευπρόσδεκτα

Ήταν Σεπτέμβριος του 2017 όταν ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του σε μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό ανέφερε πως “το πρόβλημα είναι ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα έρθουν περισσότερες επενδύσεις απ’ όσες θα μπορούμε να απορροφήσουμε”.

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος πολιτικός πέφτει εντελώς έξω στις προβλέψεις του. Ουδείς μπορεί να ξεχάσει και το περίφημο “η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη απέναντι στην κρίση” του τότε ΥΠΟΙΚ, Γιώργου Αλογοσκούφη, λίγο αφότου είχε ξεσπάσει η νέμεσις των αγορών, Lehman Brothers.

Ωστόσο, έπειτα από 10 χρόνια κρίσης που έχουν γονατίσει τη χώρα και την οικονομία, θα περίμενε κανείς η προσέλκυση επενδύσεων, το ζητούμενο δηλαδή για οποιαδήποτε υγιή οικονομία, να αποτελούσε όχι ευχολόγιο, αλλά πραγματικότητα.

Η πώληση κρατικών συμμετοχών μέσω του ΤΑΙΠΕΔ δεν αποτελεί προσέλκυση επενδύσεων. Το να γεμίζεις τα δημόσια ταμεία λύνει άλλα ζητήματα, δεν δημιουργεί όμως περιβάλλον φιλικό προς τους επενδυτές, όπως φάνηκε στην περίπτωση των ΕΛΠΕ, αλλά και σε άλλες. Δίπλα σε όσους αποφάσισαν τα τελευταία χρόνια να αναλάβουν το ρίσκο να τοποθετήσουν κεφάλαια στην Ελλάδα (σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως είναι τα ακίνητα ή ο τουρισμός), υπάρχουν υπερδιπλάσιοι που επέλεξαν να μην εμπλακούν σε μια χώρα όπου τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο και σταθερό, παρά μόνον οι καθυστερήσεις και η γραφειοκρατία.

Δεν είναι μόνον οι περιπτώσεις του Ελληνικού, της επένδυσης στην Αφάντου της Ρόδου, της Κασσιόπης στην Κέρκυρα, των Καναδών στη Χαλκιδική και πολλές άλλες. Είναι ότι ακόμα και αυτές που μπορούν να προχωρήσουν συνθλίβονται στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, των αδειοδοτήσεων και των συναλλαγών με τον κρατικό μηχανισμό. Όταν το Costa Navarino απαίτησε 3.000 υπογραφές κρατικών υπαλλήλων και υπηρεσιακών παραγόντων και 25 χρόνια για να υλοποιηθεί, ποιος λογικός επενδυτής που δεν συνδέεται συναισθηματικά με τον τόπο του θα επιδείξει τέτοια ανοχή σε ένα τέτοιο κράτος;

Η Ελλάδα ούτε φορολογικά ελκυστική είναι ούτε φιλικά διακείμενη σε επενδυτές. Δεν προσφέρει κίνητρα, ούτε σταθερότητα, και αυτό πλέον είναι γνωστό σε όσους έχουν επιχειρήσει να αναλάβουν τέτοια ρίσκα. Εφόσον κάποια στιγμή σταματήσει να υφίσταται το σημερινό εκρηκτικό μείγμα αστάθειας του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φορολογία και ανακτήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη, τότε ίσως θα μπορέσει να αλλάξει σελίδα.

Από τους Χάρη Φλουδόπουλο, Νίκο Χρυσικόπουλο

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ