Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ) εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τη χρήση ενέσιμων αντιδιαβητικών φαρμάκων στη διαχείριση του σωματικού βάρους, επισημαίνοντας ότι τα συγκεκριμένα φάρμακα δεν έχουν μελετηθεί ούτε προορίζονται για αισθητικούς σκοπούς.
Κύρια σημεία της ανακοίνωσης
- Τα αντιδιαβητικά φάρμακα δεν προορίζονται για αισθητικούς σκοπούς, όπως η απώλεια βάρους από άτομα χωρίς ιατρική ένδειξη.
- Ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα έχουν εγκριθεί για τη διαχείριση του βάρους μόνο σε παχύσαρκους (BMI ?30) ή υπέρβαρους ασθενείς (BMI ?27) που αντιμετωπίζουν επιπλέον προβλήματα υγείας, όπως υπέρταση ή καρδιαγγειακά νοσήματα.
- Τα φάρμακα που δεν διαθέτουν ένδειξη για διαχείριση βάρους δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό.
- Όλα τα αντιδιαβητικά φάρμακα είναι συνταγογραφούμενα, και η προώθηση τους προς το κοινό απαγορεύεται.
- Ο ΕΟΦ παρακολουθεί τη διαφήμιση των εν λόγω φαρμάκων και επιβάλλει κυρώσεις όπου απαιτείται.
Φαρμακευτικές ουσίες και ενδείξεις
Στην κατηγορία των ενέσιμων αντιδιαβητικών φαρμάκων (εκτός της ινσουλίνης) περιλαμβάνονται τα εξής:
- OZEMPIC, LYXUMIA, TRULICITY, VICTOZA: Εγκεκριμένα για τη θεραπεία ενηλίκων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
- WEGOVY, SAXENDA: Εγκεκριμένα ως πρόσθετη αγωγή σε δίαιτα και άσκηση για τη διαχείριση του βάρους σε παχύσαρκους ή υπέρβαρους ασθενείς με σχετικές παθήσεις.
- MOUNJARO: Διαθέτει και τις δύο παραπάνω ενδείξεις για ενήλικες.
Πιθανές παρενέργειες και κίνδυνοι
Η χρήση αυτών των φαρμάκων ενδέχεται να συνοδεύεται από ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως:
- Συχνές γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έμετος, διάρροια, δυσπεψία, γαστρίτιδα).
- Σπανιότερες σοβαρές επιπλοκές (παγκρεατίτιδα, χολολιθίαση, χολοκυστίτιδα).
- Πιθανή συσχέτιση με κακοήθειες του θυρεοειδούς και του παγκρέατος.
- Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη χρήση για διαχείριση βάρους σε εφήβους.
Σύσταση του ΕΟΦ
Ο ΕΟΦ καλεί το κοινό και τους επαγγελματίες υγείας να ανατρέχουν σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), και να αποφεύγουν τη λανθασμένη χρήση αυτών των φαρμάκων. Η συνταγογράφηση πρέπει να γίνεται αυστηρά στις εγκεκριμένες ενδείξεις, λαμβάνοντας υπόψη τους πιθανούς κινδύνους και τις διαθέσιμες εναλλακτικές θεραπείες.