Νέα δεδομένα στα Βαλκάνια


Τα σημερινά Βαλκάνια δεν είναι απλά όλη εκείνη η “ταραγμένη ζώνη” βορείως της Θεσσαλονίκης. Είναι μια ζωτική ενδοχώρα αυξομείωσης της επιρροής της Ελλάδας και του Ελληνισμού γενικότερα, η οποία κρύβει κινδύνους, αλλά και πολλές ευκαιρίες. Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κι έπειτα από τη χειρότερη οικονομική κρίση που γνώρισε η χώρα μας τουλάχιστον από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα επανακάμπτει κι ανακτά τον κεντρικό και πρωταγωνιστικό της ρόλο στα Βαλκάνια.

Μετά και τη Συμφωνία των Πρεσπών και των τριμερών και τετραμερών σχημάτων βαλκανικής συνεργασίας, που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος, αλλά κυρίως έπειτα από την έξοδο από την κρίση και τα Μνημόνια και την ανάκαμψη της οικονομίας της, σε συνδυασμό με τη γενικότερη γεωπολιτική της ενίσχυση στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα επανατοποθετείται και πάλι στο επίκεντρο των βαλκανικών εξελίξεων.

Το τέλος της «περιφέρειας”

Ο 20ος αιώνας, ως γνωστόν από την ιστορία, δεν υπήρξε και ο καλύτερος για τον Ελληνισμό. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ελληνισμός εξαπλωνόταν σ’ όλες τις ακτές του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας και είχε μια έντονη παρουσία σε όλα τα μεγάλα αστικά και εμπορικά κέντρα της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Στα τέλη του όμως βρέθηκε εγκλωβισμένος στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου, ενώ η Κύπρος (το ελεύθερο τμήμα της) παραμένει η τελευταία “προφυλακή” του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ο Ελληνισμός περιορίστηκε κατά πολύ εδαφικά κι εξαφανίστηκε από περιοχές που έλαμψε με την πολιτιστική και οικονομική παρουσία τα τελευταία 3.000 χρόνια. Ξεριζώθηκε από τις πανάρχαιες πατρίδες του στα πλαίσια μιας διαδικασίας μεταμόρφωσης του πολυεθνικού χώρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια σειρά από εθνικά κράτη, ένα εκ των οποίων είναι και η σημερινή Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον ευρυμαθή Βρετανό ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ: «Μέχρι το 1990 η Ελλάδα ήταν στο περιθώριο. Αυτή η γεωπολιτική και οικονομική θέση έχει πλέον αλλάξει. Η Ελλάδα έχει ανακτήσει λίγο-πολύ τη θέση που είχε επί Οθωμανών. Βρίσκεται εκ νέου σε σταυροδρόμια και διεκδικεί τον χώρο στον οποίο επί αιώνες διακινούσε εμπορεύματα… Η περίοδος 1917-1989 ήταν για την Ελλάδα η περίοδος της ‘’περιφέρειας’’. Τώρα η σημασία των ορίων αλλάζει. Τα όρια δεν εξαφανίζονται αλλά γίνονται περισσότερο ευλύγιστα και σταδιακά αλλάζουν ρόλο, όπως θα συμβεί στα Βαλκάνια».

Ανακτώντας το φυσικό της ρόλο

Η νέα εποχή, παρότι εμπεριέχει πολλά στοιχεία ρευστότητας και εν δυνάμει αστάθειας, προσφέρει και πάλι στους Έλληνες την ευκαιρία να ανακτήσουν το ζωτικό οικονομικό και πολιτισμικό χώρο δράσης τους, δηλαδή τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Δυτική Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας τεράστιας περιοχής, διαδραματίζοντας ρόλο δραστήριου γεωπολιτικού παίκτη, συμβάλλοντας στη σταθερότητα και στη συνανάπτυξη της περιφέρειάς της.

Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε ενεργό διεθνή παίχτη με σημαντική αυτονομία, αλλά και σε “αγωγό” των ευρωπαϊκών αξιών και αρχών στη Νοτιανατολική Ευρώπη, χάρη στη Δημοκρατία της, στο σεβασμό της στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο Διεθνές Δίκαιο, και φυσικά χάρη στις ελληνικές επενδύσεις, το εμπόριο και τους ισχυρούς πολιτικούς και παραδοσιακούς δεσμούς με την περιοχή. Η Ελλάδα είναι πλέον “αναγνωρίσιμο μέγεθος” όσον αφορά στην οικονομία της που ανακάμπτει, στο ρόλο της στους νέους ενεργειακούς διαδρόμους, στο σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό της, στην πολιτική της σταθερότητα και αξιοπιστία. Η Ελλάδα διαθέτει και την πολιτική βούληση να συντονίσει την αναβάθμιση των υποδομών και της διασυνδεσιμότητας στη βαλκανική καθώς και να πρωταγωνιστήσει στην ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Έχοντας ως σύμμαχο της τη γεωπολιτική, την οικονομία που ανακάμπτει, το ανθρώπινο δυναμικό της και τη συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ και στο “σκληρό πυρήνα” της Ε.Ε., η ελληνική εξωτερική πολιτική αποπνέει πλέον έναν άλλο “αέρα” και είναι σεβαστή σε φίλους και εχθρούς. Έχει περάσει από την άμυνα στην επίθεση, αναλαμβάνοντας συνεχώς πρωτοβουλίες, εφαρμόζοντας “επιθέσεις φιλίας” που φέρνουν σε αμηχανία τους μέχρι πρότινος εχθρούς (π.χ. Τουρκία) και γενικώς πρωταγωνιστώντας στις εξελίξεις. Δεν είναι πλέον ένας παθητικός και φοβισμένος παρατηρητής, που αφήνει τα προβλήματα να την πνίξουν. Αυτή η νέα ελληνική εξωτερική πολιτική, που είναι αποτέλεσμα της συνολικής γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας μας, θα μπορούσε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο αν η ελληνική κοινωνία αποκτούσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση με τη μείωση των διάφορων εθνικιστικών παροξυσμών και “φοβικών συμπλεγμάτων”, όπως αυτά εκδηλώθηκαν από τμήματα του ελληνικού λαού εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ο ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια ως αντίβαρο στη γεωπολιτική ισχύ της Τουρκίας

Ειδικότερα όσον αφορά τα Βαλκάνια ο ρόλος της Ελλάδας είναι πρωταγωνιστικός και απαραίτητος για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής, όπως φάνηκε και από την ανάληψη της επιτήρησης, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, και του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Άλλωστε οι περισσότερες σημερινές ηγεσίες στα Βαλκάνια -υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις- δεν χαρακτηρίζονται πλέον από εθνικιστικό παροξυσμό και αντιδημοκρατικές πρακτικές, αλλά διέπονται από σχετική μετριοπάθεια, διευκολύνοντας έτσι τη νέα ελληνική εξωτερική πολιτική.

Το συμφέρον της χώρας μας είναι η σταθεροποίηση των Βαλκανίων, η διατήρηση των υπαρχόντων συνόρων, η προώθηση του εκδημοκρατισμού, ο σεβασμός των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, του Διεθνούς Δικαίου και η σταδιακή ένταξη όλων των χωρών της περιοχής στις Ευρωατλαντικές δομές. Όταν όλα αυτά γίνουν πραγματικότητα η Ελλάδα δεν θα αισθάνεται απλώς περισσότερο ασφαλής και σταθερή, αλλά θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας ζώνης ευημερίας, συνανάπτυξης και συνεργασίας, πράγμα που θα ενισχύσει κι άλλο το γεωπολιτικό της ρόλο, εξισορροπώντας έτσι τη γεωπολιτική ισχύ της γειτονικής Τουρκίας.

Ιδιαίτερα κρίσιμος παράγοντας για τη νέα γεωπολιτική της Ελλάδας αποτελεί ασφαλώς η Τουρκία. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις γεωπολιτικές επιλογές της Άγκυρας και ειδικότερα από τη στάση της στο Κυπριακό, στο ζήτημα του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου, που εξελίσσεται σε “Περσικό Κόλπο” της Ευρώπης και, κυρίως, στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν η Τουρκία του, “πληγωμένου” από τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, Ερντογάν επιθυμεί να κρατήσει μια σταθερή -και όχι προσχηματική- τροχιά με στόχο την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε η Ελλάδα θα αισθάνεται ακόμη πιο ασφαλής και αναβαθμισμένη. Αν όμως η Τουρκία γυρίσει την πλάτη της στην ευρωπαϊκή προοπτική κι απομακρυνθεί από τη Δύση, κάτι που δυστυχώς διαφαίνεται από το 2016 και μετά, τότε η μόνη λύση είναι η αμυντική και γεωστρατηγική ενίσχυση της Ελλάδας, προκειμένου να μπορεί να εξισορροπηθεί ως ένα βαθμό η τουρκική ισχύς.

Η ίδια η Δύση άλλωστε, αν δει πως η Τουρκία αδυνατεί να προχωρήσει στις αλλαγές που απαιτούνται για θεωρηθεί οργανικό μέρος του Δυτικού συστήματος ή επιμείνει στη στενότερη προσέγγισή της με τη Ρωσία και άλλες μη Δυτικές δυνάμεις, τότε θα προβεί στις απαραίτητες κινήσεις ώστε να επέλθει αμυντική και γεωπολιτική ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου: «Η Δύση θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Τουρκία δεν θα επιβάλει τη θέληση της στην Ανατολική μεσόγειο κυριαρχώντας στρατιωτικά επί των γειτόνων της… Είναι σημαντικό να ενισχυθεί η Ελλάδα ως αντίβαρο στην Τουρκία ώστε να γίνει αποτελεσματικότερη αμυντικά και στρατηγικά» (Defense and Foreign Strategic Policy).

Επιμέλεια: Γιώργος Στάμκος, συγγραφέας και δημοσιογράφος

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ