Τα σενάρια, και τα ονόματα – «νάρκες» για την κεντροαριστερά
Η χιλιοπαιγμένη διαρροή ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης λαμβάνει τις σημαντικές του αποφάσεις με θέα τα φυσικά κάλλη της Κρήτης έκανε για μία ακόμη φορά την εμφάνισή της τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή το κρίσιμο ζήτημα της εκλογής ΠτΔ.
Άσχετα με το αν το ατμοσφαιρικό πλαίσιο που περιγράφεται ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή όχι, το γεγονός είναι ότι ο χρόνος τελειώνει και μέσα στον επόμενο μήνα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να ανακοινώσει την πρότασή του για την ανώτατη πολιτειακή θέση.
Όσο μάλιστα τόσο ο ίδιος, όσο και οι αρχηγοί άλλων κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ διατείνονται ότι η ονοματολογία είναι «άκομψη» και «πρόωρη», η πραγματικότητα είναι ότι τα κομματικά επιτελεία έχουν πάρει φωτιά εδώ και εβδομάδες ζυγίζοντας τα διάφορα σενάρια που πέφτουν στο τραπέζι.
Μέχρι τώρα, όσο… άκομψο κι αν είναι, έχουν ακουστεί πάνω από είκοσι διαφορετικά πρόσωπα για τη θέση του ΠτΔ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης λοιπόν έχει να επιλέξει ανάμεσα σε πολλές προτάσεις, η κάθε μία από τις οποίες έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Μοιάζουν με όπλα σε φαρέτρα, το καθένα από τα οποία έχει διαφορετικές ιδιότητες, με τον περιορισμό όμως ότι τελικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ένα.
Η δύσκολη εξίσωση
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να αντιμετωπίσει μια αρκετά δύσκολη εξίσωση με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα. Η κυβέρνησή του διανύει την δεύτερη θητεία της και είναι λογικό να παρουσιάζει στις δημοσκοπήσεις κυβερνητική φθορά. Αυτό έχει φέρει και τις αντίστοιχες εσωκομματικές γκρίνιες που κορυφώθηκαν με τη μετωπική Μητσοτάκη – Σαμαρά πριν έναν περίπου μήνα.
Μια από τις επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη λοιπόν θα ήταν να επιλέξει ένα πρόσωπο από τη Δεξιά, προκειμένου να καθησυχάσει τους βουλευτές του, αλλά και να ανακόψει τις όποιες εκλογικές διαρροές της ΝΔ προς κόμματα της ακροδεξιάς. Αυτό όμως από την άλλη θα ήταν εξαιρετικά σπάνιο στην ελληνική πολιτική παράδοση μετά το 1974, όπου κατά κανόνα το κυβερνητικό κόμμα προτείνει ΠτΔ από την αντίπαλη παράταξη για να αναδείξει τον ενωτικό χαρακτήρα του θεσμού.
Η δεύτερη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να ακολουθήσει πράγματι την πεπατημένη και να επιλέξει έναν ΠτΔ από την ευρύτερη κεντροαριστερά. Αυτό θα δημιουργούσε τους όρους της συναίνεσης με άλλα κόμματα της Βουλής, όπως το ΠΑΣΟΚ, αλλά και άλλες δυνάμεις. Αυτό είναι κάτι που ο Μητσοτάκης το χρειάζεται αν θέλει να αρχίσει να «χτίζει» τις συνεργασίες του μέλλοντος, αφού με τα σημερινά δεδομένα, σε περίπτωση εκλογών κανείς δε θα μπορούσε να εκλέξει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Από την άλλη, η επιλογή ΠτΔ από την κεντροαριστερά, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αποξενώνει ένα μέρος του κόμματος της ΝΔ από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, κάτι που αυτή τη στιγμή, στον απόηχο της αποπομπής Σαμαρά, φαίνεται ιδιαίτερα επώδυνο για το Μαξίμου.
Η τρίτη επιλογή του κ. Μητσοτάκη δεν αφορά κάποια ευρύτερη κατηγορία υποψηφίων, αλλά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: την Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Η κ. Σακελλαροπούλου έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το οποίο την έχει θέσει ξανά στο επίκεντρο της συζήτησης για το ενδεχόμενο ανανέωσης της θητείας της, κάτι το οποίο πριν λίγο καιρό κομματικά στελέχη από όλα τα μεγάλα κόμματα, απέρριπταν ως απίθανο σενάριο.
Το χαρακτηριστικό της Κατερίνας Σακελλαροπούλου είναι ότι δεν είναι απολύτως αποδεκτή από καμία πτέρυγα της Βουλής, αλλά τα ταυτόχρονα καμία πτέρυγα δεν έχει και πολλούς λόγους να την απορρίψει. Ενδεικτικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι μια ενδεχόμενη πρόταση για ανανέωση της θητείας της λοιπόν, μπορεί να προκαλούσε γκρίνιες από τη δεξιά πτέρυγα για την εμφανή στήριξή της στο νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, από την αριστερή πτέρυγα για τις φωτογραφήσεις της στο τείχος του Έβρου και από το κέντρο για την άβολη στιγμή με τα λουλούδια στα βαγόνια των Τεμπών, όμως σε δεύτερο χρόνο, πολλοί από όλους αυτούς που θα εξέφραζαν τέτοιες ενστάσεις, θα μπορούσαν να τις παρακάμψουν και να την υπερψηφίσουν. Αυτή είναι και η εκτίμηση που κάνει τον Κ. Μητσοτάκη να κρατάει γερά στο χέρι το «χαρτί» της Σακελλαροπούλου και να φροντίζει να μην το «κάψει» πρόωρα.
Τα πρόσωπα που θα παγιδεύσουν την κεντροαριστερά
Τα κόμματα είναι εξ’ ορισμού ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Συνεπώς, όσο κι αν μιλούν ρητορικά περί συναίνεσης, είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι πίσω από κάθε απόφαση υπάρχει και μια δόση ιδιοτέλειας.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα, οι λέξεις «συναίνεση», «ενότητα» και «θεσμικότητα» δίνουν και παίρνουν.
Πράγματι, η ανάγκη για συναίνεση σε αυτό το θέμα είναι υπαρκτή και τα κόμματα το γνωρίζουν καλά αυτό. Όμως και η συναίνεση θα μπορούσε να κρύβει παγίδες.
Για παράδειγμα, από τα περίπου 20 ονόματα που έχουν ακουστεί, δεν είναι λίγα αυτά που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ειδικά οι πασοκογενείς περιπτώσεις, ως επί το πλείστον αφορούν στελέχη που τα τελευταία χρόνια έχουν είτε απομακρυνθεί από το ΠΑΣΟΚ, είτε έχουν ταυτιστεί ενεργητικά με κυβερνήσεις της ΝΔ. Δύο τέτοια πρόσωπα είναι ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας και η υπ. Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
Πρόκειται για πρόσωπα που σε καμία περίπτωση δε θα πρότεινε μόνο του ΠΑΣΟΚ, όμως αν προταθούν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η Χαριλάου Τρικούπη θα βρεθεί εγκλωβισμένη. Αν τους στηρίξει, τότε θα δεχτεί κριτική της υπόλοιπης αντιπολίτευσης ότι δίνει χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση. Αν αρνηθεί, τότε η ίδια η κυβέρνηση θα το κατηγορήσει για υπονόμευση του συναινετικού κλίματος που η ίδια προσπαθεί να καλλιεργήσει.
Αντίστοιχες «καραμπόλες» υπάρχουν και με άλλες ενδεχόμενες υποψηφιότητες.
Για παράδειγμα, αν η κυβέρνηση προτείνει τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο, τότε θέτει σε δύσκολη θέση όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά.
Αντίστοιχα, ή και μεγαλύτερα προβλήματα στην κεντροαριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει μια ενδεχόμενη πρόταση της Μαρίας Δαμανάκη από τον πρωθυπουργό. Θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά να αρνηθούν την ψήφο σε μια πρώην πρόεδρο του Συνασπισμού, ή το ΠΑΣΟΚ σε μια πρώην βουλευτή του;
Μια άλλη «παγίδα» για το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν να είναι τα ονόματα του Ευάγγελου Βενιζέλου και της Άννας Διαμαντοπούλου, τα οποία έχουν ακουστεί έντονα. Πρόκειται για στελέχη που είναι ταυτισμένα με το ΠΑΣΟΚ και συνεπώς μια ενδεχόμενη άρνηση να τα ψηφίσει θα δημιουργούσε και εσωτερικές διαφωνίες, όμως από την άλλη είναι και οι δύο έντονες πολιτικές προσωπικότητες και συνεπώς η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ενδεχομένως να μην επιθυμούσε να τις έχει στη θέση του υψηλότερου πολιτειακού θεσμού, καθώς ο χειρισμός τους σε επιμέρους θέματα θα μπορούσε να προκαλέσει εσωτερικά ρήγματα. Άλλωστε μέχρι πριν δύο μήνες η Άννα Διαμαντοπούλου διεκδικούσε την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στις εσωκομματικές εκλογές.