Ντόναλντ Τραμπ: Πώς κέρδισε τη δεύτερη θητεία και τι αλλαγές θα υπάρξουν σε σχέση με την πρώτη
«Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», έλεγε ο Γερμανός καγκελάριος Όττο Φον Μπίσμαρκ (1815-1898).
Ουκ ολίγοι πριν την 5η Νοεμβρίου 2024 θεωρούσαν ανέφικτο ο Ντόναλντ Τραμπ να επανέλθει δριμύτερος στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο ο πολιτικός ανήρ, που η διεθνής κοινότητα «αγαπάει να μισεί», πήρε τη ρεβάνς και αποστόμωσε τους επικριτές του.
Πώς φτάσαμε, όμως, μέχρι εκεί; Και τι έπεται;
Οι «Πυθείες» και το ανατρεπτικό βράδυ των εκλογών
Πριν την καταληκτική ημερομηνία της αμερικανικής κάλπης, οι συνήθεις «Πυθείες» του μιντιακού κατεστημένου προέβλεπαν «μάχη μέχρις εσχάτων». Ωστόσο νωρίς το πρωί της επομένης ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κερδίσει μια αποφασιστική νίκη, η οποία δεν άφησε κανένα περιθώριο προκειμένου να υπάρξει το είδος της καθυστέρησης και της διαμάχης, που χαρακτήρισαν την εκλογική αναμέτρηση του 2020. Η τελική ψηφοφορία ήταν ξεκάθαρη και οι αποστάσεις των δύο υποψηφίων σαφώς λιγότερο κοντά από την προηγούμενη φορά.
Αρκετά σύντομα, μετά την έναρξη της καταμέτρησης, ο δρόμος προς τις 270 ψήφους εκλεκτόρων για την Κάμαλα Χάρις στρώθηκε με αγκάθια. Ο Τραμπ «προέλαυνε» και οι εκλογές είχαν τελειώσει πολύ πριν την ώρα του πρωινού γεύματος για τους Αμερικανούς.
Οι προεκλογικές εκστρατείες και τα ανυπέρβλητα εμπόδια
Ο Δρ Άνταμ Κουίν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ παρείχε όλες τις εξηγήσεις σχετικά με το τι πήγε καλά για τον Τραμπ και τι λάθος για την εκστρατεία της Χάρις.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ήδη από μια εβδομάδα πριν, παρατηρήθηκε σημαντική στροφή προς τους Ρεπουμπλικάνους σε σχεδόν κάθε μέρος της χώρας γεωγραφικά και στις περισσότερες δημογραφικές ομάδες. ήταν ζωτικής σημασίας. «Υπήρχε ένα είδος «κόκκινου κύματος», ακόμα κι αν δεν ήταν τσουνάμι», υπογραμμίζει ο Κουίν.
Η Κάμαλα Χάρις βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σειρά από τα εμπόδια, προερχόμενα από την θητεία Μπάιντεν, και ξεπερνούσαν αναμφισβήτητα εκλογικά τα βάρη της. «Η ευθύνη για τη βαθιά οικονομική δυσαρέσκεια είναι ένα από τα πιο δύσκολα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει οποιοδήποτε κατεστημένο κόμμα και οι Ρεπουμπλικάνοι επιτέθηκαν σκληρά στους αντιπάλους τους για το θέμα αυτό, υπενθυμίζοντας στους ψηφοφόρους ασταμάτητα ότι οι εποχές ήταν καλύτερες όταν ο Τραμπ ήταν στον Λευκό Οίκο», σημειώνει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικής και Διεθνούς Πολιτικής.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες τα πήγαν πολύ καλύτερα από τις περισσότερες οικονομίες την περίοδο της Covid-19 και μετά, επιτυγχάνοντας εντυπωσιακή ανάπτυξη και χαμηλή ανεργία, επλήγησαν από μια έντονη περίοδο υψηλού πληθωρισμού που πολλοί πολίτες βίωσαν ως επίθεση στο βιοτικό τους επίπεδο. Αυτό επιδεινώθηκε από αυξήσεις στα επιτόκια με στόχο να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός και πιθανότατα επιδεινώθηκε επιπλέον από την αύξηση των κρατικών δαπανών που σχεδίασαν ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί του Κογκρέσου στις αρχές της θητείας του.
Τελικά, πολλοί Αμερικανοί ψηφοφόροι πίστεψαν ότι η οικονομία είχε κακή απόδοση τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τουλάχιστον σε βασικούς τομείς, και δεν επρόκειτο να πειστούν για το αντίθετο. Και θεώρησαν υπεύθυνους τους Δημοκρατικούς αξιωματούχους.
Συν τοις άλλοις, ένα μεγάλο μερίδιο του εκλογικού σώματος κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς για υποκίνηση και στη συνέχεια κακή διαχείριση μιας κρίσης άτακτης παράνομης μετανάστευσης στα σύνορα. Θεώρησαν επίσης ότι ο Μπάιντεν απέτυχε σε κομμάτια της εξωτερικής πολιτικής, όπως η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και η νέα σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
«Όλα αυτά σημαίνουν ότι το τραπέζι στρώθηκε για το 2024 προκειμένου να είναι μια καλή χρονιά για τους Ρεπουμπλικάνους», εξηγεί ο Κουίν.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο Τραμπ είχε υπεραπόδοση μεταξύ των εκλογικών περιφερειών που δεν ήταν προηγουμένως εντός της σκηνής του. Εκεί που προηγουμένως η δύναμή του συγκεντρωνόταν μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων, ειδικά εκείνων που δεν είχαν πτυχίο κολεγίου, αυτή τη φορά επέκτεινε την εμβέλειά του βαθύτερα σε άλλες εθνοτικές ομάδες.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι κέρδισε την πλειοψηφία των Ισπανόφωνων ανδρών.
Η Χάρις, εν τω μεταξύ, έμεινε στάσιμη μεταξύ εκείνων των ομάδων από τις οποίες θα χρειαζόταν να προσελκύσει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια νίκης. Όσον αφορά την πολιτική, δεν έδωσε ποτέ μια επιδέξια απάντηση στο ερώτημα γιατί οι θέσεις της είχαν αλλάξει σε πολλά ζητήματα από το 2019 ή σε ποιους ουσιαστικούς τομείς ήταν διαφορετική από τον Πρόεδρο Μπάιντεν. «Βεβαίως, θα ήταν τρελό να αρνηθούμε ότι είχε καλύτερη απόδοση από ό,τι θα μπορούσε να έχει ο Μπάιντεν, αν του επιτρεπόταν να κατέβει», υπογραμμίζει ο Κουίν.
Οι συνέπειες του εκλογικού αποτελέσματος
Σύμφωνα με τον καθηγητή από τις συνέπειες του εκλογικού αποτελέσματος τρεις ξεχωρίζουν.
–Το πρώτο και πιο προφανές θέμα είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα πάρει τις εξουσίες της προεδρίας για δεύτερη μη συνεχή θητεία. Είναι μόνο ο δεύτερος πρόεδρος που κάνει κάτι τέτοιο και ο πρώτος από τον δέκατο ένατο αιώνα.
Σε μια σειρά ζητημάτων, όπως την μετανάστευση, το εμπόριο, τις στρατιωτικές δεσμεύσεις στο εξωτερικό, η επερχόμενη θητεία του Τραμπ μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντική από άποψη πολιτικής.
–Μια δεύτερη συνέπεια του αποτελέσματος είναι ότι και τα δύο αμερικανικά κόμματα θα πρέπει να προβληματιστούν σχετικά με το μεταβαλλόμενο σχήμα των συνασπισμών των ψηφοφόρων τους και, ως εκ τούτου, τις πιο συμφέρουσες για αυτούς πολιτικές γραμμές μάχης στο μέλλον.
-Τρίτον, με τον Τραμπ να περιορίζεται σε δύο προεδρικές θητείες, οι εικασίες και οι ελιγμοί ως προς τον ενδεχόμενο διάδοχό του ως σημαιοφόρο των Ρεπουμπλικάνων θα ξεκινήσουν νωρίτερα από το συνηθισμένο για μια «νέα» κυβέρνηση. Κεντρικό στοιχείο των εσωκομματικών αναμετρήσεων θα είναι το ερώτημα εάν η «ιδιοκτησία» του κόμματος, που ουσιαστικά κατείχε ο Τραμπ για μια δεκαετία εκστρατειών μπορεί να μεταφερθεί επιτυχώς σε άλλον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο ή εάν η συνοχή των Ρεπουμπλικανών εξαρτάται από το προσωπικό brand name του Τραμπ.
Το εκλογικό σώμα και η «επανάστασή» του
O Γιάννης Μήτσιος, πολιτικός επιστήμων και διεθνολόγος που μίλησε στο Newsbomb.gr ανέλυσε επίσης τους λόγους της επικράτησης του Τραμπ.
Σύμφωνα με τον ίδιο «τα γρανάζια πάντως της ιστορίας έχουν ξεκινήσει». Όπως τονίζει ο πολιτικός αναλυτής, στην ουσία στην Αμερική αναμετρήθηκαν δύο κόσμοι. «Οι Δημοκρατικοί με μια ατζέντα δικαιωματισμού γουόκ κουλτούρας (woke), διεθνούς παρεμβατισμού και πολεμοχαρούς εξωτερικής πολιτικής αλλά και ελιτίστικης και αλαζονικής συμπεριφοράς και διακυβέρνησης βρέθηκαν απέναντι στην παραδοσιακή Αμερική που ξύπνησε τον κοιμισμένο μέσα της γίγαντα».
Στο πρόσωπο του Τραμπ, αυτός ο «κοιμισμένος γίγαντας», σύμφωνα με τον κ. Μήτσιο, επαναστάτησε και βρήκε τον εκφραστή του. «Οι πολίτες αντέδρασαν μπροστά στην απουσία οράματος, κόπωσης, φτώχειας και ανισοτήτων αλλά και αδυναμίας του διδύμου Μπάιντεν και Χάρις τα τελευταία τέσσερα χρόνια να απαντήσει σε ζητήματα που έχουν άμεση σχέση με την τσέπη του, το αξιακό του σύστημα, το έγκλημα, την μαζική παράνομη μετανάστευση κλπ», αναφέρει.
Ο παράγοντας που έφερε τη νίκη Τραμπ
Ο κ. Μήτσιος τονίζει ότι ο ψυχισμός του μέσου Αμερικανού σε συνδυασμό με την πολύ επιτυχημένη καμπάνια του επιτελείου Τραμπ έφερε αποτελέσματα.
«Πραγματικά ακούραστος ο Ντόναλντ Τραμπ όργωσε τις ΗΠΑ στην κυριολεξία. Παρόλο που είχε να αντιμετωπίσει τον πόλεμο από τα συστημικά ΜΜΕ, απόπειρες δολοφονίας, δικαστικές εκκρεμότητες και όχι μόνο απέδειξε ότι η μαχητικότητα, η ηγεσία, η επιμονή και η υπομονή αναγνωρίζονται στο τέλος.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η Καμάλα Χάρις πήρε σχεδόν 15 εκατομμύρια ψήφους λιγότερο από τις εκλογές του 2020 που κατέβηκε με τον Μπάιντεν. Δεν μπόρεσε να αγγίξει τον μέσο Αμερικανό αλλά και τους πρώην ψηφοφόρους του δημοκρατικού κόμματος που την εγκατέλειψαν μαζικά. Το ασταμάτητο γέλιο και η υποστήριξη από τους σελέμπριτις και τους αστέρες του Χόλυγουντ ( Λόπεζ, Οπρα, Ντε Νίρο, Λέιντυ Γκάκα, Σπρίνγκστιν κλπ) δεν ήταν ικανά να συγκινήσουν τους ψηφοφόρους», υποστηρίζει ο κ. Μήτσιος στο Newsbomb.gr.
Οι αγορές και η διεθνής κοινότητα
Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο, η ανταπόκριση των αγορών και η μαζική αποστολή συγχαρητηρίων ευχών στο πρόσωπο του Τραμπ για τη νίκη του υποδηλώνουν έναν σεβασμό και ελπίδα για κάτι καινούριο που μπορεί να φέρουν οι ΗΠΑ στο διεθνές προσκήνιο.
«Ζούμε εποχή μεγάλων ανατροπών και η προσαρμογή σε αυτή για άλλους θα είναι σύντομη και εύκολη για άλλους όμως μακρά και επίπονη. Ας ευχηθούμε να επικρατήσει πρωτίστως ειρήνη, σταθερότητα και η μετάβαση στην νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική που θα δημιουργηθεί να είναι όσον το δυνατόν ομαλότερη και σταδιακή χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις που θα μας γυρίσουν σε σκοτεινές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Τραμπ και οι ψηφοφόροι του δικαιούνται να πανηγυρίζουν αυτή την ιστορική νίκη. Θα πρέπει όμως να κυβερνήσει με ευθύνη, ενότητα και αποτελεσματικότητα», καταλήγει.
Ήταν τελικά… ανορθολογικός ο Τραμπ;
Από την πλευρά του ο κ. Σωτήρης Ρούσσος, Σωτήρης Ρούσσος, Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου ανέλυσε την εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ με λίγα, αλλά ουσιαστικά λόγια.
Συγκεκριμένα ανέφερε:
Είναι τελικά ανορθολογικός ο Τραμπ στην εξωτερική πολιτική;
Είναι ανορθολογική η στρατηγική που θέλει να αποσπάσει τη Ρωσία από τις αγκάλες της Κίνας, της μοναδικής δύναμης που θα μπορούσε στο μέλλον να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία;
Είναι ανορθολογικό να θέλει, λόγω του παραπάνω, να τερματίσει έναν πόλεμο που τελικά θα καταλήξει είτε σε πολύ μεγάλο ακρωτηριασμό της Ουκρανίας είτε σε άμεση και πλήρη εμπλοκή δυνάμεων του ΝΑΤΟ δηλαδή σε παγκόσμιο όλεθρο;
Είναι ανορθολογικό από την σκοπιά της Αμερικής να θέλει να συνεννοηθεί με τους Ιρανούς για να “τελειώσει” την σύγκρουση του Ισραήλ με την Χεζμπολάχ και την Χαμάς για να διευρύνει με τη συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας τις συμφωνίες του Αβραάμ;
Είναι ανορθολογικό να ζητά από τους συμμάχους του να δαπανούν περισσότερα για την άμυνα τους; Φταίει ο Τραμπ που τα ευρωπαϊκά κράτη δαπανούν περισσότερα αγοράζοντας αμερικανικά όπλα αντί να δημιουργήσουν μια ενιαία στρατηγική για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία με πραγματικές δημόσιες επενδύσεις και όχι με μοχλεύσεις και άλλα φούμαρα;
Είναι τέλος ανορθολογικό που ο Τραμπ αποδέχεται δημόσια ότι διαπραγματεύεται στη βάση συμφερόντων και ισχύος και όχι σε ιδεολογική βάση; Δεν είναι υποκριτική και τελικά αφερέγγυα και αναποτελεσματική η πολιτική των Δημοκρατικών που τάχα αντιμάχονται τον άξονα των αυταρχικών κρατών αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία του Ερντογάν;
Η επιτυχία του Τραμπ θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της σύγκρουσης με το «Deep State»
Επιλέγοντας την Τούλσι Γκάμπαρντ, ως επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται ότι έδωσε προτεραιότητα στην προεκλογική του υπόσχεση να «κατεδαφίσει» αυτό που αποκαλεί «Deep State», έναν όρο για την αμερικανική ομοσπονδιακή γραφειοκρατία γενικά και ιδίως για τον στρατό και τις κατασκοπευτικές υπηρεσίες, που φέρονται να διαρρέουν πληροφορίες κατά της κυβέρνησης ή να αναγκάζουν τους εκλεγμένους ηγέτες να κάνουν ό,τι συμβουλεύουν ή υπαγορεύουν.
Η Γκάμπαρντ, πρώην Δημοκρατική και πλέον υποστηρίκτρια του Τραμπ, ήταν συνεπής στις απόψεις της κατά της παρακολούθησης, ακόμη και όταν ήταν μέλος των Δημοκρατικών στη Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η εχθρότητά της προς αυτό που περιέγραψε ως «κράτος εθνικής ασφάλειας και τους φιλοπόλεμους φίλους του» ήταν τέτοια που τον Δεκέμβριο του 2020, λίγο πριν αποχωρήσει από το Κογκρέσο, εισήγαγε νομοθεσία που θα καταργούσε τον Νόμο Patriot και το Άρθρο 702 του νόμου περί επιτήρησης ξένων πληροφοριών , δύο από τα πιο σημαντικά όργανα επιτήρησης που πέρασαν από το Κογκρέσο μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Αυτή η επιτυχία της διέφυγε είναι ένα διαφορετικό σημείο συνολικά.
Η Γκάμπαρντ φέρεται να έχει υποστηρίξει ότι η «δημοκρατική ελίτ και οι νεοσυντηρητικοί» έχουν σχηματίσει μια «συμμορία πολεμοκάπηλων στη Ουάσιγκτον». Και κατά συνέπεια, αυτή, όπως και ο Τραμπ, αμφισβήτησε την αμερικανική υποστήριξη στην Ουκρανία. Παρεμπιπτόντως, υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό τον Τζούλιαν Ασάνζ και τον Έντουαρντ Σνόουντεν, οι οποίοι ήταν πίσω από δύο από τις μεγαλύτερες διαρροές εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ του 21ου αιώνα.
Ο διορισμός της Γκάμπαρντ από τον Τραμπ πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της δικής του απέχθειας για το «Deep State». Τον Μάρτιο του 2023 μιλώντας στο Γουάκο του Τέξας, ο Τραμπ είχε στείλει το μήνυμα: «Ή το Deep State θα καταστρέφει την Αμερική ή εμείς το Deep State».
Φαίνεται ότι ο Τραμπ είχε πολλούς λόγους να είναι πικραμένος με ορισμένους από τους αξιωματούχους κατά την πρώτη του θητεία ως Πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, τον Ιούλιο του 2017, η Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας της Γερουσίας υπό την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών δημοσίευσε μια έκθεση που διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ χτυπήθηκε από διαρροές εθνικής ασφάλειας «σε σχεδόν καθημερινή βάση» και με πολύ υψηλότερο ρυθμό από ό,τι οι προκάτοχοί της.
Υπογραμμίζοντας ότι η προστασία των μυστικών είναι απαραίτητη για την προστασία των δραστηριοτήτων πληροφοριών της Αμερικής και για να μπορέσει ο Πρόεδρος να επιτύχει αποτελεσματικά τους στόχους εξωτερικής πολιτικής, η έκθεση ανέφερε ότι «από τότε που ανέλαβε ο Πρόεδρος Τραμπ, το έθνος μας αντιμετώπισε ένα άνευ προηγουμένου κύμα δυνητικά επιζήμιων διαρροών πληροφοριών …. οι διαρροές ρέουν με ρυθμό μία την ημέρα…. Άρθρα που δημοσιεύθηκαν από μια σειρά εθνικών ειδησεογραφικών οργανισμών μεταξύ 20 Ιανουαρίου και 25 Μαΐου 2017, περιλάμβαναν τουλάχιστον 125 ιστορίες με πληροφορίες που διέρρευσαν δυνητικά επιζήμιες για την εθνική ασφάλεια… Όλες αυτές οι αποκαλύψεις αποτελούν πιθανές παραβιάσεις του ομοσπονδιακού νόμου, τιμωρούμενες με φυλάκιση».
Παρεμπιπτόντως, αφού τον απέλυσε ο Τραμπ, ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ παραδέχτηκε ότι είχε «μεταδώσει τις περίεργες αλληλεπιδράσεις του με τον Πρόεδρο σε έναν φίλο του, ο οποίος με τη σειρά του τις μοιράστηκε με έναν δημοσιογράφο των New York Times». Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πρώην διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Κόρι Λεβαντόφσκι, επιτέθηκε στον Κόμεϊ ως «μέρος του Deep State».
Ομοίως, στο βιβλίο του «At War with Ourselves: My Tour of Duty in the Trump White House», ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) Αντιστράτηγος Χέρμπερτ ΜακΜάστερ έχει σημειώσει αρκετά περιστατικά που αξιωματούχοι παράκουσαν τις οδηγίες και τις γραμμές του Ντόναλντ Τραμπ.
Τι είναι το «Deep State»
Παρεμπιπτόντως, το «Deep State», ως όρος, εισήλθε στο πολιτικό λεξιλόγιο στην Τουρκία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, υπονοώντας ένα δίκτυο ατόμων σε πολλαπλούς κλάδους της κυβέρνησης με δεσμούς με πρώην στρατηγούς, αξιωματούχους και οργανωμένο έγκλημα που είχαν δεσμευτεί «για να διατηρήσουν τον κοσμικό και να καταστρέψουν τον κομμουνισμό». Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί επίσης σε μέρη όπως η Αίγυπτος, η προπολεμική Συρία και το Πακιστάν, όπου οι στρατιώτες διατηρούσαν στενό έλεγχο των γραφειοκρατικών και πολιτικών συστημάτων.
Ουσιαστικά, το Deep State υποτίθεται ότι αποτελείται από τους εδραιωμένους αξιωματούχους σε ισχυρά υπουργεία και κρατικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που είτε συγκρούονται συστηματικά με εκλεγμένους ηγέτες, στερώντας τους τη δυνατότητα να κυβερνούν δημοκρατικά ή να τους απομονώνουν από νομικούς ή πολιτικούς λογαριασμούς.
Το βιβλίο του καθηγητή διεθνούς δικαίου του Πανεπιστημίου Tufts, Μάικλ Γκλένον το 2014, «National Security and Double Government», ασχολείται επίσης με το ίδιο φαινόμενο. Αποκάλυψε πώς ακόμη και ο Ομπάμα, ο οποίος είχε κάνει εκστρατεία κατά της παρακολούθησης και των πολιτικών ασφαλείας της εποχής Μπους το 2008, συμφώνησε με πολλούς από αυτούς ως Πρόεδρος – προτείνοντας έναν μηχανισμό εθνικής ασφάλειας που ασκεί επιρροή ακόμη και στους εκλεγμένους ηγέτες που θεωρούνται υπεύθυνοι για αυτό.
Ωστόσο, στην Αμερική, ο όρος «Deep State» διαδόθηκε από τον Μάικλ Λοφγκρεν, συγγραφέα και πρώην Ρεπουμπλικανό του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Στο βιβλίο του «The Party Is Over», μίλησε για έναν ιστό εδραιωμένων συμφερόντων στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και πέρα από αυτήν (κυρίως επιχειρηματικούς ηγέτες στη Wall Street και τσάρους τεχνολογίας στη Silicon Valley) που υπαγορεύουν τις αμυντικές αποφάσεις, τις εμπορικές πολιτικές και τις προτεραιότητες της Αμερικής με ελάχιστο σεβασμό για τα πραγματικά συμφέροντα ή επιθυμίες του αμερικανικού λαού.
Υπήρξαν πολλοί αναλυτές εξωτερικής πολιτικής που πιστεύουν ότι το «Deep State» στην Αμερική σήμερα κυριαρχείται ουσιαστικά από αριστερές-φιλελεύθερες σκέψεις και οι πρωταρχικοί του στόχοι τυχαίνει να είναι η αποδυνάμωση της Ρωσίας, η αμφισβήτηση της Κίνας και ο περιορισμός του Ισραήλ και της Ινδίας.
Με βάση όλα τα παραπάνω, λοιπόν, το μέγιστο ερώτημα που τίθεται είναι αν θα μπορέσει ο πρόεδρος Τραμπ να… αλυσοδέσει το «Deep State» μετά την ανάληψη των καθηκόντων του για δεύτερη φορά στις 20 Ιανουαρίου 2025.
Η σύγκρουση πάντως αναμένεται σφοδρή, καθώς αναλυτές εκτιμούν ο αριθμός των ανθρώπων που πληρώνονται από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών αλλά εργάζονται για ιδιωτικές επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς είναι πλέον υπερτριπλάσιος από το σύνολο του ομοσπονδιακού πολιτικού προσωπικού.