Η Φυματιούπολη του Σανατορίου Ασβεστοχωρίου αναπτύχθηκε στη σκιά του ομώνυμου Σανατορίου στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1920, δεκα τρία χιλιόμετρα μακριά από κέντρο της Θεσσαλονίκης μεταξύ του Ασβεστοχωρίου και του Χορτιάτη. H ελληνική κυβέρνηση είχε αγοράσει τις σχετικές εγκαταστάσεις από τις Αγγλικές Αρχές. Το συγκεκριμένο τόπο είχε επιλέξει η Αγγλική Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία ως αναρρωτήριο του Συμμαχικού Στρατού για τους άγγλους αξιωματικούς.
Οι πρώτοι φυματιώντες ασθενείς εγκαταστάθηκαν στα πρόχειρα ξύλινα παραπήγματα και τα επόμενα χρόνια χτίστηκαν τρία περίπτερα (δημοτικό, ΤΑΚ, αντιφυματικό) και μετά τη δεκαετία του 1930 προστέθηκαν και άλλα. Τα μεμονωμένα κτίσματα – οικίσκοι διέθεταν ένα δωμάτιο, τουαλέτα και ένα διάδρομο. Στα σπιτάκια αυτά διαδεχόταν ο ένας ασθενής τον άλλο, όταν πέθαιναν πέθαιναν. Το Σανατόριο, αναλάμβανε απλά τη διατροφή και τη νοσηλεία τους. Οι ιδιωτικοί αυτοί οικίσκοι το Μάρτιο του 1928 έφταναν τους σαράντα πέντε. Όταν ο Βαρδάρης φυσούσε, εκσφενδόνιζε κομμάτια από τις στέγες και τα παρέσυρε μακριά από το σανατόριο. Το καλοκαίρι η θερμοκρασία αυξανόταν σημαντικά στο εσωτερικό των οικημάτων και το χειμώνα ήταν ιδιαίτερα ψυχρά.
Τα γειτονικά χωριά, Ασβεστοχώρι και Χορτιάτης,αντιμετώπισαν με καχυποψία, δυσαρέσκεια, ακόμη και εχθρότητα τους ασθενείς του Σανατορίου. Ο φόβος που προξενούσε η ασθένεια της φυματίωσης, εξαιτίας της υψηλής θνησιμότητας, σε συνδυασμό με την άγνοια και την κοινωνική προκατάληψη οδήγησαν ακόμη και σε βίαιες και ανεξέλεγκτες συμπεριφορές.
Το ελληνικό κράτος της δεκαετίας του 1920 δεν διέθετε ακόμη ούτε τα οικονομικά μέσα αλλά ούτε και την ωριμότητα, για να συστήσει και να συντηρήσει τέτοιου είδους ιδρύματα, τα οποία λειτούργησαν περισσότερο ως άσυλα και λιγότερο ως θεραπευτήρια. Σε μια εποχή που η επιστημονική κοινότητα δεν είχε καταφέρει ακόμη να βρει τα κατάλληλα φάρμακα για τη αντιμετώπιση της νόσου (στρεπτομικίνη 1946), δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι περισσότεροι φυματιώντες ασθενείς κατέληγαν στα σανατόρια όχι για να αναρρώσουν και να θεραπευτούν, αλλά για να απομονωθούν από τον κοινωνικό περίγυρο και εν τέλει να πεθάνουν.
Όσοι ασθενείς δεν έβρισκαν κρεβάτι, για να εγκατασταθούν στο Σανατόριο, μια και οι κλίνες πάντα υπολείπονταν κατά πολύ των αναγκών νοσηλείας, έχτιζαν μια παράγκα μέσα στον περίβολο του Σανατορίου ή εγκαθίσταντο έξω από τον περίβολο, απέναντι από την είσοδο του Σανατορίου, στο Συνοικισμό των φυματιώντων.
Εκεί κατέληγαν και όσοι χάρη στη Θεία Πρόνοια επιζούσαν(περίπου 8 στους 10 ασθενείς πέθαιναν τις πρώτες δεκαετίες του 20 αι) και δε γύριζαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Εγκαθίσταντο εκεί, γιατί ήταν αδύνατο να εργαστούν και δεν είχαν άλλες δυνατότητες επιβίωσης, γιατί οι κλιματολογικές συνθήκες στη Φυματιούπολη ήταν οι ενδεδειγμένες, για να μην επιδεινωθεί η υγεία τους, σε πολλές περιπτώσεις γιατί οι οικείοι τούς τους είχαν απορρίψει λόγω της μολυσματικότητας της ασθένειας (ή απλά γιατί επιθυμούσαν να «εξαφανιστούν» από τον κύκλο των ανθρώπων που τους γνώριζαν και να αποκρύψουν το επιλήψιμο παρόν). Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους ασθενείς εισήχθησαν στο Σανατόριο και με εικονικά ονόματα.
Τα πρώτα σπίτια άρχισαν να χτίζονται γύρω από το Σανατόριο το 1927 και αυξάνονταν σταθερά. Μέχρι το 1937 είχαν κτιστεί στο συνοικισμό περίπου εκατό οικίσκοι. Την ίδια χρονιά τέθηκε από την πολιτεία φραγμός στην ανέγερση νέων κατοικιών, με σκοπό να περιοριστεί η επέκταση της Φυματιούπολης και σε κατάλληλο χρόνο το κράτος, να απομακρύνει τους κατοίκους, γιατί υπήρχε η αντίληψη ότι ζούσαν σε βάρος του ιδρύματος (συντηρούνταν από τα υπολείμματα).
Η απόφαση σε πρώτη ανάγνωση αναδεικνύει τη στενή διασύνδεση μεταξύ του Σανατορίου και των κατοίκων της Φυματιούπολης. Ο οικισμός ήταν στενά δεμένος με το Σανατόριο: Ακόμα και η υδροδότησή του, βασική ανάγκη για έναν οικισμό, γινόταν από το Σανατόριο. Οι θρησκευτικές και λατρευτικές ανάγκες των φυματιώντων εξυπηρετούνταν επίσης στον υποτυπώδη ναό του Αγίου Γεωργίου του Σανατορίου.
Τα πραγματικά όρια μεταξύ Σανατορίου και Φυματιούπολης δεν ήταν ποτέ σαφή. Πρώην ασθενείς έλεγαν ότι δεν υπήρχε διάκριση μέσα και έξω από το Σανατόριο. Τη Φυματιούπολη την αντιλαμβάνονταν σαν κάτι ενιαίο με το Σανατόριο, σαν προέκτασή του, σαν μια φυσική συνέχεια.
Ουσιαστικά η κεντρική εξουσία με την παραπάνω απόφαση είχε να επιλέξει ανάμεσα στο να λυπηθεί τα απορρίμματα του Σανατορίου, που ίσως κατέληγαν σε κατοίκους της Φυματιούπολης ή να διασκορπίσει τους ασθενείς ή πρώην ασθενείς στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, και να κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα ανάμεσα στους υγιείς. Πάντως, επειδή ακριβώς η πολιτεία δεν είχε εναλλακτική πρόταση για το πρόβλημα, σιωπηρά αποδέχτηκε την κατάσταση και δεν αναφέρεται κάποια κατεδάφιση σχετικού οικήματος.
Οι κάτοικοι της Φυματιούπολης συνήθως δε διατηρούσαν επαφές με το συγγενικό τους περιβάλλον. Εξαιτίας της κοινωνικής προκατάληψης και του φόβου μετάδοσης της ασθένειας περιθωριοποιούνταν στη Φυματιούπολη και εκεί ξεκινούσαν μια νέα ζωή. Το 1949 η Α.Κ. θυμάται χαρακτηριστικά την περίπτωση ενός μικρού κοριτσιού που νοσηλευόταν μαζί της : Οι γονείς του κοριτσιού τακτικά έφερναν ένα καλάθι με τρόφιμα και έφευγαν. Δεν έβλεπαν όμως το παιδί τους και κάθε φορά έφερναν ένα καινούριο καλάθι. Το ίδιο δε το έπαιρναν ποτέ πίσω από φόβο μήπως κολλήσουν κάποιο μικρόβιο.
Μεγάλη εντύπωση, επίσης, προκαλούσε στους ανυποψίαστους η ελευθεροστομία και η ελευθεριότητα των ηθών που χαρακτήριζε πολλούς κατοίκους της περιοχής. Τα δημοσιεύματα εφημερίδων, όπως το Φως και η Νέα Αλήθεια το 1946, μιλούσαν για την ελευθερία των ηθών στο Σανατόριο. Η συχνή εναλλαγή των ερωτικών συντρόφων σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηλευόμενων ασθενών, η συμβίωση ζευγαριών ασθενών εντός και εκτός του ιδρύματος, στη Φυματιούπολη, η σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων, οι εφήμεροι έρωτες φαίνεται ότι οφείλονταν στο φόβο του επικείμενου θανάτου, που προετοίμαζε η ασθένεια, και στην εύλογη επιθυμία του ασθενούς να εξαντλήσει τις χαρές της ζωής, όσο ακόμα αυτό ήταν δυνατό.
Οι κατηγορίες για την ελευθερία των ηθών, αποκαλύπτουν ως έναν βαθμό τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι ασθενείς αποφάσισαν να «χρησιμοποιήσουν» το σώμα τους, που αποτέλεσε και την πηγή της κακοδαιμονίας τους, που μεταμόρφωσε τη ζωή τους και τους αποξένωσε από τις χαρές της. Η συμπεριφορά τους αυτόματα βέβαια επιβάρυνε την κοινωνική τους θέση, γιατί έδειχναν να καταργούν τους κοινωνικούς κανόνες και να ανατρέπουν την πειθαρχία δίνοντας προτεραιότητα στις αισθήσεις και στις απολαύσεις.
Το Σανατόριο πέρα από τις υγειονομικές υπηρεσίεςεξασφάλισε όμως στους ιαθέντες φυματικούς και εργασία. Πολλοί από αυτούς δούλεψαν στο ίδρυμα ως νοσοκόμοι, θαλαμάρχες, καθαριστές ή τεχνικοί. Στο νοσοκομείο απασχολήθηκαν σε διάφορους χώρους δράσης εκτός από την παρασκευή φαγητού. Τα πρώτα μάλιστα χρόνια εργάστηκαν στο Σανατόριο άμισθοι, εξασφαλίζοντας απλά τη διατροφή τους.
Το Σανατόριο από την άλλη μεριά, ως ένας κατεξοχήν μολυσματικός χώρος, εξασφάλισε τη λειτουργία του χάρη στους κατοίκους της φυματιούπολης, γιατί από τη «δεξαμενή» των ιαθέντων φυματικών μπόρεσε να αντλήσει προσωπικό και να εγγυηθεί την απρόσκοπτη παροχή των υπηρεσιών του. Επρόκειτο, επομένως, για μια σιωπηρή, αμοιβαία σχέση αλληλοϋποστήριξης με δεσμούς τόσο ισχυρούς, ώστε δύσκολα μπορούσε να διαχωρίσει κανείς τα όρια μεταξύ Σανατορίου και Συνοικισμού των Φυματιώντων
Εκτός από την εξασφάλιση του βιοπορισμού για τους ιαθέντες φυματικούς το ίδρυμα λειτούργησε επιπλέον και ως χώρος άντλησης συντρόφων για τη μικρή κοινωνία του Συνοικισμού. Σανατόριο και Φυματιούπολη συγκρότησαν ως ένα σημείο μια αυτάρκη και αλληλοτροφοδοτούμενη κοινότητα ανθρώπων.
Η εγκατάσταση των φυματικών στο Συνοικισμό απέναντι από το Σανατόριο, σταδιακά και αθόρυβα, έγινε με την ανοχή των αρχών του κράτους και την παράλληλη ανοχή της ευρύτερης κοινωνίας των υγιών. Ωστόσο, αυτό το πλαίσιο της ανοχής δεν αναιρούσε το χαρακτήρα της απομόνωσης των κατοίκων του συνοικισμού, διότι ουσιαστικά προσαρμόστηκαν σε ένα πλαίσιο ζωής που τους όρους τους προσδιόρισε η κοινωνία των υγιών, π.χ. τους είχαν επιβάλει περιορισμούς στις μετακινήσεις και δεν τους επέτρεπαν την παραμονή εκτός των ορίων του οικισμού.
Η προοδευτική όμως αύξηση του αριθμού των παιδιών(υγιών) των φυματιώντων που φοιτούσαν στο γειτονικό σχολείο του Ασβεστοχωρίου άρχισε να καταργεί τη «διαχωριστική γραμμή» που είχε επιβάλει η ασθένεια στις κοινωνικές συναναστροφές, τα παιδιά των φυματιώντων εκδιώχτηκαν από το δημοτικό σχολείο του Ασβεστοχωρίου με την αιτιολογία ότι μετέφεραν το μόλυσμα της ασθένειας στα παιδιά των Ασβεστοχωριτών. Σημειωτέον ότι τα παιδιά των πρώην ασθενών ποτέ δε νόσησαν.
Τότε οι κάτοικοι ξεκίνησαν έναν ολομέτωπο αγώνα για την εξασφάλιση δασκάλου για τα παιδιά τους και στη συνέχεια για την ανέγερση διδακτηρίου. Κάτοικοι και ασθενείς εργάστηκαν για την επιτυχία ακόμη και συναυλίας για τη συγκέντρωση χρημάτων δήθεν για την αποπεράτωση (του ανύπαρκτου ουσιαστικά) σχολείου τους.
Ειδικότερα τον Απριλίου 1948 οργάνωσαν συναυλία στο Βασιλικό Θέατρο με το βιολιστή και αρχιμουσικό Βύρωνα Κολλάση και την πιανίστα Βάσω Δεβετζή (συνεργάτιδα της Μαρίας Κάλας). Εκεί για πρώτη φορά αντί να αποσιωπούν και να αποκρύπτουν την ασθένεια τους, για πρώτη φορά με τακτική και στρατηγική την έκαναν τη φυματίωση και το στίγμα της σημαία στον αγώνα τους, και την προέβαλαν, για να ευαισθητοποιήσουν το κοινό.
Και ξαφνικά η κεντρική εξουσία ενώ όλα τα χρόνια τους αντιμετώπιζε με αδιαφορία, αμηχανία ακόμη και με εχθρότητα, με αφορμή το χτίσιμο σχολείου και την όλη τη δραστηριότητα που αναπτύσσεται γύρω από αυτή την υπόθεση άλλαξε στάση απέναντι τους. Χάρη στη δημοσιότητα που αναπτύχθηκε, στον αγώνα νοσηλευομένων και πρώην ασθενών κατοίκων της Φυματιούπολης η κεντρική εξουσία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση διδακτηρίου. Κατά παράδοξο τρόπο ενέταξε το σχολείο στο ταμείο της Υπηρεσίας Εράνου «Πρόνοια Συμμοριοπλήκτων» (μολονότι ενώ δεν υπάρχουν Συμμοριόπληκτοι στον οικισμό). Προσεταιρίστηκε τον αγώνα τους, για να προβάλει το φιλολαϊκό, φιλάνθρωπο και γεμάτο ευαισθησία κοινωνικό πρόσωπο. Είναι τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και περισσότερο από κάθε άλλη φορά η κεντρική εξουσία είχε ανάγκη να βρει ερείσματα, να «πείσει» την κοινή γνώμη για τον εαυτό της και να προβάλει το «αναμορφωτικό» της έργο.
Έτσι, στο πλαίσιο της ανέγερσης σχολείου τέθηκε σε λειτουργία ένας μηχανισμός αποστιγματισμού, και λίγα χρόνια μετά (1953) κατ’ ευφημισμόν ο Συνοικισμός Φυματιώντων μετονομάστηκε σε Εξοχή, σαν να ήθελε να ξορκίσει οτιδήποτε θύμιζε το παρελθόν, την απομόνωση, την απόρριψη και τη θλίψη. Το νέο όνομα έδωσε την αίσθηση της χαράς, της ξενοιασιάς, της υγείας, με άλλα λόγια ό,τι δεν ήταν ο Συνοικισμός των Φυματιώντων ως γνώρισμα.
Από τη στιγμή όμως που η ασθένεια αντιμετωπίστηκε(στρεπτομυκίνη) και οι κάτοικοι αποφάσισαν να υποταχτούν στα κοινωνικά πρότυπα : Άρχισαν να συνάπτουν γάμους, να δημιουργούν οικογένειες, να χτίζουν σχολείο, να διεκδικούν ανεξάρτητη Κοινότητα ως νομικό πρόσωπο 1948, άρχισαν να ρυθμίζουν και τη διαφορετικότητά τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να «υπονομεύσουν» την περιθωριοποίησή τους και να ξεκινήσουν τις διαδικασίες για τον αποστιγματισμό και τελικά την αφομοίωση από την ευρύτερη κοινωνία.
Έτσι ο Συνοικισμός των φυματιώντων σταδιακά«χειραφετήθηκε» από το Σανατόριο και ακολούθησε τη δική του αυτόνομη πια πορεία στο χώρο και στο χρόνο, επιβιώνοντας ιστορικά μέχρι τις μέρες μας ως δημοτικό διαμέρισμα Εξοχής του σύγχρονου Δήμου Πυλαίας Χορτιάτη.