Και εκεί που είμαι θα ‘ρθεις! Πασίγνωστη παροιμία την οποία στα νιάτα μας δεν υπολογίζουμε καθόλου.
Αρχίζουμε και την εκτιμούμε μόνο όταν τα χρόνια περνούν για εμάς και τους ανθρώπους που αγαπάμε.
Όταν είμαστε νέοι δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς νιώθει ένας ηλικιωμένος όταν δυσκολεύεται να διαβάσει την αγαπημένη του εφημερίδα, τον ονειροκρίτη στον Καζαμία, ένα ποίημα, μια όμορφη ιστορία.
Πόσο άβολα νιώθει όταν συνειδητοποιεί πως δεν είναι πλέον ανεξάρτητος. Πως για απλά πράγματα εξαρτάται από τους άλλους.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μόνος νιώθει όταν δεν υπάρχει χρόνος από τους οικείους του να ασχοληθούν μαζί του.
Νιώθει την απόλυτη εγκατάλειψη. Την απόλυτη μοναξιά. Χάνει το χαμόγελό του. Το ενδιαφέρον για ζωή. Ό,τι χειρότερο!
Ας σκεφτούμε, όμως, αυτή την πάνσοφη παροιμία, τους γονείς μας που πλέον μεγάλωσαν. Εμάς που σε λίγα χρόνια θα είμαστε σε αυτή τη θέση. Αν βρούμε χρόνο (ή μάλλον, αν έχουμε τη διάθεση, γιατί μόνο τότε θα βρεθεί και ο χρόνος) και πλησιάσουμε αυτούς τους μοναχικούς και μοναδικούς ανθρώπους, θα νιώσουμε την ψυχή μας να ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά.
Οι ευχές τους θα μας συντροφεύουν στα δύσκολα. Ευχές από άγνωστους ανθρώπους που απλά τους χαρίσαμε λίγο χρόνο από τη ζωή μας.
Άνθρωποι που περιμένουν στην πόρτα κάποιου γηροκομείου να μας δουν και με χαμόγελο στα χείλη να μας καλωσορίσουν λέγοντας «σας περιμέναμε». Η συμπεριφορά τους είναι σαν των μικρών παιδιών. Θα μας διακόψουν για να μας πουν κάτι που θυμήθηκαν. Μια ιστορία από τα παλιά ή κάτι άσχετο που απλά θέλουν να μοιραστούν μαζί μας. Γιατί πλέον γίναμε κομμάτι της μικρής, πλέον, ζωής τους.
Στο τέλος, όμως, θα μιλήσουμε για τα ευχάριστα. Τα δικά τους και τα δικά μας. Τα όμορφα που πέρασαν και τα επίσης όμορφα που πρέπει να ονειρευτούμε για να έρθουν.
Θα μας δώσουν κουράγιο γιατί οι ίδιοι έχουν περάσει φτώχια, πείνα, έχασαν νωρίς δικούς τους ανθρώπους, περπάτησαν χιλιόμετρα δίχως παπούτσια κι όμως δεν το έβαλαν κάτω.
Θα γελάσουν με τα καμώματα των νέων. Για τις καφετερίες, τα μπιλιάρδα, τις μίνι φούστες και τα αγόρια με τα βαμμένα μαλλιά. Θα θυμηθούν τον τόπο τους, τα έθιμά τους, τα σπίτια τους, τις γλάστρες στο πατρικό τους, τις παρέες, τους συμμαθητές τους.
Δεν θα τους αφήσουμε να λυπηθούν. Θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε τις αναμνήσεις μέχρι το σημείο που δεν πληγώνουν- γιατί πάντα υπάρχουν αναμνήσεις που πληγώνουν. Όχι όμως για αυτούς. Αυτή την ώρα που είναι μαζί μας οι πληγές μένουν πίσω.
Είναι «μικρά παιδιά» με άσπρα μαλλιά, πολλά χρόνια στην πλάτη τους, ροζιασμένα χέρια, γυρτούς ώμους, μαλακά παντοφλάκια και μια καλή κουβέντα για όλους.
«Μικρά παιδιά» που αναζητούν λίγο την προσοχή μας. Να τους διαβάσουμε εμείς τώρα το παραμύθι κι αυτοί να κοιμηθούν στον καναπέ. Να τους τραγουδήσουμε ένα παλιό τραγούδι ή να τους πούμε τα κάλαντα. Να τους αποχαιρετήσουμε φεύγοντας και να μας πουν «Στο καλό! Θα σας περιμένουμε την επόμενη φορά».
Δήμητρα Μουλαρά, συγγραφέας