Μάθαμε αυτόν τον μήνα ότι η Fed αποφάσισε να αυξήσει πάνω από το τρέχον μηδενικό επίπεδο το αντικυκλικό κεφαλαιακό μαξιλάρι που πρέπει να κρατούν οι τράπεζες, αν και η αμερικανική οικονομία βρίσκεται στην κορύφωση του οικονομικού κύκλου.
Απέσυρε επίσης «ποιοτικά» κριτήρια από τις ασκήσεις αντοχής των αμερικανικών τραπεζών, αν και όχι για τις ξένες τράπεζες. Τέλος, το Εποπτικό Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (FSOC), του οποίου προΐσταται ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, απέσυρε και τον τελευταίο ασφαλιστικό κολοσσό από τη λίστα του με τα «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» ιδρύματα.
Οι αποφάσεις αυτές μπορεί να μη βάλουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δείχνουν όμως ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι προκυκλικό: είναι χαλαρό όταν θα έπρεπε να είναι πιο αυστηρό και αυστηρό όταν θα έπρεπε να είναι χαλαρό. Μαθαίνουμε, όντως, από την ιστορία και μετά ξεχνάμε.
Το τραπεζικό ρυθμιστικό πλαίσιο έχει γίνει πιο αυστηρό μετά τις κρίσεις του 2007-2012. Οι απαιτήσεις για τα κεφάλαια και τη ρευστότητα είναι πιο αυστηρές, το καθεστώς των ασκήσεων αντοχής είναι απαιτητικό και έχουν γίνει προσπάθειες να μπει τέλος στα «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» ιδρύματα, με την ιδέα της συντεταγμένης «εκκαθάρισης» των μεγάλων και πολύπλοκων χρηματοοικονομικών ομίλων.
Ο Ντάνιελ Ταρούλο, ο αξιωματούχος της Fed που ήταν υπεύθυνος για τη ρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα ως τις αρχές του 2017, σημείωσε πρόσφατα ότι «ο σταθμισμένος δείκτης ίδιων κεφαλαίων των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών αυξήθηκε από περίπου 7% τα χρόνια πριν την παγκόσμια κρίση σε περίπου 13% στο τέλος του 2017».
Ωστόσο, δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό. Οι τράπεζες παραμένουν εξαιρετικά μοχλευμένα ιδρύματα. Οι πολίτες αναμένουν πως θα είναι ασφαλείς. Αλλά με τον μέσο λόγο του ενεργητικού προς τα ίδια κεφάλαια στο 17 προς ένα, η δυνατότητά τους να απορροφήσουν ζημίες παραμένει περιορισμένη. Το επιχείρημα γι’ αυτό είναι πως οι τράπεζες προωθούν την ανάπτυξη. Όπως επισημαίνει ο Ανάτ Αντμάτι του Στάνφορντ, πρόκειται για ένα αμφίβολο επιχείρημα. Αλλά, πολιτικά, λειτουργεί.
Επιπλέον, όπως δείχνει σε πρόσφατη μελέτη του ο Τζιχάντ Ντάγκερ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η ιστορία αποδεικνύει την προκυκλικότητα του ρυθμιστικού πλαισίου. Ξανά και ξανά, το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι χαλαρό σε περιόδους εκρηκτικής ανάπτυξης: πράγματι, είναι η απορρύθμιση αυτή που είναι ο καταλύτης για την εκρηκτική ανάπτυξη. Τότε, όταν έχει γίνει η ζημία και έχει εδραιωθεί η απογοήτευση, γίνεται και πάλι πιο αυστηρό. Ο κύκλος αυτός είναι ορατός στη Φούσκα της Νότιας Θάλασσας στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές του 18ου αιώνα και τρεις αιώνες αργότερα, την περίοδο πριν -και μετά- τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις.
Στο ενδιάμεσο μπορεί να βρει κανείς αρκετά παραδείγματα.
Μπορούμε να δούμε τέσσερις λόγους που συμβαίνει αυτό: οικονομικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς και καθαρά ανθρώπινους.
O βασικός οικονομικός λόγος είναι πως με τον καιρό, το χρηματοοικονομικό σύστημα εξελίσσεται. Υπάρχει μια τάση το ρίσκο να διασπείρεται από τα πιο αυστηρά ρυθμισμένα μέρη του συστήματος σε εκείνα που υπόκεινται σε πιο χαλαρές ρυθμίσεις. Ακόμα και αν οι ρυθμιστικές αρχές έχουν τη δύναμη και τη βούληση να συνεχίσουν, η επακόλουθη χρηματοοικονομική καινοτομία το καθιστά δύσκολο.
Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι πολύπλοκο και ευπροσάρμοστο. Επίσης, διοικείται από εξαιρετικά φιλόδοξους ανθρώπους. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τις ρυθμιστικές αρχές να ακολουθούν τις εξελίξεις σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «σκιώδη τραπεζική».
Ο ιδεολογικός λόγος είναι η τάση να αντιμετωπίζουμε αυτό το πολύπλοκο σύστημα με απλοϊκούς όρους. Όσο πιο ισχυρή είναι η ιδεολογία των ελεύθερων αγορών, τόσο περισσότερο θα διαβρώνεται η εξουσία και η δύναμη των ρυθμιστικών αρχών. Όπως είναι φυσικό, η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτή την ιδεολογία τείνει να είναι ισχυρή στις περιόδους εκρηκτικής ανάπτυξης και αδύναμη στις υφέσεις.
Σημασία έχει και η πολιτική. Ένας λόγος είναι πως το χρηματοοικονομικό σύστημα ελέγχει τεράστιους πόρους και μπορεί να ασκήσει μεγάλη επιρροή. Στον αμερικανικό εκλογικό κύκλο ο 2018, σύμφωνα με το Center for Responsive Politics, o χρηματοοικονομικός τομέας, οι ασφάλειες και το real estate (τρεις αλληλεξαρτώμενοι τομείς) ήταν οι μεγαλύτεροι χορηγοί, καλύπτοντας το ένα έβδομο του συνολικού κόστους.
Πρόκειται για ένα τέλειο παράδειγμα του επιχειρήματος της «Λογικής της Συλλογικής Δράσης» του Μανκούρ Όλσον: τα ισχυρά συμφέροντα υπερισχύουν του γενικού συμφέροντος. Τούτο δεν ισχύει σε περιόδους κρίσεων, όταν οι πολίτες είναι εξαγριωμένοι και θέλουν να τιμωρήσουν τους τραπεζίτες. Αλλά ισχύει σε περιόδους ομαλότητας.
Εμφανίζονται παράλληλα και φαινόμενα διακριτικής ή εξόφθαλμης διαφθοράς. Οι πολιτικοί μπορεί να ζητήσουν ακόμα και μερίδιο από τον πλούτο που δημιουργείται κατά τη διάρκεια περιόδων εκρηκτικής ανάπτυξης. Από τη στιγμή που οι πολιτικοί είναι αυτοί που ελέγχουν τους επικεφαλής των ρυθμιστικών αρχών, οι συνέπειες για τους τελευταίους, ακόμα και αν είναι ειλικρινείς, είναι προφανείς. Αν χρειαστεί, μπορεί να απομακρυνθούν από τη θέση τους.
Ο Τζ. Κ. Γκαλμπρέιθ επινόησε τον όρο «bezzle» (σ.σ. από το «embezzlement» που σημαίνει υπεξαίρεση) -για τον πλούτο που οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν, προτού αποκαλυφθεί ότι τους έχουν κλέψει. Oι φούσκες δημιουργούν τεράστιο νομικό «bezzle». Όλοι μισούν τους αξιωματούχους που προσπαθούν να τους εμποδίσουν να μοιραστούν αυτά τα λάφυρα.
Μια σημαντική πτυχή της πολιτικής διάστασης συνδέεται στενά με το ρυθμιστικό αρμπιτράζ: ο διεθνής ανταγωνισμός. Μια δικαιοδοσία προσπαθεί να προσελκύσει εταιρείες του χρηματοοικονομικού τομέα μέσω πολύ χαλαρών ρυθμίσεων. Στη συνέχεια ακολουθούν και οι υπόλοιποι. Αυτό οφείλεται συχνά στο ότι οι χρηματιστές και τα χρηματοοικονομικά τους κέντρα διαμαρτύρονται έντονα. Είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στο επιχείρημα ότι οι ξένοι κλέβουν.
Κατόπιν, υπάρχει η τάση των ανθρώπων να απορρίπτουν τα γεγονότα που συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν ως άνευ σημασίας, να πιστεύουν και να αγνοούν ότι δεν είναι άμεσα ορατό. Τα παραπάνω μπορούν απλά να συνοψιστούν ως «καταστροφική μυωπία».
Οι πολίτες δίνουν στους ανεύθυνους φορείς άσκησης πολιτικής το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και απολαμβάνουν την εκρηκτική ανάπτυξη. Με τον καιρό, το ρυθμιστικό πλαίσιο χαλαρώνει, καθώς οι εναντίον του πιέσεις αυξάνονται και υποχωρούν αυτές που είναι υπέρ του. Όσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή, τόσο περισσότερο ενδέχεται να παραμείνουν στη θέση τους οι αυστηρές ρυθμίσεις. Αλλά στο τέλος πάντα καταργούνται.
Το ίδιο το γεγονός ότι τα μέτρα που έλαβαν οι φορείς άσκησης πολιτικής ως απάντηση στην προηγούμενη κρίση απέτρεψαν με επιτυχία το ξέσπασμα μιας ακόμα ύφεσης αυξάνει τις πιθανότητες να επαναληφθεί εντέλει νωρίτερα. Το ότι ο ιδιωτικός τομέας παραμένει υπερχρεωμένος καθιστά πιο πιθανό το αποτέλεσμα αυτό.
O ερχομός της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ πρέπει να εξηγηθεί ως μέρος αυτού του κύκλου. Είναι πιθανό ότι πολλά σημεία των ρυθμίσεων και της σκληρής εποπτείας που αντιπαθεί να μην είναι απαραίτητα ή ακόμα και βλαβερά. Αλλά το τελικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του είναι ξεκάθαρο: το ρυθμιστικό πλαίσιο θα διαβρωθεί και η διάβρωση αυτή θα εξαχθεί στον υπόλοιπο πλανήτη.
Είναι κάτι που συνέβη στο παρελθόν και θα συμβεί ξανά. Δεν θα είναι κάτι το διαφορετικό και αυτή τη φορά.
Του Martin Wolf