Το 25% των φορολογουμένων στη χώρα μας φορολογείται βάσει τεκμαρτού εισοδήματος, με μισθωτούς και συνταξιούχους να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος. «Τα τεκμήρια είναι προϊόν της αδυναμίας του κράτους να πραγματοποιήσει ελέγχους», υποστηρίζει ο φοροτεχνικός Γιάννης Χατζησαλάτας, ζητώντας την πλήρη κατάργησή τους.
Στη σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης για τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και του τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης για τους αυτοαπασχολούμενους μέχρι το 2027 σχεδιάζει να προχωρήσει η κυβέρνηση.
Ο φοροτεχνικός Γιάννης Χατζησαλάτας μιλώντας στο Newsbomb.gr αναφέρθηκε στα τεκμήρια διαβίωσης, χαρακτηρίζοντάς τα ως αναχρονιστικά και άδικα. Από το 1977 που θεσπίστηκαν, τα τεκμήρια διαβίωσης στόχευαν στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, έχουν εξελιχθεί σε μέτρο που πλήττει κυρίως τους ειλικρινείς φορολογούμενους, όπως μισθωτούς και συνταξιούχους.
«Το μέτρο των τεκμηρίων διαβίωσης, που ισχύει από το 1977, ταλαιπωρεί τους πραγματικά ειλικρινείς φορολογούμενους. Αν και θεσπίστηκε για να περιορίσει το αδήλωτο χρήμα από ελεύθερους επαγγελματίες και όσους έχουν τάση προς φοροδιαφυγή, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι στο “δόκανο” των τεκμηρίων πιάνονται κυρίως μισθωτοί και συνταξιούχοι», σημειώνει ανέφερε ο Γιάννης Χατζησαλάτας.
Ο κ. Χατζησαλάτας παραθέτει συγκεκριμένα στατιστικά, που αποδεικνύουν ότι η εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης πλήττει κυρίως εκείνους που δεν έχουν δυνατότητα φοροδιαφυγής:
- 571.000 μισθωτοί
- 542.000 συνταξιούχοι
- 389.000 εισοδηματίες
- 146.000 ελεύθεροι επαγγελματίες
«Ένας στους τέσσερις φορολογούμενους φορολογείται βάσει τεκμαρτού εισοδήματος, με συνολικό επιπλέον εισόδημα 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτούς, καλούνται να πληρώσουν περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ», εξηγεί, προσθέτοντας πως τα στοιχεία είναι ενδεικτικά της αδικίας του συστήματος.
Ο Γιάννης Χατζησαλάτας εξηγεί ότι τα τεκμήρια διαβίωσης είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του κράτους να πραγματοποιεί αποτελεσματικούς ελέγχους. Πρόκειται για έναν υπολογισμό του ελάχιστου εισοδήματος που απαιτείται για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες διαβίωσης ενός φορολογούμενου.
«Για παράδειγμα, το ελάχιστο ποσό διαβίωσης ξεκινά από 3.000 ευρώ για έναν άγαμο και 5.000 ευρώ για μια οικογένεια. Σε αυτά τα ποσά προστίθενται τα έξοδα κατοικίας, είτε είναι ιδιόκτητη είτε ενοικιαζόμενη, ανάλογα με τα τετραγωνικά και την παλαιότητα. Προστίθεται επίσης το κόστος κατοχής αυτοκινήτου, που υπολογίζεται βάσει κυβισμού και ηλικίας, καθώς και άλλα έξοδα, όπως δίδακτρα σε ιδιωτικά σχολεία, βοηθητικό προσωπικό, πισίνες, σκάφη ή αεροσκάφη», επισημαίνει.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι το κράτος υπολογίζει αυτά τα έξοδα πολλαπλασιάζοντας το τεκμαρτό εισόδημα, δημιουργώντας έτσι παράλογες φορολογικές επιβαρύνσεις.
«Δεν είναι λογικό να θεωρείται ότι ένας φορολογούμενος έχει διπλάσια έξοδα – δύο μεσημεριανά, δύο βραδινά ή δύο απογευματινά την ίδια ημέρα. Το κράτος ουσιαστικά επιβάλλει διπλή φορολόγηση», υπογραμμίζει.
Ανάγκη κατάργησης των τεκμηρίων διαβίωσης
Ο κ. Χατζησαλάτας χαρακτηρίζει το μέτρο των τεκμηρίων ως «αναχρονιστικό» και τονίζει ότι η μείωση κατά 30%, που έχει προταθεί, δεν είναι επαρκής λύση.
«Σε μια εποχή ψηφιακού κράτους, τα τεκμήρια θα έπρεπε να καταργηθούν εντελώς. Τα τεκμήρια αντικατοπτρίζουν την αδυναμία του κράτους να ελέγξει τη φοροδιαφυγή. Αν πράγματι έχουμε ένα ψηφιακό και σύγχρονο κράτος, τότε δεν υπάρχει λόγος να υφίστανται», καταλήγει.