Στις 26 Σεπτεμβρίου 1983, ο σαραντατετράχρονος Στανισλάβ Γιεβγκράφοβιτς Πετρόφ, αντισυνταγματάρχης του Κόκκινου Στρατού, ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στο Σερπούχοφ 15, δηλαδή στο δυτικό κέντρο ελέγχου του «ΟΚΟ», του Δορυφορικού Συστήματος Εγκαιρης Προειδοποίησης για Πυραυλική Επίθεση, περίπου 80 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Μόσχας.
Καθήκον του ήταν να κοιτάει την οθόνη και, σε περίπτωση που το σύστημα προειδοποιούσε ότι εκτοξεύθηκαν πύραυλοι από τις Δυτικές Ακτές των ΗΠΑ, να ειδοποιήσει τους ανωτέρους του. Ξαφνικά, στην οθόνη άρχισε να αναβοσβήνει η κόκκινη ένδειξη επερχόμενης επίθεσης και να ηχεί ο συναγερμός. Ο Πετρόφ «πάγωσε».
Τα «Συστήματα Εγκαιρης Προειδοποίησης για Βαλλιστικούς Πυραύλους» (Ballistic Missile Early Warning System – BMEWS) αποτέλεσαν από νωρίς συστατικό του πυρηνικού οπλοστασίου και βασική παράμετρο του στρατηγικού σχεδιασμού των δύο υπερδυνάμεων.
Κεντρική ιδέα ήταν η ανάπτυξη συστημάτων και διαδικασιών που θα επέτρεπαν σε μια χώρα να αντιδράσει σε πυρηνικό χτύπημα, προτού ακόμα οι πύραυλοι του επιτιθέμενου βρουν τον στόχο τους.
Η κατοχή ενός τέτοιου συστήματος σήμαινε για την κάθε μία από τις δύο αντίπαλες πυρηνικές δυνάμεις ότι ήταν σε θέση να αποτρέψει ένα ολοκληρωτικό πυρηνικό χτύπημα – την ταυτόχρονη δηλαδή εκτόξευση από τον εχθρό τόσων πυραύλων που θα αχρήστευαν τα οικεία πυραυλικά συστήματα και θα καθιστούσαν έτσι αδύνατο ένα χτύπημα ανταπόδοσης.
Στην ψυχροπολεμική σκακιέρα, η ανάλυση των πιθανοτήτων και της σημασίας του «πρώτου χτυπήματος» και του «ολοκληρωτικού χτυπήματος» είχε τεράστια σημασία. Ηδη, το 1945 η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έδειξαν ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδιος – άρα ούτε και η ειρήνη.
Ο Τρούμαν και ο Στάλιν είχαν συναίσθηση του τι σήμαινε, ακόμη και αποκλειστικά ως απειλή, το νέο πανίσχυρο όπλο που διέθεταν και αντιλαμβάνονταν την ανάγκη εκ βάθρων ανασχεδιασμού της στρατηγικής.
Ηταν σαφές ότι, πέρα από τις πολιτικές εκτιμήσεις, τις εκάστοτε ισορροπίες και τη συγκυρία, έπρεπε ανά πάσα στιγμή οι δύο αντίπαλοι να έχουν εφαρμόσιμα σενάρια για κάθε ενδεχόμενο· ακόμη και το πλέον απίθανο.
Οι Αμερικανοί έπρεπε να ξέρουν τι ακριβώς θα κάνουν αν οι Ρώσοι εκτοξεύσουν εναντίον τους έναν, δέκα ή δέκα χιλιάδες πυραύλους και τούμπαλιν.
Οσο μεγαλύτερη ήταν δε η απειλή, τόσο πιθανότερο κατά μία έννοια ήταν να πραγματοποιηθεί: ένα «ολοκληρωτικό χτύπημα» θα άλλαζε τόσο αμετάκλητα τον κόσμο, που μπορεί να μην υπήρχαν καν περιθώρια για συνέπειες, ενώ το «πρώτο χτύπημα» ή ένα πυρηνικό χτύπημα σε «περιφερειακό πόλεμο» θα είχε φοβερές συνέπειες σε ηθικό και πολιτικό επίπεδο.
Για παράδειγμα, το 1951 οι Αμερικανοί έφτασαν μία ανάσα από τη χρήση ατομικών όπλων στην Κορέα –οι βόμβες όντως μεταφέρθηκαν στις αμερικανικές βάσεις στον Ειρηνικό– και ο λόγος που τελικά δεν προχώρησαν ήταν, εκτός από την αμηχανία σε τακτικό επίπεδο («Πού να ρίξεις τη βόμβα, όταν ο εχθρός στέλνει εκατομμύρια στρατιώτες πεζούς μέσα από τα βουνά;»), η απόλυτη αποστροφή των Ευρωπαίων συμμάχων τους για ένα τέτοιο ενδεχόμενο (John Lewis Gaddis, Ο ψυχρός πόλεμος, μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, εκδ. Παπαδόπουλος 2018).
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 αναπτύχθηκαν οι βαλλιστικοί πύραυλοι και οι δορυφόροι – οι Σοβιετικοί είχαν την πρωτοπορία στους τομείς αυτούς, ισοφαρίζοντας την πρωτιά των Αμερικανών στην απόκτηση και παραγωγή της βόμβας.
Ιδίως οι διηπειρωτικοί πύραυλοι –στις 21 Αυγούστου 1957 οι Σοβιετικοί εκτόξευσαν τον πρώτο, τον R-7, ο οποίος διήνυσε 6.000 χιλιόμετρα– άλλαζαν εκ νέου τους όρους του στρατηγικού σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, οι δορυφόροι έδιναν νέες δυνατότητες στη συλλογή και στη μετάδοση της πληροφορίας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, Αμερικανοί και Ρώσοι άρχισαν να συνδυάζουν ραντάρ μεγάλου βεληνεκούς («Over the horizon» – OTH radar) και δορυφόρους για τη δημιουργία BMEWS. Το σοβιετικό σύστημα «ΟΚΟ» άρχισε να αναπτύσσεται το 1972 και τέθηκε σε λειτουργία μία δεκαετία αργότερα. Επαιρνε δεδομένα από δορυφόρους δύο τύπων, τους US-KS και τους US-KMO που κινούνταν σε γεωσύγχρονη τροχιά, δηλαδή σε συντονισμό με την περιστροφή της Γης – που πρακτικά σημαίνει ότι παρακολουθούσαν τις ΗΠΑ μέρα και νύχτα.
Ας επιστρέψουμε όμως στον Πετρόφ, που τον αφήσαμε «παγωμένο» στη βάρδιά του. «Η σειρήνα ούρλιαζε κι εγώ καθόμουν ακίνητος και κοιτούσα την οθόνη με την κόκκινη ένδειξη: ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ. Υστερα δεύτερη ειδοποίηση, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη. Και μετά η ένδειξη άλλαξε: ΠΥΡΑΥΛΟΙ. Επρεπε απλώς να απλώσω το χέρι και να πάρω τηλέφωνο. Αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ».
Ηταν σαφές –κι ο Πετρόφ το γνώριζε– ότι, αν η ένδειξη του συστήματος ήταν σωστή, το κάθε δευτερόλεπτο ήταν σημαντικό και ότι η πολιτική αλλά και η στρατιωτική ηγεσία έπρεπε να ενημερωθούν.
Η συγκυρία ήταν κακή: μόλις πριν από τρεις εβδομάδες, οι Σοβιετικοί είχαν καταρρίψει ένα κορεατικό επιβατικό αεροπλάνο επειδή μπήκε λίγο στον εναέριο χώρο τους, σκοτώνοντας 269 ανθρώπους. Το ένστικτό του, όμως, του έλεγε ότι το «ΟΚΟ» ήταν πολύ καινούργιο και ακόμη αναξιόπιστο.
Οσο περνούσε η ώρα, τα δεδομένα θα έπρεπε να επιβεβαιωθούν από τα επίγεια ραντάρ, κάτι που ωστόσο δεν συνέβαινε – κόντρα στο πρωτόκολλο, ο Πετρόφ τηλεφώνησε και ρώτησε.
Κυρίως του φάνηκε παράλογο να στείλουν οι Αμερικανοί μόνο πέντε πυραύλους· ακόμα κι αν ισοπέδωναν τη Μόσχα ή πέντε μεγάλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις ανά την επικράτεια, η ΕΣΣΔ θα είχε τη δυνατότητα να απαντήσει με πυρηνικά. Συνεπώς, γιατί να το κάνουν;
Ο Πετρόφ ανέφερε απλώς δυσλειτουργία του συστήματος. Είκοσι λεπτά αργότερα, η ΕΣΣΔ παρέμενε σώα και αβλαβής. Ο αντισυνταγματάρχης είχε δίκιο: οι δορυφόροι είχαν μπερδευτεί από την αντανάκλαση του ηλιακού φωτός σε σύννεφα. Ευτυχώς, οι αντανακλάσεις ήταν 5 και όχι 500 ή 5.000.
Ο Πετρόφ ούτε τιμωρήθηκε ούτε επιβραβεύθηκε. Λίγες μέρες αργότερα, του έγινε παρατήρηση από τους ανωτέρους του για λάθη στο ημερολόγιο συμβάντων. Η ιστορία διαδόθηκε μόνο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και ο Πετρόφ τιμήθηκε από αρκετά ιδρύματα σε διάφορες χώρες.
Πέθανε τον Μάιο του 2017 και τον μνημονεύουμε σήμερα όχι μόνο για τη σωτήρια αντίδρασή του το 1983, αλλά και διότι ο θάνατός του έγινε ευρύτερα γνωστός με χαρακτηριστική καθυστέρηση.
Τα περί σωτηρίας του κόσμου ίσως και να είναι υπερβολικά: υπήρχαν πολλά επίπεδα ασφάλειας και επαλήθευσης πριν από το ανταποδοτικό χτύπημα και είναι αρκετά πιθανό πως, ακόμη κι αν είχε ενημερώσει, οι ανώτεροί του θα συμβουλεύονταν και τα δεδομένα των ραντάρ προτού εκτοξεύσουν πυρηνικά. Είναι αρκετά πιθανό, όχι βέβαιο όμως.
«Δεν είμαι ήρωας», έλεγε ο Πετρόφ. «Τη δουλειά μου έκανα. Πάντως ο κόσμος ήταν τυχερός που αυτό έγινε στη βάρδιά μου».
* Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός