Για τον Ντόναλντ Τραμπ και του ομοϊδεάτες του πρόκειται απλώς για μια «θεωρία συνωμοσίας». Για τις δυτικές δημοκρατίες είναι μεν μια δυσάρεστη μελλοντική κατάσταση, αλλά πρωτίστως για τους «άλλους». Για τον αναπτυσσόμενο κόσμο όμως, η κλιματική αλλαγή δεν είναι καν δυστοπία. Είναι πραγματικότητα, σκληρή και ανελέητη. Και σκοτώνει, σε συνδυασμό με την προϋπάρχουσα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, την χαώδη ανισότητα της κατανομής του πλούτου και την συνειδητή διατήρηση του αναπτυσσόμενου κόσμου στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, όπως προστάζουν τα συμφέροντα της ανεπτυγμένης Δύσης.
Την περασμένη εβδομάδα, η διεθνής ΜΚΟ Care δημοσίευσε την τρίτη ετήσια έκθεσή της με τις 10 πιο άγνωστες – στον υπόλοιπο κόσμο – ανθρωπιστικές κρίσεις παγκοσμίως.
Η μελέτης αφορά τις ανθρωπιστικές κρίσεις που έλαβαν τη μικρότερη προσοχή των ΜΜΕ σε όλη τη διάρκεια του 2018. Για παράδειγμα, η Σομαλία δεν περιλαμβάνεται, όχι φυσικά διότι δεν αντιμετωπίζει ανθρωπιστική κρίση – η ξηρασία που έπληξε τη Σομαλία πριν από δύο χρόνια, άφησε πάνω από 3 εκατομμύρια ανθρώπους που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια – αλλά διότι ακούγεται έστω εμμέσως ως «πεδίο μάχης» της αμερικανικής επεμβατικής πολιτικής. Αντίθετα, η Αιθιοπία, έλαβε την ανεπιθύμητη «τιμή» να αναφέρεται δύο φορές στον κατάλογο: Κατέλαβε τη δεύτερη θέση σε ό,τι αφορά στις μιντιακές αναφορές στον λιμό – ο οποίος προήλθε από την ξηρασία που χτύπησε και την Σομαλία με τα ίδια δραματικά αποτελέσματα για τον λαό -και την έβδομη θέση στις μαζικές εκτοπίσεις στο νότο, όπου ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των κτηνοτροφικών και των αγροτικών κοινοτήτων την περσινή ‘Ανοιξη. ‘Αλλωστε, σε όλη την αφρικανική ήπειρο, η ξηρασία προκαλεί θανατηφόρες συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών σχετικά με τα δικαιώματα στη γη. Οι κτηνοτρόφοι αναζητούν χορτολιβαδικές εκτάσεις για να θρέψουν τα ζώα τους και οι αγρότες προσπαθούν να προστατεύσουν τη γη τους από τα πεινασμένα κοπάδια. Το αποτέλεσμα για την Αιθιοπία ήταν, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους.
Αυτή τη φορά η ΜΚΟ επισημαίνει το γεγονός ότι αιτίες σχεδόν όλων αυτών των κρίσεων μπορούν να εντοπιστούν σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του κλίματος. Στο Σουδάν, οι απρόβλεπτες βροχοπτώσεις έχουν προκαλέσει «συχνές ξηρασίες», περιστασιακές πλημμύρες και «ακραία πείνα». Στο νησί της Μαδαγασκάρης, στην πρώτη γραμμή της κλιματικής αλλαγής, οι κυκλώνες και η ξηρασία έχουν θέσει 1,3 εκατομμύρια ανθρώπους μπροστά στο φάσμα της πείνας και, σύμφωνα με την UNICEF, ένα ιλιγγιώδες 49% των παιδιών της χώρας έχουν σταματήσει να αναπτύσσονται λόγω του υποσιτισμού. Στις Φιλιππίνες, η πιο έντονη καταιγίδα του 2018, ο «υπερ-τυφώνας» Μανγκχούτ, που τροφοδοτείται από την υπεθέρμανση των ωκεανών, εκτόπισε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Στον Νίγηρα, η ερημοποίηση προκάλεσε βία και εκτοπισμούς, όπως και στο Τσαντ, όπου σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού είναι πλέον μακροχρόνια υποσιτισμένοι. Η κύρια πηγή γλυκού νερού στην περιοχή, η λίμνη Τσαντ, έχει συρρικνωθεί στο ένα εικοστό της έκτασης που κάλυπτε κάποτε. Στην Αϊτή, η ξηρασία, συν τρεις καταστροφικοί τυφώνες για δύο συνεχόμενα χρόνια, άφησε περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους να χρειάζονται άμεση βοήθεια.
Η κλιματική αλλαγή συναντά τη φτώχεια και την ανισότητα
Οι αριθμοί αυτοί, όσο μεγάλοι κι αν είναι, παραμένουν αφηρημένοι. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ συγκεκριμένη. Ένα πεινασμένο παιδί, ένας απελπισμένος γονιός, ένα κατεστραμμένο σπίτι, οι χαμένες σοδειές και τα ζώα που πεθαίνουν κρύβονται πίσω από τους ατελείωτους στατιστικούς πολλαπλασιασμούς.
Φυσικά, η κλιματική αλλαγή απέχει πολύ από το να είναι η μόνη αιτία όλων αυτών των δεινών. Οι κοινωνικές και αστικές υποδομές είναι ήδη φτωχές ή απουσιάζουν εντελώς, και η οικονομική και κοινωνική ανισότητα ήταν ήδη βαθιά. Όλες αυτές οι κρίσεις, υπογραμμίζει το The Nation, διαμορφώθηκαν σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, στο οποίο ο πλούτος και οι πόροι ρέουν προς μια κατεύθυνση – από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες – και η μιζέρια ρέει στην αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά οι ξηρασίες, οι τυφώνες, οι μεγάλες καταιγίδες, έχουν προκαλέσει αυτό που το δημοσίευμα χαρακτηρίζει μια «καταστροφική σύγκλιση» στην οποία οι καταστροφές δεν συμβαίνουν απλά ταυτόχρονα, αλλά «συνθέτουν και ενισχύουν η μία την άλλη».
Έτσι, η μακρά ιστορία της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και καταλήστευσης του πλούτου «αντηχεί δυνατά» σε αυτή τη νέα κατάσταση, κατά την οποία, το τμήμα της ανθρωπότητας που επωφελήθηκε ελάχιστα έως καθόλου από την εκβιομηχάνιση, υποφέρει περισσότερο από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Διότι οι συνθήκες που προκαλούν την αλλαγή του κλίματος έχουν δημιουργηθεί σε ένα μέρος του κόσμου, αλλά μέχρι στιγμής οι συνέπειες αφορούν συντριπτικά ένα άλλο μέρος. Επιπλέον, η ψαλίδα μεταξύ της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών του πλανήτη και των ελάχιστων προνομιούχων έχει ανοίξει περισσότερο και «συναντά» την αύξηση της πλανητικής θερμοκρασίας και τις ραγδαίες περιβαλλοντικές μεταβολές που έχουν απορρυθμίσει την ομαλή περιοδικότητα των εποχών ως βασικού παράγοντα για την γεωργική αειφορία.
Η Care κάλεσε τα ΜΜΕ να στρέψουν το βλέμμα τους βαθύτερα σε αυτές καταστροφές και στον ρόλο της κλιματικής αλλαγής στη δημιουργία τους. Μετά από δεκαετίες αδιαφορίας, μόλις τα τελευταία χρόνια τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα άρχισαν να καλύπτουν τον επείγοντα χαρακτήρα της περιβαλλοντικής κρίσης. Ωστόσο, η κάλυψη εξακολουθεί να επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στην επιστημονική πλευρά της κλιματικής αλλαγής και στις εντυπωσιακές – τηλεοπτικά -καταστροφές που πλήττουν την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η φτωχή και μη λευκή πλειοψηφία της ανθρωπότητας εξακολουθεί να «μην υπάρχει» για τα μέσα.
Παρά τις περιστασιακές αναφορές στις επιπτώσεις της αύξησης της στάθμης των θαλασσών ή στο λιώσιμο των πάγων στην Αλάσκα, πολύ δύσκολα ο αναγνώστης ή ο θεατής των ειδήσεων θα μάθει ότι η ξηρασία που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή αποτελεί μια σημαντική αιτία της μετανάστευσης από την Κεντρική Αμερική στις Ηνωμένες Πολιτείες και από την υποσαχάρια Αφρική στην Ευρώπη.
Αυτή η σιωπή γίνεται ακόμη πιο νοσηρή και επικίνδυνη διότι λαμβάνει χώρα σε μια στιγμή που η ανθρωπότητα απειλείται εξίσου και στο σύνολό της όσο ποτέ άλλοτε.