Μια σπάνια στιγμή με έναν σπάνιο άνθρωπο έζησαν την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019 όσοι βρέθηκαν στο Δημαρχείο της Βούλας.
Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ανακηρύχθηκε με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου επίτιμη δημότης Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης και έδωσε παράλληλα μια από τις πιο προσωπικές και βιογραφικές της διαλέξεις στην κατάμεστη αίθουσα.
Η αντισυμβατική της διάθεση φάνηκε από την πρώτη στιγμή, όταν διέκοπτε με αυτοσαρκαστικά σχόλια την προσφώνηση που της απηύθυνε ο Δήμαρχος Γρηγόρης Κωνσταντέλλος.
Μετά την επίδοση της τιμητικής πλακέτας από τον Δήμαρχο, το τιμώμενο πρόσωπο μίλησε για τη Βουλιαγμένη των δεκαετιών του 1930-40, όταν ως παιδί παραθέριζε στην περιοχή σε αντίσκηνο και σε παράγκες. «Κανείς άλλος εδώ δεν την ξέρει», είπε περιπαικτικά στο ακροατήριο και ξεκίνησε μια μακρά αφήγηση που αποκτά τα στοιχεία μιας πολύτιμης προφορικής μαρτυρίας για την παλιά Βουλιαγμένη.
Για το λόγο αυτό την παραθέτουμε σχεδόν αυτούσια:
«Ήμουν 4 χρονών, και ερχόμουν στη Βουλιαγμένη κάθε καλοκαίρι, από τις 19 Ιουλίου ως τις 14 Σεπτεμβρίου, επί 10 χρόνια, από το 1930 ως το 1940.
Τι θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια που είναι και σταθμοί στην ιστορία της Ελλάδας:
Θυμάμαι την 4η Αυγούστου 1936. Ο πατέρας μου δούλευε στον Πειραιά και ερχόταν τα Σαββατοκύριακα. Δεν ήταν Σαββατοκύριακο αλλά τότε ήρθε και το μόνο που μας είπε ήταν από εδώ και στο εξής, σουτ, σιγή. Εμείς ήμασταν όλοι βενιζελικοί, όπως όλοι οι μικρασιάτες και δεν έπρεπε πια να μιλάμε για τον Βενιζέλο. Την πρώτη εμπειρία για τη λογοκρισία την είχα τότε ακριβώς.
Η άλλη εμπειρία που είναι επίσης από τη Βουλιαγμένη ήταν στις 15 Αυγούστου 1940. Τότε δεν ήμασταν σε αντίσκηνο αλλά σε παράγκα. Εκεί για πρώτη φορά κλαίω μαζί με τη μάνα μου και όλα μου τα αδέλφια, γιατί είναι η ημέρα που οι Ιταλοί ανατίναξαν την Έλλη στην Τήνο.
Με τέτοιες εμπειρίες δεν μπορώ να ξεχάσω τη Βουλιαγμένη.
Τι ήταν η Βουλιαγμένη για μένα:
Πρώτα το αντίσκηνο. Μου έκαναν όταν ήμουν παιδάκι μια μεγάλη κούνια κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και εκεί έμαθα το πρώτο μου αλφαβητάρι αλλά και το πρώτο γαλλικό αναγνωστικό. Στη Βουλιαγμένη κάθε πρωί σχεδόν ξεκινούσα με τη γυναίκα που μας μεγάλωσε και μαζεύαμε από το πευκόφυτο δάσος τις φλούδες από τα δέντρα για να μαζέψουμε το ρετσίνι. Τότε η Αθήνα έπινε ρετσίνα και όχι ουίσκι. Ανάβαμε την πυροστιά για τα μαγειρέματα. Τι τραγουδούσαμε: Τα Ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε, Εις το βουνό ψηλά εκεί κ.λπ. Καταλαβαίνετε ποια είναι η εποχή.
Κατεβαίναμε για μπάνιο στη μεγάλη αμμουδιά όπου υπήρχαν δύο μόνο καφενεία. Το ένα ήταν το Ακρογιάλι και το άλλο ο Τόγκας. Ήμασταν όλοι παιδιά από αντίσκηνα. Υπήρχε όμως κι ένας που ερχόταν μαζί μας αλλά δεν έμενε σε αντίσκηνο. Ήταν ο Παύλος, ο οποίος τότε ήταν διάδοχος. Ερχόταν με μια πετσέτα, ένα καρπούζι υπό μάλης, έπαιρνε μια βάρκα και έκανε μπάνιο πανευτυχής λίγο πιο πέρα από μας.
Το μόνο γιοτ που έφτανε τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ένα, η Μαύρη Κρεολή που μας άφηνε να το κοιτάμε γύρω γύρω. Το βράδυ πηγαίναμε βόλτα στον αμμόλοφο. Εκεί που σήμερα είναι ο Αστέρας, η μαρίνα. Τότε δεν υπήρχε τίποτα. Στο Λαιμό επίσης ένα μόνο καφενεδάκι υπήρχε, που έβλεπε δύο βίλες όλες κι όλες, του Τανάγρα και του Μαλτσινιώτη.
Αυτά όταν η Βουλιαγμένη δεν είχε ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό. Η Βουλιαγμένη ήταν το Ορφανοτροφείο, η ιαματική Λίμνη και ένα μικρό ξενοδοχείο. Ο δρόμος σταματούσε στη Λίμνη και όχι πιο πέρα. Για να πάμε στη Βάρκιζα καβαλούσαμε το λόφο που τον λέγαμε μικρός Όλυμπος. Κάτω από το λόφο υπήρχαν παντού χαρουπιές. Στη Βάρκιζα ήταν η άλλη παρέα και είχαμε δυνατότητα να κάνουμε βουτιές από έναν ψηλό βράχο.
Στη Βουλιαγμένη ερχόταν ένα καραβάκι από τον Πόρο και έφερνε νερό. Το ηλεκτρικό δεν υπήρχε. Η ασετυλίνη και οι λάμπες πετρελαίου φώτιζαν μόνο.
Και η Βουλιαγμένη πάνω από όλα ήταν κυνηγότοπος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου γέμιζε η Βουλιαγμένη κυνηγούς. Εγώ παιδάκι ακόμη πήγαινα πίσω από τους κυνηγούς και μάζευα τα φυσίγγια, τις σκοτώστρες όπως τις λέγαμε, που είναι κόκκινες, πράσινες, μπλε. Με αυτά έκανα όλα τα παιδικά ανθοδοχεία.
Ποιος έφερνε τα τρόφιμα; Όλα τα γαϊδουράκια έρχονταν από το Κορωπί. Αυτοί που οδηγούσαν μιλούσαν αρβανίτικα. Ήταν όλοι βασιλόφρονες, αλλά εγώ όπως σας είπα ήμουν βενιζελικιά. Έλεγαν αυτοί κάθε φορά: Πάρτε βασιλικά σύκα! Κι εγώ σηκωνόμουν και απαντούσα: Πάρτε και βενιζελικά, είναι τα μαύρα!
Αυτές είναι πραγματικές αναμνήσεις.
Οι εκκλησιές ήταν: Ο Προφήτης Ηλίας του Ορφανοτροφείου, ο Άγιος Παντελεήμων και πριν φτάσεις στη Βουλιαγμένη υπήρχε δεξιά ο Άγιος Νικόλας, που ήταν μια μικρή εκκλησίτσα. Μόνο οι εκκλησίες υπάρχουν ακόμη, γιατί έπαψε η Βουλιαγμένη να έχει αντίσκηνα. Εγώ κατάντησα μετά τα αντίσκηνα να περνάω καλοκαίρι στον Αστέρα. Αυτή είναι η διαφορά, αν θέλετε, από τα 4 χρόνια μέχρι τα 90.
Ο δρόμος κατέληγε στη Λίμνη. Τα αδέρφια μου ανέβαιναν πάνω και έκαναν βουτιές. Ήταν ανοιχτή για όλο τον κόσμο, η μάνα μου πήγαινε για τα ιαματικά, εμείς για τα μπάνια.
Ο πατέρας μου ερχόταν κάθε Σάββατο βράδυ. Λάτρευα τον πατέρα, έπαιρνα ένα σκαμνάκι και πήγαινα να κάτσω στη στάση που θα κατέβαινε στον κεντρικό δρόμο και βέβαια πήγαινα τουλάχιστον μισή ώρα πριν, μην τυχόν και τον χάσω. Είχα μάθει να μετρώ. Σε μισή ώρα, Σάββατο βράδυ στον κεντρικό δρόμο της Βουλιαγμένης μέτρησα 67 αυτοκίνητα, ούτε ένα παραπάνω.
Αυτή η Βουλιαγμένη των 67 αυτοκινήτων το Σαββατοκύριακο, ο κηνυγότοπος χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό με τα τραγούδια Ωραία μου πουλάκια, είναι η Βουλιαγμένη που δεν την ξέρει κανένας άλλος. Είμαι σίγουρη ότι είμαι ο τελευταίος μάρτυρας.
Τώρα έχει γίνει η καλύτερη ίσως ριβιέρα. Πάει το Πορτοφίνο, πάει το Σεν Τροπέ, πάνε όλα.
(…)
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω. Από όλες τις τιμές που μου έκαναν – είμαι επίτιμος δημότης Αθηνών, Σπάρτης, Λαμίας κ.ο.κ. – ετούτο εδώ μου έκανε τη μεγαλύτερη χαρά και τη μεγαλύτερη συγκίνηση γιατί ακριβώς με έκανε να θυμηθώ πράγματα τα οποία κάποτε ίσως πρέπει να γράψω».