Τον Ιούλιο του 1944 οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν τη μεγαλύτερη, έως τότε, επίθεσή τους στο Ανατολικό Μέτωπο συντρίβοντας μια ολόκληρη γερμανική Ομάδα Στρατιών. Οι σοβιετικές στρατιές προήλασαν έως τα παλαιά γερμανικά σύνορα, στο βόρειο τμήμα του μετώπου. Ακολούθως επιτέθηκαν κατά των Γερμανών στην περιοχή του Μέμελ, κερδίζοντας έδαφος.
Η επιτυχία αυτή έπεισε την σοβιετική διοίκηση πως η προέλαση εντός της Ανατολικής Πρωσίας ήταν εφικτή απέναντι στις αποσαρθρωμένες γερμανικές δυνάμεις. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Οι σοβιετικές δυνάμεις, έχοντας περιορίσει τους Γερμανούς σε μια στενή λωρίδα γης στο Μέμελ, στράφηκαν νοτιότερα, με αιχμή του δόρατος το 3ο Λευκορωσικό Μέτωπο υπό τον έμπειρο στρατηγό Ιβάν Τσερνιακόφσκι.
Το 3ο Λευκορωσικό Μέτωπο διέθετε την 11η Στρατιά Φρουρών και τις 5η, 28η,31η και 39η Στρατιές.
Ακριβώς απέναντι στις δυνάμεις αυτές στεκόταν η Γερμανική 4η Στρατιά υπό τον στρατηγό Φρίντριχ Χόσμπαχ, έναν επίσης έμπειρο αξιωματικό.
Τηρώντας μέτωπο μήκους 350 χλμ. η διέθετε επτά μεραρχίες πεζικού, δύο μεραρχίες ασφαλείας, που στάλθηκαν στην πρώτη γραμμή λόγω της ελλείψεως ανδρών, έξι μεραρχίες «λαϊκών γρεναδιέρων», δύο “ταξιαρχίες” πυροβόλων εφόδου (έκαστη αντιστοιχούσε με μια επιλαρχία αρμάτων) και το Συγκρότημα Μάχης της αστυνομίας «Hannibal», (μειωμένης σύνθεσης σύνταγμα πεζικού). To αριστερό πλευρό της 4ης Στρατιάς, στήριζε η 3η Στρατιά Πάντσερ, ενώ νότιa αυτης ήταν ανεπτυγμένη, στην περιοχή των Μαντζουριανών λιμνών, η 2η Στρατιά.
Ουσιαστικά το βάρος του αγώνα, στην πρώτη φάση της μάχης τουλάχιστον, σήκωσαν το XXVI Σώμα Στρατού (ΣΣ), υπό τον στρατηγό Γκέρχαρντ Μάτσκι, με την 1η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ), την 390η Μεραρχία Ασφαλείας (ΜΑ) και την 549η Μεραρχία Λαϊκών Γρεναδιέρων (ΜΛΓρ) και το ΧΧVΙI ΣΣ, υπό τον στρατηγό Χέλμουτ Πριές, νοτιότερα, με τις 131ης και της 170ης ΜΠ και της 547 ΜΛΓρ. Εφεδρεία των ΣΣ αυτών ήταν, αντίστοιχα, η 279η και 276η “Ταξιαρχία” Πυροβόλων Εφόδου.
Αιχμή του δόρατος του XXVI ΣΣ ήταν η Πρωσική 1η ΜΠ. Η μεραρχία αυτή κρατούσε το βόρειο άκρο του μετώπου της 4ης Στρατιάς μεταξύ των κωμοπόλεων Σλόσμπεργκ και Σίρβιντ, επί μετώπου 28 χλμ. Ο διοικητής της, αντιστράτηγος Χανς Σίτινγκ είχε μόλις προαχθεί και για πρώτη φορά θα διοικούσε σχηματισμό επιπέδου μεραρχίας. Η 1η ΜΠ έμελλε να δεχτεί το βάρος της αρχικής σοβιετικής κρούσης.
Αργότερα οι δυνάμεις του Χόσμπαχ ενισχύθηκαν με την 103η Ταξιαρχία Πάντσερ (ΤΠα), την Ταξιαρχία Γρεναδιέρων του Φύρερ, τη Μεραρχία Πάντσερ «Herman Goering» (ΜΠα «Herman Goering») και την 5η Μεραρχία Πάντσερ (ΜΠα). Οι δύο τελευταίες μεραρχίες αποσπάστηκαν από την 3η Στρατιά Πάντσερ.
Πεδίο μάχης και σχέδια
Το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας δεν αποτελεί το ιδανικότερο έδαφος για μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Διασχίζεται από πολλούς μικρούς ποταμούς που, την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθιστούσαν το έδαφος ελώδες και απροσπέλαστο, μέχρι την περιοχή των Μαζουριανών λιμνών, από τις οποίες οι περισσότεροι των ποταμών αυτών πήγαζαν. Οι σημαντικότεροι των ποταμών αυτών είναι ο Πίσα και ο Ρομίντε, ανατολικά και ο Άνγκεραπ, δυτικότερα.
Οι ποταμοί Πίσα και Ρομίντε ενώνονταν στο ύψος της πόλης Γκούμπινεν. Από εκεί ο Ρομίντε, συνέχιζε να κυλά ως την πόλη Ίνζτερμπουργκ, ανατολικά της οποίας ενώνονταν με τον Άνγκεραπ. Βορειοανατολικά, στην κωμόπολη Σίρβιντ έρεε ο μικρός ποταμός Ίνζτερ. Δυτικά του Σίρβιντ βρισκόταν η κωμόπολη Σλόσμπεργκ και νοτιοδυτικά αυτού οι κωμοπόλεις Έιντκαου και Εμπενρόντε. Νότια του Εμπενρόντε, σε μια έκταση εύρους αρκετών χιλιομέτρων, εκτεινόταν μια δύσβατη έκταση ελώδους εδάφους, που έφτανε μέχρι τις όχθες του ποταμού Πίσα.
Βασικές διαβάσεις στον ποταμό Ρομίντε, δυτικότερα, υπήρχαν στο Γκροσβάλτερζντορφ και στο Ντάκεν. Νοτιοανατολικά του Ντάκεν εκτεινόταν ο λεγόμενος «θαμνότοπος του Ρομίντε», μια περιοχή δύσβατη ακόμα και από πεζούς.
Μεταξύ του θαμνότοπου και της κωμόπολης Γκόλνταπ, νοτιοδυτικά, υπήρχε έδαφος βατό και κατάλληλο για κίνηση μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών. Δυτικά, επί του ποταμού Άνγκεραπ, το βασικό πέρασμα βρισκόταν στο ύψος του χωριού Νέμερζντορφ, ενώ στην συμβολή των Πίσα και Ρομίντε το βασικό σημείο διάβασης ήταν στο χωριό Γκούμπινεν.
Η σοβιετική διοίκηση ήταν βέβαιη πως μετά τις τρομακτικές απώλειες που είχαν υποστεί οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Bagration», δεν θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν, σοβαρά, το έδαφος των Βαλτικών χωρών και αυτής ακόμα της Ανατολικής Πρωσίας. Η «απελευθέρωση» των Βαλτικών χωρών ήταν σημαντική για τους σοβιετικούς καθώς θεωρούσαν τα εδάφη αυτών εθνικό τους έδαφος.
Η περίπτωση της Ανατολικής Πρωσία ήταν διαφορετική και αφορούσε τη για πρώτη φορά εισβολή στα εδάφη του ναζιστικού κτήνους. Οι Σοβιετικοί θεώρησαν πως η επίθεση στην περιοχή αυτή θα τους εξασφάλιζε μια γρήγορη επιτυχία με μεγάλο ηθικό αντίκτυπο. Έτσι αποφασίστηκε η επίθεση στην Ανατολική Πρωσία με σκοπό την προέλαση κατά τον άξονα Γκούμπινεν-Ίνζτερμπουργκ- Κένιγκζμπεργκ.
Για τους Γερμανούς τα πράγματα ήταν πιο απλά. Μπορούσαν μόνο να αμυνθούν για όσο το δυνατόν περισσότερο, γνωρίζοντας πως ο αντίπαλός τους διαθέτει συντριπτική αριθμητική υπεροχή. Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό οι δυνάμεις της 4ης Γερμανικής Στρατιάς είχαν προσπαθήσει να οργανώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα το κατεχόμενο έδαφος, ως αντίβαρο στην εχθρική υπεροχή αυτή. Ωστόσο λόγω των ελλείψεων σε υλικό και άνδρες η οργάνωση του εδάφους δεν είχε προχωρήσει όσο η γερμανική διοίκηση θα επιθυμούσε.
Στον κρίσιμο τομέα της 1ης ΜΠ, παρά τη διάθεση δύο ταγμάτων μηχανικού, όταν ξεκίνησε η σοβιετική επίθεση, η γερμανική αμυντική τοποθεσία δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί πλήρως οργανωμένη. Και ήταν πράγματι κρίσιμη η τοποθεσία που τηρούσε η 1η ΜΠ καθώς από εκεί περνούσε ο πιο σύντομος δρόμος προς το Γκούμπινεν και την Κένιγκζμπεργκ.
Αν οι σοβιετικές δυνάμεις διασπούσαν την τοποθεσία της 1ης ΜΠ θα μπορούσαν να αποκόψουν τις δυνάμεις της 3ης Στρατιάς Πάντσερ, προελαύνοντας στο σημείο συνδέσμου αυτής με την 4η Στρατιά. Στις 14 Οκτωβρίου, ο Χόσμπαχ, έχοντας πληροφορίες για την επικείμενη επίθεση διέταξε τις δυνάμεις τους να επανδρώσουν την κύρια αμυντική τους τοποθεσία, εγκαταλείποντας τις προκεχωρημένες τους θέσεις που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν και οι οποίες, ούτως ή άλλως, έμελλε να κονιορτοποιηθούν από το σοβιετικό πυροβολικό.
Ερυθρά πλημμυρίδα
Στις 04.00 τα ξημερώματα της 16ης Οκτωβρίου 1944 η θύελλα που ο Χόσμπαχ ανέμενε ξέσπασε. Επί δύο ώρες χιλιάδες οβίδες και ρουκέτες έπληξαν τις γερμανικές θέσεις, ανασκάπτοντάς τις. Ωστόσο χάρη στην προεργασία που είχε γίνει, με την κατασκευή ενισχυμένων αμπρί και ψεύτικων θέσεων μάχης και πυροβόλων, τα αποτελέσματα της σοβιετικής προπαρασκευής μετριάστηκαν.
Στον τομέα της 1ης ΜΠ, που η οργάνωση του εδάφους δεν είχε ολοκληρωθεί, οι απώλειες των γερμανικών δυνάμεων ήταν σημαντικές. Σε πολλά σημεία πρόχειρα κατασκευασμένα αμπρί καταστράφηκαν και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες διακόπηκαν, λόγω αποκοπής των τηλεφωνικών καλωδίων. Αμέσως μετά τον κατακλυσμό αυτό από φωτιά και σίδερο οι σοβιετικές δυνάμεις εξόρμησαν.
Απέναντι στην 1η ΜΠ βρέθηκε ολόκληρη η Σοβιετική 28η Στρατιά. Νότια αυτής είχε αναπτυχθεί η 11η Στρατιά Φρουρών και νοτιότερα η 31η Στρατιά. Στόχος του Τσερνιακόφσκι ήταν να επιτεθεί σε τρεις χρόνους, ξεκινώντας από Βορρά προς Νότο, αποδιαρθρώνοντας το γερμανικό μέτωπο.
Οι Σοβιετικοί εφόρμησαν με μανία, κατά της υπερεκτεταμένης τοποθεσίας της 1ης ΜΠ, υποστηριζόμενοι και από άρματα μάχης. Ωστόσο αντιμετώπισαν την ηρωική, κυριολεκτικά, αντίσταση των Πρώσων της μεραρχίας αυτής και υποχρεώθηκαν να σταματήσουν.
Ύστερα από άγρια συμπλοκή αποκρούστηκαν, αν και υπερτερούσαν σε αναλογία τουλάχιστον 4:1 έναντι των Γερμανών αντιπάλων τους, καθώς στην επίθεση εναντίον της 1ης ΜΠ ο Τσερνιακόφσκι έριξε πέντε μεραρχίες τυφεκιοφόρων, δύο ταξιαρχίες αρμάτων και ένα σύνταγμα εφόδου.
Οι σοβιετικοί επανέλαβαν την επίθεσή τους και σταδιακά υποχρέωσαν τους αμυνόμενους να υποχωρήσουν, ελαφρώς, υπερασπιζόμενοι βήμα το βήμα το έδαφος, χωρίς να κατορθώσουν, όμως, να διασπάσουν τις γραμμές της 1ης ΜΠ.
Νοτιότερα η κατάσταση δεν εξελίχθηκε το ίδιο ευνοϊκά για τους Γερμανούς . Η 549η ΜΛΓρ και η 390η Μεραρχία Ασφαλείας (ΜΑ) δεν κατόρθωσαν να αντέξουν στην πίεση της Σοβιετικής 11ης Στρατιάς Φρουρών. Οι «Λαϊκοί Γρεναδιέροι», δημιούργημα του Χίμλερ , δεν διέθεταν επαρκή εκπαίδευση για να σταθούν απέναντι στον σοβιετικό οδοστρωτήρα. Η δε 390η ΜΑ είχε παρατακτέα δύναμη μικρότερη του συντάγματος.
Η 276η Ταξιαρχία Πυροβόλων Εφόδου
Πίσω όμως από τις δύο αυτές μεραρχίες τηρείτο ως εφεδρεία η 276η Ταξιαρχία Πυροβόλων Εφόδου, υπό τον λοχαγό Φρίντριχ Στικ. Η μονάδα του Στικ δεν είχε υποστεί απώλειες από τον σοβιετικό προπαρασκευαστικό βομβαρδισμό, καθώς είχε άριστα καλυφθεί και παραλλαχθεί. Σύντομα όμως, καθώς φυγάδες πεζοί εμφανίστηκαν στις θέσεις συγκέντρωσης της Ταξιαρχίας, ο Στικ κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν εξελισσόταν καθόλου ευχάριστα.
Ο Στικ, βετεράνος του Ανατολικού Μετώπου, δεν ανήκε στην κατηγορία των αξιωματικών που έχανε εύκολα το ηθικό του. Έτσι κατάφερε να συγκρατήσει και να αναδιοργανώσει τμήμα των υποχωρούντων πεζών και να τους εντάξει στη δύναμή του. Αμέσως μετά αποφάσισε να προελάσει και να αντιμετωπίσει τις προελαύνουσες σοβιετικές φάλαγγες.
Ο Στικ και τα πυροβόλα εφόδου StuG ΙΙΙ που διοικούσε κινήθηκαν επιφυλακτικά ανατολικά, με το αναδιοργανωμένο πεζικό να ακολουθεί. Ύστερα από 1 χλμ. περίπου βρέθηκαν ενώπιον ενός αγρού με αραβόσιτο. Ο Στικ, έμπειρος όπως ήταν, διέκρινε την πιθανότητα παγίδας. Αμέσως διέταξε: «Εκρηκτικά βλήματα. Στόχος χωράφι με καλαμπόκια. Πυρ!».
Τα βλήματα των 75mm άφησαν με κρότο τις κάννες των πυροβόλων εφόδου και ανατινάχθηκαν ανάμεσα στους αραβόσιτους. Με τη πρώτη έκρηξη οι Γερμανοί διέκριναν σκιές με χακί στολές να προσπαθούν να διαφύγουν. Ήταν σοβιετικές ομάδες κυνηγών αρμάτων που ενέδρευαν στον αγρό.
«Μόλις βάλλαμε δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Εκατοντάδες Ρώσοι είχαν κρυφτεί εκεί και περίμεναν να μας εξοντώσουν όταν θα εισερχόμασταν στο χωράφι με τα καλαμπόκια. Τώρα όμως οι Ρώσοι υποχωρούσαν τρέχοντας. Άρχισαν να βάλλουν εναντίον μας. Απαντήσαμε με εκρηκτικά βλήματα. Ο λοχαγός Στικ μας διέταξε. Εμπρός συνάδελφοι. Εισήλθαμε στο χωράφι με τα καλαμπόκια και ισοπεδώσαμε τα πάντα κάτω από τις ερπύστριές μας. Το πεζικό έκανε επίσης το χρέος του. Δεν υπήρξε έλεος», ανέφερε ένας από τους άνδρες του Στικ.
Ο Στικ συνέχισε να καταδιώκει τους Σοβιετικούς για άλλα 3 χλμ. Φοβούμενος εμπλοκή του με υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο να διατηρήσει τη δύναμή του εν ζωή, από το να εκτελέσει μια ένδοξη, αλλά καταστροφική επέλαση. Έτσι σταμάτησε στις θέσεις που είχε καταλάβει και ανέπτυξε τις δυνάμεις του αμυντικά, έχοντας αποκαταστήσει, πάντως, την συνοχή του μετώπου στον τομέα της 549ης ΜΛΓρ.
Ο Τσερνικόφσκι συνεχίζει
Με το πρώτο φως της 17ης Οκτωβρίου ο Τσερνιακόφσκι, παρά την αρχική αποτυχία, αποφάσισε να συνεχίσει την επίθεση. Ο Χόσμπαχ από την πλευρά του, ενίσχυσε την 1η ΜΠ με την 279η Ταξιαρχία Πυροβόλων Εφόδου του λοχαγού Χόπε. Η 1η ΜΠ μετά την ηρωική άμυνα της προηγουμένης, είχε υποχωρήσει ελαφρώς και είχε οργανώσει τη μικρή κωμόπολη Σίρβιντ σε σημείο στηρίγματος. Εκεί είχε οχυρωθεί το αντιαρματικό τάγμα της 1ης ΜΠ, το οποίο διέθετε 12 κυνηγούς αρμάτων Hetzer και έξι ρυμουλκούμενα αντιαρματικά πυροβόλα ΡΑΚ 40 των 75mm.
Οι Σοβιετικοί αδυνατώντας να κυριεύσουν την κωμόπολη, επιχείρησαν να την υπερκεράσουν από Βορρά και Νότο. Από Βορρά οι δυνάμεις τους επιτέθηκαν με αιχμή του δόρατος μια επιλαρχία αρμάτων T-34. Ωστόσο η σοβιετική επίθεση πνίγηκε στο αίμα, με τα γερμανικά αντιαρματικά να κάνουν θραύση.
Εκνευρισμένος, ο διοικητής της Σοβιετικής 28ης Στρατιάς, στρατηγός Λουτσίνσκι, διέταξε την 27η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων του, ενισχυμένη από την 113η Ταξιαρχία Αρμάτων, να καταλάβουν την κωμόπολη με κάθε θυσία. Οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν και πάλι, αλλά οι Γερμανοί και πάλι αμύνθηκαν με κάθε μέσο.
Μόνο μετά από άγρια πάλη από σπίτι σε σπίτι και με πολύ μεγάλες απώλειες, κατόρθωσαν οι Σοβιετικοί να καταλάβουν τα ερείπια της κωμόπολης. Η 1η ΜΠ υποχώρησε μεν και πάλι όμως δεν διασπάστηκε, υποστηριζόμενη και από την 279η Ταξιαρχία Πυροβόλων Εφόδου, ο διοικητής της οποίας σκοτώθηκε.
Η μονάδα αυτή αναπτύχθηκε μεταξύ Σέρβιντ και Σλόσμπεργκ, υποστηρίζοντας την υποχώρηση της 1ης ΜΠ. Εκεί οι Γερμανοί αντέταξαν και πάλι ισχυρή άμυνα και σταμάτησαν και πάλι τους Σοβιετικούς. Νοτιότερα όμως, στον τομέα της 579η ΜΛΓρ, η Σοβιετική 11η Στρατιά Φρουρών, κατόρθωσε να προελάσει σε βάθος 15 χλμ. παρά την προσπάθεια των Γερμανών να τους αναχαιτίσουν. Οι Γερμανοί υποχώρησαν στο Έιντκάου, αλλά, μετά από σφοδρές οδομαχίες, οι άνδρες της 11ης Στρατιάς Φρουρών του στρατηγού Γκαλίτσκι, κατέλαβαν τα ερείπιά του.
Ευτυχώς για τους Γερμανούς υπήρχαν διαθέσιμες ενισχύσεις, η τελευταία, για την ακρίβεια, εφεδρεία του Χόσμπαχ, στον τομέα αυτό. Η ανωτάτη διοίκηση είχε διαθέσει στον Χόσμπαχ την 103η ΤΠα, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη, τότε, Βέρνερ Μούμερτ, ο οποίος αργότερα έμελλε να διοικήσει την Μεραρχία «Μuchenberg», τον Απρίλιο του 1945, στο Βερολίνο.
Η 103η ΤΠα ήταν, πάντως, ταξιαρχία κατ’ όνομα μόνο. Διέθετε μόνο μια επιλαρχία αρμάτων, την 2103, εξοπλισμένη με τρείς ίλες με άρματα Panther και σύμφωνα με ορισμένες πηγές και με μια ίλη κυνηγών αρμάτων Jagdpanther. Διέθετε επίσης το 2013 Τάγμα Γρεναδιέρων Πάντσερ και τον 2013 Λόχο Μηχανικού Εφόδου. Η ταξιαρχία διατέθηκε οργανικά στο Γερμανικό XXVII ΣΣ, αλλά ουσιαστικά έδρασε εντός των ορίων διοίκησης του XXVI ΣΣ.
Η επέμβαση του Μούμερτ έσωσε την κατάσταση. Ο έμπειρος αυτός διοικητής, παρά την συντριπτική υπεροχή των αντιπάλων του, κατάφερε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνάμεις του, κατορθώνοντας να αναχαιτίσει την προέλαση της 11ης Στρατιάς Φρουρών, προς μεγάλη έκπληξη του στρατηγού Γκαλίτσκι, ενώπιον του χωριού Εμπενρόντε…
Οι Σοβιετικοί συνέχισαν τις επιθέσεις, προκαλώντας και την σφαγή στο χωριό Νέμερζντορφ. Τελικά όμως παραδέχτηκαν την ήττα τους.