Η κατάθλιψη έχει συνοδέψει το ανθρώπινο είδος από τότε που υπάρχει καταγεγραμμένη ιστορική αναδρομή. Βρίσκουμε καταγραφές από τον Ιπποκράτη ακόμα, που την χαρακτήριζε ως μελαγχολία και πίστευε ότι οφείλεται σε διαταραχή των σωματικών υγρών και ειδικά της μαύρης χολής. Η κατάθλιψη, είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, που μπορεί όχι μόνο να οδηγήσει σε δυσάρεστα επίπεδα τις σκέψεις ενός ανθρώπου, να υποσκάψει τις ικανότητες που χρειάζεται ώστε να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του ενασχολήσεις, να προκαλέσει πτώση των σωματικών του λειτουργιών αλλά και να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία.
Σε κάθε περίπτωση, μέσα από αυτές τις μαύρες τρύπες, φως και ζωή μπορεί να αναδυθούν, για αυτό, όπως λέει και ο Alexander Pope, ‘ας μπούμε με ένα φως και προσεκτικό βήμα’.
Σε όλο τον κόσμο, εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αναφέρει πως η κατάθλιψη θα είναι σύντομα η δεύτερη μετά τα καρδιοαγγειακά νοσήματα, παθολογική οντότητα. Πράγματι, για τις γυναίκες ηλικίας 15-45, έχει ήδη γίνει το πιο συχνό πρόβλημα. Γενικά, οι έρευνες προτείνουν πως ένας στους τέσσερεις ή πέντε ανθρώπους, θα έχει ένα επεισόδιο κατάθλιψης που θα απαιτεί θεραπεία στη ζωή του. Ωστόσο, αυτό μπορεί να είναι μια πολύ συντηρητική εκτίμηση και εξαρτάται άμεσα από μία πληθώρα δημογραφικών στοιχείων.
Οι χαμηλότερες οικονομικά τάξεις και οι άνεργοι, φαίνεται να είναι από τις περισσότερο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Παρόλο που ειδικά στον Δυτικό κόσμο η αναγνώριση και η θεραπεία της κατάθλιψης, σταδιακά βελτιώνονται, πολλοί άνθρωποι παραμένουν αδιάγνωστοι στο κοινωνικό χώρο που ζουν ή παίρνουν ελλιπή θεραπεία. Δυστυχώς, δεν φαίνεται η αύξηση του πλούτου να συμβάλει στη μείωση ποσοστών της κατάθλιψης. Αν μη τι άλλο, οι ανταγωνιστικές υλιστικές κοινωνίες, τείνουν να έχουν αυξημένους δείκτες κατάθλιψης. Στο φαινόμενο αυτό ενέχονται οι εκτεταμένες αλλαγές που παρατηρούνται στις σύγχρονες κοινωνίες σε σχέση με ποικίλα δημογραφικά ζητήματα, τον τρόπο ζωής, τις διατροφικές επιλογές, την αυξημένη χρήση φαρμάκων- που πολλά έχουν σαν παρενέργεια καταθλιπτικές τάσεις- και τα συνεχώς αυξανόμενα κοινωνικά άγχη. 20% των περιστατικών βελτιώνονται μέσα σε δυο μήνες. 50 % έχει προοδεύσει μέσα σε έξι μήνες ανάλογα με την σοβαρότητα και τις συνθήκες ζωής του ανθρώπου. 20% μπορεί να παρουσιάζει χρονιότητα, που σημαίνει ότι ένα πρόσωπο μπορεί να παραμένει σε κατάθλιψη σε διάφορα επίπεδα σοβαρότητας για δυο ή περισσότερα χρόνια.
Μερικοί ασθενείς, παρουσιάζουν οξέα επεισόδια που προστίθενται σε ελαφρύτερες χρόνιες καταστάσεις και τέλος η κακοποίηση φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τη χρόνια κατάθλιψη. Το 50 % των περιστατικών θα εμφανίσει και ένα μεταγενέστερο επεισόδιο. Η ηλικία που πρωτοεμφανίζεται η κατάθλιψη, μπορεί να είναι δείκτης κινδύνου εμφάνισης υποτροπής, με την ομάδα που εμφάνισε κατάθλιψη πριν τα 20 να είναι η πιο ευπαθής. Μετά το δεύτερο, ή τρίτο επεισόδιο ο κίνδυνος ανεβαίνει στο 70 με 90%.
Πολλοί ερευνητές προτείνουν πως στην καρδιά της κατάθλιψης βρίσκεται η αίσθηση της απειλής και της απώλειας και πως η κατάθλιψη μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν ένας τύπος αυτοπροστασίας ενάντια σε αυτές. Οι απειλές μπορεί να είναι ποικίλες και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο πως τα κίνητρά μας η ενέργεια μας και τα συναισθήματα μας λειτουργούν, σε σχέση με αυτές. Οι φαρμακευτικές εταιρείες τείνουν να θεωρούν πως όλες οι καταθλίψεις είναι το ίδιο, γιατί έχουν ανάλογα συμπτώματα, όπως πεσμένη διάθεση και ανηδονία. Παρόλο που υπάρχουν φυσικά ομοιότητες, διαφορετικές καταθλίψεις μπορεί να σχετίζονται με διαφορετικά ψυχολογικά προφίλ, διαφορετικούς τρόπους σκέψεις και συμπεριφορές, διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες και διαφορετικούς στρεσσογόνους παράγοντες.
Για το λόγο αυτό, οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις είναι καλό να εξατομικεύονται. Ο κανόνας είναι, πως όταν τα θετικά συναισθήματα μειώνονται και χάνουμε την επιθυμία και την αυτοπεποίθηση να βγούμε στον κόσμο, η κατάθλιψη έρχεται.
Ο εγκέφαλός μας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην απειλή, διότι το να χάσουμε μια απειλή, μπορεί να έχει ένα πολύ πιο σοβαρό αποτέλεσμα σε σχέση με το να χάσουμε ένα θετικό ερέθισμα, όπως είναι η τροφή ή ένας σύντροφος. Έχουμε περισσότερα εγκεφαλικά αναλυτικά συστήματα που σχετίζονται με τα απειλητικά γεγονότα, παρά με τα θετικά. Οι αρνητικές αποκρουστικές μνήμες μας, φαίνεται να είναι πιο δυνατές από τις θετικές και γενικά λειτουργούμε στη βάση του καλύτερα ‘ασφαλείς παρά χαμένοι’. Υπάρχουν δυο εγκεφαλικά συστήματα για την αναγνώριση, κωδικοποίηση και απάντηση στην απειλή. Ένα είναι μέσω του συστήματος που εδράζεται στον υποθάλαμο και την αμυγδαλή και που πυροδοτεί την απάντηση του στρες. Είναι πολύ ευαίσθητο στα ερεθίσματα, αυτόματο και λειτουργεί με βάση την εξαρτημένη μάθηση (π.χ., περπατώ και βλέπω ένα φίδι- το φίδι είναι επικίνδυνο για τη ζωή μου-τρέχω να φύγω).Ένας άλλος δρόμος είναι μέσω του εξελιγμένου κομματιού του εγκεφάλου μας του φλοιού.
Είναι πιο αργός και σχετίζεται με το μετριασμό, την επανεκτίμηση του κινδύνου ( π.χ., νόμιζα πως από το σχήμα το αντικείμενο που είδα στο έδαφος ήταν φίδι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν σχοινί) ή τη μείωση των κινδύνων με βάση πιστεύω ή και τη δημιουργία νέων πεποιθήσεων (π.χ., πίστη στο υπερφυσικό). Μόλις μια απειλή εντοπιστεί έχουμε μια πλειάδα επιλογών για να απαντήσουμε τόσο συναισθηματικά ( να νιώσουμε θυμό, άγχος, αηδία), όσο και συμπεριφορικά (να πολεμήσουμε, να φύγουμε, να αποβάλουμε, να αποφύγουμε).Mπορούμε να πούμε πως το άγχος (απόδραση, αποφυγή), ο θυμός (επίθεση) και η αηδία (αποβολή, αποφυγή) είναι όλα, μέρη των προστατευτικών μηχανισμών του εγκεφάλου. Μερικοί μηχανισμοί προστασίας αυξάνουν την ενέργεια για να μας βοηθήσουν να φύγουμε, ενώ άλλοι αυτόματοι και εκτός συνειδητού έλεγχου βασίζονται στην αδρανοποίηση και στην ακινησία και είναι φτιαγμένοι για κοινωνική χρήση.
Για παράδειγμα, η υποτακτική, αποφευκτική συμπεριφορά είναι κακή ιδέα όταν αντιμετωπίζουμε ένα λιοντάρι ή έχουμε φάει δηλητηριασμένη τροφή, ενώ αντίθετα το να τρέξουμε ή να κάνουμε εμετό είναι καλύτερο. Αντίθετα, η υποτακτική αποφευκτική συμπεριφορά, είναι προτιμότερη όταν αντιμετωπίζουμε ένα δυνατό πρόσωπο που μπορεί μπροστά σε μια τέτοια συμπεριφορά να μην μας επιτεθεί περαιτέρω. Κατά συνέπεια, οι συμπεριφορές που σχετίζονται με την απειλή μπορεί να είναι ενεργητικές ή παθητικές, κοινωνικές ή μη και γρήγορα πυροδοτούμενες. Το καταθλιπτικό μυαλό μπορεί να παρασυρθεί λοιπόν, σε πρωτόγονους προστατευτικούς μηχανισμούς κλεισίματος. Όταν αυτό συμβαίνει έχουμε την εμπειρία του οξύ συναισθηματικού πόνου και σκοταδιού. Σταδιακά μπορεί να παγιδευτούμε σε μια κατάσταση που φαντάζει αδιέξοδη, γιατί οι σκέψεις και οι συμπεριφορές μας μπορεί να διατηρήσουν ή και να χειροτερέψουν την κατάσταση. Η ευαλωτότητα μας μπορεί να βρίσκεται στα γονίδια, στις πρώιμες εμπειρίες μας, στις συναισθητικές μας μνήμες, στην κατάσταση του μυαλού μας και στα εσωτερικά μοντέλα και σχήματα εαυτού-άλλου που αναπτύσσουμε.
Αν λοιπόν, αντιμετωπίσουμε την κατάθλιψη από αυτή την οπτική, τότε η κατάθλιψη δεν αποτελεί ένα έλλειμμα (αν και ελλείμματα εμφανίζονται) ούτε μια δυσλειτουργία (αν και δυσλειτουργίες εμφανίζονται) ούτε ένα λάθος( αν και λάθη εμφανίζονται), αλλά μια προσαρμογή τόσο σε γενετικό όσο και σε φαινομενολογικό επίπεδο και για το λόγο αυτό, οι βιοψυχοκοινωνικές προσεγγίσεις είναι τόσο σημαντικές στην αντιμετώπισή της.
Γράφτηκε απο Αικατερίνη Μ. Παπαθανασίου- Πεχλιβανίδου, Ψυχολόγος